Ούτε ένα, ούτε δύο, αλλά συνολικά εξήντα εμπόδια, η άρση των οποίων μπορεί να κάνει τη διαχείριση των κόκκινων δανείων πιο αποτελεσματική κατέγραψε μελέτη του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας η οποία δημοσιοποιήθηκε την 1η Σεπτεμβρίου.
Η μελέτη αυτή η οποία αποτελεί την επικαιροποίηση προηγούμενης μελέτης του Ταμείου του περασμένου Οκτωβρίου και είναι μνημονική υποχρέωση της Ελλάδας καταγράφει τα εμπόδια που υπάρχουν σε όλο το φάσμα των διαδικασιών που αφορούν το σύνολο των κόκκινων δανείων ιδιωτών και επιχειρήσεων. Μάλιστα επισημαίνει ότι αν και έχουν προχωρήσει σημαντικά οι παρεμβάσεις, ιδιαίτερα από το 2015 και μετά, για την άρση των εμποδίων, ακόμα υπάρχει δρόμος μακρύς.
Από την ανάλυση του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας προκύπτει ότι ανάμεσα στα εμπόδια που δημιουργούν δυσκολίες στη διαχείριση των κόκκινων δανείων είναι:
-Η απουσία εξειδικευμένων και έμπειρων δικαστικών οι οποίοι θα μπορούν να διαχειριστούν αποτελεσματικά το θέμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων
-Οι αδυναμίες στο νομικό πλαίσιο που οδηγούν σε σημαντικές χρονικές καθυστερήσεις με αποτέλεσμα την αύξηση του αριθμού των υποθέσεων που δεν έχουν ακόμα εξεταστεί. Σύμφωνα με το ΤΧΣ πάντως η πρόβλεψη του ισχύοντος νόμου για αύξηση του αριθμού των δικαστών στα Ειρηνοδικεία είναι προς τη σωστή κατεύθυνση.
-Το ελλιπές θεσμικό πλαίσιο και η αναποτελεσματική διαδικασία πλειστηριασμών που ισχύουν σήμερα οδηγούν σε σημαντικές καθυστερήσεις για την αντιμετώπιση του προβλήματος. Μάλιστα όπως αναφέρει το Ταμείο οι τελευταίες τροποποιήσεις που έγιναν στον νόμο Κατσέλη θέτουν πλέον τις βάσεις για περισσότερη αποτελεσματικότητα, όμως τα εμπόδια δεν έχουν εξαλειφθεί ώστε να υπάρχει ένα δίχτυ ασφαλείας που να προστατεύει μόνο τους ευάλωτους δανειολήπτες και όχι και τους κακοπληρωτές.
Ως τέτοια εμπόδια η μελέτη του ΤΧΣ αναφέρει ότι ο νόμος ορίζει την αυτόματη διακοπή όλων των πράξεων επιβολής μόνο με την κατάθεση μίας αίτησης από τον δανειολήπτη. Αυτή η διακοπή παραμένει σε ισχύ έως την εκδίκαση των προσωρινών μέτρων. Έτσι χρήση της ευνοϊκής αυτής ρύθμισης μπορούν να κάνουν και οι στρατηγικοί κακοπληρωτές.
Επιπλέον οι εξαιρέσεις από τη ρευστοποίηση περιουσιακών στοιχείων αφορούν συχνά και στοιχεία πέραν της πρώτης κατοικίας ενώ είναι δαπανηρό και χρονοβόρο να κηρυχθεί σε πτώχευση δανειολήπτης, καθώς απαιτείται νέα δικαστική απόφαση.
Ο νόμος προβλέπει ακόμα ότι τα εξασφαλισμένα δικαιώματα των πιστωτών στην κύρια κατοικία του δανειολήπτη πάνω από μια αξία μπορούν να παρακαμφθούν από τον δικαστή κατά τον χρόνο ακρόασης της υπόθεσης.
Σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα οι εξαιρούν από τη δυνατότητα ρευστοποίησης περιουσιακά στοιχεία του δανειολήπτη που δεν προστατεύονται από τη νομοθεσία. Όσο για τη διάρκεια της διαδικασίας εκκαθάρισης μπορεί να διαρκέσει έως και δέκα χρόνια (και συχνά περισσότερο), με αποτέλεσμα μια σειρά ανεπιθύμητων συνέπειες, όπως η απαγωγή των περιουσιακών στοιχείων ακινήτων, χαμηλή ανάκτηση από τους πιστωτές και υπερβολική επιβάρυνση για το δικαστικό σύστημα.
Σε ό,τι αφορά τα επιχειρηματικά δάνεια το Ταμείο αναφέρει ότι:
-Όταν η συμμετοχή στο μετοχικό κεφάλαιο μιας υπερχρεωμένης εταιρείας οφείλεται σε μετοχοποίηση χρέους, τότε η υποχρέωση του τρίτου μέρους να προβεί σε δημόσια προσφορά δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται.
-Η μετατροπή χρέους σε μετοχικό κεφάλαιο επιβάλλεται σε μη συνεργάσιμους μετόχους έπειτα από αίτημα του αντιδίκου που έχει έννομο συμφέρον να κρίνει καταχρηστική την αρνητική ψήφο των διοικήσεων στο σχέδιο αναδιάρθρωσης. Το δικαστήριο μπορεί να ορίσει ειδικό αντιπρόσωπο του μη συνεργάσιμου μετόχου, ώστε να ψηφίσει το σχέδιο αναδιάρθρωσης. Ωστόσο, αυτό δεν φαίνεται να εφαρμόζεται και η πρακτική εφαρμογή του έχει αποδειχθεί δυσλειτουργική
Όσον αφορά τα φορολογικά θέματα που σχετίζονται με τα κόκκινα δάνεια μια σειρά από αναθεωρήσεις του ελληνικού φορολογικού πλαισίου έχουν δημιουργήσει ένα περιβάλλον αβεβαιότητας. Ενδεικτικά η φορολογία ακίνητης ιδιοκτησίας που βασίζεται σε «αντικειμενικά» αξίες που μπορεί να υπερβαίνει την τρέχουσα τιμή της αγοράς, μπορεί να αποθαρρύνει τους πιθανούς αγοραστές στο πλαίσιο μιας εθελοντικής ή και αναγκαστική πώληση.
Επίσης η ενεργός διαχείριση και προηγμένα μέτρα ανοχή δεδομένης της τρέχοντος φορολογικού πλαισίου μπορεί να έχουν σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις για τις τράπεζες και τα εποπτικά κεφάλαια, τα οποία θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως ένα πραγματικό εμπόδιο στη διαδικασία των μη εξυπηρετούμενων δανείων ανάλυση.
Τόσο οι διαγραφές όσο και η πώληση κόκκινων δανείων επιταχύνουν την αναγνώριση των πιστωτικών ζημιών για φορολογικούς σκοπούς, η οποία έχει διπλό αρνητικό αποτέλεσμα αφού από την μια πλευρά αυξάνει ήδη σημαντικές φορολογικές ζημιές των τραπεζών.
Το ΤΧΣ προτείνει ότι για άμβλυνση των επιπτώσεων αυτών θα μπορούσε η απώλεια που προκλήθηκε από τις διαγραφές δανείων ή τις πωλήσεις τους να αντιμετωπίζονται παρόμοια με τη ζημία που υπέστησαν οι τράπεζες από το PSI δηλαδή σταδιακά να αποσβένεται στα φορολογικά βιβλία σε μια περίοδο ακόμα και 30 ετών, αντί να αποτυπώνεται αμέσως, ως φορολογική ζημία του έτους πώλησης ή διαγραφής.
Τέλος ως άλλα εμπόδια αναφέρονται: το γεγονός ότι το real estate χρησιμοποιείται εκτενώς ως εξασφάλιση για σκοπούς δανεισμού. Ωστόσο, η αναποτελεσματική καταγραφή της ακίνητης περιουσίας συμβάλλει στην καθυστέρηση των κατασχέσεων. Επίσης, η έλλειψη διαφάνειας στην αγορά καθιστά πολύ δύσκολο τον καθορισμό των αντικειμενικών αξιών της ακίνητης περιουσίας.
Παράλληλα η αδυναμία, από την πλευρά των τραπεζών, πρόσβασης σε όλα τα έγγραφα για την πιστοληπτική ικανότητα των δανειοληπτών ή πληροφοριών αναφορικά με το φόρο ή τις υποχρεώσεις προς ασφαλιστικά ταμεία των δανειοληπτών αυξάνει την επίδραση της ασύμμετρης πληροφόρησης μεταξύ των δανειοληπτών και δανειστών και μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα αναφορικά με τις ρυθμίσεις.