Σε ένα νέο κύκλο ανατροφοδοτούμενης στασιμότητας και έλλειψης προοπτικών για τις επιχειρήσεις οδηγούν τα επώδυνα και εμπροσθοβαρή μέτρα που συνοδεύουν το Τρίτο Πρόγραμμα Προσαρμογής. Σε αυτό το συμπέρασμα καταλήγει η εξαμηνιαία έρευνα για τις επιχειρήσεις που πραγματοποίησε η Γενική Συνομοσπονδία Επαγγελματιών Βιοτεχνών και Εμπόρων Ελλάδος. Μάλιστα όπως σημειώνεται οι μακροοικονομικές επιδόσεις παραμένουν αναιμικές ενώ δε διαφαίνεται στον ορίζοντα μια τέτοια πύκνωση παραγωγικών δυνάμεων ικανών να ανατρέψουν αυτόνομα το φαύλο κύκλο στασιμότητας.
Η έρευνα που πραγματοποιήθηκε από το ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ σε συνεργασία με την εταιρεία ΜARC ΑΕ σε πανελλαδικό δείγμα 1000 πολύ μικρών και μικρών επιχειρήσεων (0-49 άτομα προσωπικό), στο διάστημα 13 έως 25 Ιουλίου 2016 δείχνει ότι η οικονομία βρίσκεται σε μια φάση του οικονομικού κύκλου όπου η μειωμένη ρευστότητα, το επενδυτικό κενό και η χαμηλή χρηματοδοτική ικανότητα, συνυπάρχουν με μια εξωγενώς προκληθείσα αρνητική μακροοικονομική συγκυρία. Παράλληλα, παραμένει ανεπαρκής η ιδιωτική χρηματοδότηση και απουσιάζουν τα κατάλληλα σύγχρονα χρηματοδοτικά εργαλεία, ενώ, περιορισμένες είναι οι δυνατότητες πρόκλησης επενδυτικού σοκ μέσα από δημόσιες επενδύσεις.
Μάλιστα συμπεραίνει ότι είναι «προφανές ότι στο υφιστάμενο περιβάλλον κάθε συζήτηση που θα αναφέρεται στην περαιτέρω περιστολή πόρων (δημόσιων και ιδιωτικών) και σε μεγαλύτερη ευελιξία στην αγοράς εργασίας θα προκαλέσει νέα αβεβαιότητα και αστάθεια, καθώς έχουν εξαντληθεί τα μέσα και τα περιθώρια αναζήτησης εναλλακτικών μεθόδων εξοικονόμησης κόστους».
Τα κυριότερα συμπεράσματα της έρευνας του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ που έγινε σε συνεργασία με την εταιρεία ΜARC ΑΕ δειχνουν ότι η η αβεβαιότητα του προηγούμενου εξαμήνου και η επιτυχής αξιολόγηση, που συνοδεύτηκε όμως από νέα δυσβάστακτα μέτρα, δεν μπόρεσε να δώσει ώθηση στην πορεία για ανάκαμψη της οικονομίας. Επίσης, το κλείσιμο των επιχειρήσεων συνεχίζεται (18.000 λουκέτα το Α εξάμηνο - η ανεργία παραμένει υψηλότατη παρά το θετικό ισοζύγιο της ΕΡΓΑΝΗ) και η ελαστικοποίηση των σχέσεων εργασίας είναι μια πραγματικότητα. Σε αυτό το διάστημα τα δεδομένα που διαμορφώνουν την εικόνα της αγοράς είναι: η μείωση της πλήρους απασχόλησης στο 40%, η αύξηση της μερικής απασχόλησης στο 40%, η εκ περιτροπής εργασία (20%) ,η αύξηση των οφειλών στο Δημόσιο κατά 1δισεκατομμυριο ευρώ μηνιαίως, η απένταξη από τις ρυθμίσεις , η καταστροφική αύξηση του ΦΠΑ σε είδη καθημερινής ανάγκης σε συνδυασμό με το 24% ΦΠΑ στον επισιτισμό, η ασφαλιστική μεταρρύθμιση, ο ΕΝΦΙΑ για επιχειρήσεις και νοικοκυριά, η μείωση συντάξεων, οι κατασχέσεις στους τραπεζικούς λογαριασμούς επιχειρήσεων, οι καθημερινές διακοπές στην ηλεκτροδότηση, τα κόκκινα δάνεια, η έλλειψη ρευστότητας από τις τράπεζες.
Είναι χαρακτηριστικό ότι για κάθε 1 επιχείρηση που εμφανίζει σημάδια βελτίωσης το πρώτο εξάμηνο του έτους 10 επιχειρήσεις ασθενούν σοβαρά με αποτέλεσμα κάθε μέρα περισσότερες επιχειρήσεις βρίσκονται μπροστά από το φάσμα του λουκέτου.
Ειδικότερα σύμφωνα με τα ευρήματα της έρευνας η αποτίμηση του α’ εξαμήνου 2016 καταδεικνύει τη διεύρυνση του χάσματος μεταξύ της συντριπτικής πλειοψηφίας των μικρών επιχειρήσεων και αυτοαπασχολούμενων και ενός μικρού σταθερού ποσοστού (που κυμαίνεται διαχρονικά στο 5-7%) που φαίνεται να μην επηρεάζεται από την κρίση. Η οριακή βελτίωση των δεικτών αφορά αυτό το πολύ μικρό σ ποσοστό επιχειρήσεων. Η επιδείνωση του οικονομικού κλίματος καταγράφεται και στα επί μέρους πραγματικά μεγέθη των επιχειρήσεων.
Συγκεκριμένα ο δείκτης ρευστότητας διατηρεί σταθερά υψηλά επίπεδα αρνητικών αποτιμήσεων (75,8%), τέτοια που να μην προοιωνίζεται μεσοπρόθεσμα την επενδυτική άνοιξη στην οποία προσβλέπει η επιχειρηματική κοινότητα.
Παράλληλα ο μέσος όρος μείωσης του κύκλου εργασιών βαίνει μειούμενος στο 17,6% (από 20,6%). Τη μεγαλύτερη μείωση φαίνεται ότι καταγράφουν οι πολύ μικρές επιχειρήσεις και οι αυτοαπασχολούμενοι, ένδειξη συγκέντρωσης μεριδίων και τάσης ολιγοπώλησης της αγοράς. Σωρευτικά στις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις η συνολική μείωση από την έναρξη της κρίσης και μετά το 2010 υπερβαίνει το 80% (την τελευταία τριετία η πτώση αγγίζει το 35%).
Οι προσδοκίες σχετικά με την πορεία των επιχειρήσεων το επόμενο εξάμηνο είναι αρνητικές, καθώς το 59,5% των επιχειρήσεων αναμένει επιδείνωση, και μόλις το 8,5% βελτίωση.
Η τάση αποεπένδυσης και η μειωμένη ρευστότητα παγιώνεται ως ένα διαρθρωτικό χαρακτηριστικό της ελληνικής οικονομίας και συνεχίζει να τροφοδοτεί ένα νέο σπιράλ ύφεσης- αποεπένδυσης- υποαπασχόλησης των παραγωγικών συντελεστών. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο δείκτη επενδύσεων, αύξηση προβλέπει μόλις το 2,1%, γεγονός που σημαίνει ότι οι επιχειρήσεις έχουν παγώσει κάθε διαδικασία ανάπτυξης.
Όπως προκύπτει, παραμένει ανεπαρκής η ιδιωτική χρηματοδότηση και απουσιάζουν τα κατάλληλα σύγχρονα χρηματοδοτικά εργαλεία, ενώ, περιορισμένες είναι οι δυνατότητες πρόκλησης επενδυτικού σοκ μέσα από δημόσιες επενδύσεις. Σε αυτό το δύσκολο περιβάλλον για πολλές επιχειρήσεις το ζητούμενο δεν είναι η ανάπτυξη τους, αλλά η όσο το δυνατό πιο ανώδυνη διάλυση και εκκαθάριση. Αναλυτικά :
-Το 42% των επιχειρήσεων θεωρεί αρκετά και πολύ πιθανό να κλείσει το επόμενο διάστημα (έναντι 52,2% του προηγούμενου εξαμήνου). Οι πολύ μικρές επιχειρήσεις και οι αυτοαπασχολούμενοι παρουσιάζουν τριπλάσιο κίνδυνο διακοπής της λειτουργίας τους (αυτοαπασχολούμενοι 51,5%) σε σχέση με τις μεγαλύτερες (από 5 άτομα και πάνω, 17,7%). Ομάδα υψηλού κινδύνου είναι και το σύνολο των επιχειρήσεων που ήταν προμηθευτές μεγάλων εταιρειών που βρίσκονται σήμερα σε δυσκολίες ή/και εκκαθάριση.
-Το πραγματικό πρόβλημα επιβίωσης που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις εμφανίζεται στην ένταση με την οποία εκδηλώνεται το φαινόμενο καθώς σχεδόν 1 στους 10 από αυτούς που κινδυνεύουν, δηλώνουν ότι είναι πολύ πιθανό να κλείσουν μέσα στο επόμενο τρίμηνο. Εκτιμάται ότι η μείωση επιχειρήσεων το επόμενο εξάμηνο θα ανέλθει στις 18,100 και θα αφορά κυρίως τις πολύ μικρές επιχειρήσεις και τους αυτοαπασχολούμενους.
-Το επόμενο διάστημα αναμένεται κορύφωση του φαινομένου της αδήλωτης επαγγελματικής δραστηριότητας ή της παράκαμψης της ελληνικής φορολογικής διοίκησης μέσα από επιχειρηματικά σχήματα με έδρα στο εξωτερικό. Το φαινόμενο αυτό είχε αρχίσει να εντείνεται από το καλοκαίρι του 2015, όταν οι επιπτώσεις της δεύτερης φάσης ύφεσης έτειναν να πλήξουν κυρίως τη μικρή επιχειρηματικότητα.
-Σύμφωνα με το σενάριο βάσης του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ τα πιθανά λουκέτα επιχειρήσεων, που βρίσκονται στο «κόκκινο» συνεπάγονται υψηλό κίνδυνο απώλειας 33,000 θέσεων συνολικής απασχόλησης (εργοδότες, αυτοαπασχολούμενοι, μισθωτοί).
-Ο δείκτης προσλήψεων- απολύσεων κατά το προηγούμενο ήταν βελτιωμένος αλλά παρέμεινε αρνητικός (για κάθε 1 πρόσληψη, σημειώθηκε 1,22 απόλυση). Μείωση προσωπικού κατά το τελευταίο εξάμηνο ανέφερε το 6,6% των επιχειρήσεων ενώ αύξηση ανέφερε το 5,4%.
-Σε απόλυτα μεγέθη η απώλεια θέσεων καταγεγραμμένης συνολικής απασχόλησης στις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις κατά το α’ εξάμηνο του 2016 ανέρχεται στις 4,200 (εκ των οποίων οι 2,500 ήταν μισθωτής απασχόλησης). Τις μεγαλύτερες απώλειες σημείωσαν οι επιχειρήσεις με 10-15 έτη λειτουργίας (9,3%).
-Οι μελλοντικές ροές απασχόλησης δεν προβλέπεται να ενισχυθούν, καθώς η προβολή στην αναλογία προσλήψεων-απολύσεων (3:10) για το επόμενο εξάμηνο είναι χειρότερη της αποτίμησης και επιδεινούμενη σε σχέση με τις αρχές του έτους. Από τα ευρήματα προκύπτει ότι οι προοπτικές μείωσης της ανεργίας είναι περιορισμένες. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ υπάρχει κίνδυνος απώλειας 22,500 επιπλέον θέσεων μισθωτής απασχόλησης, πέραν των όσων προκύψουν από τα πιθανά λουκέτα, στο επόμενο εξάμηνο. Συνολικά, αναμένεται να απολεσθούν 55,500 θέσεις απασχόλησης στις μικρές επιχειρήσεις,
-Ο ρυθμός αύξησης των ευέλικτων μορφών εργασίας βαίνει μειούμενος (το 33% δήλωσε ότι αναγκάστηκε να μειώσει περιστασιακά ώρες/ ημέρες εργασίας), ωστόσο αυτό σημαίνει ότι η αναδιάρθρωση της αγοράς εργασίας έχει οδηγήσει σε παγίωση των καθεστώτων ευέλικτης απασχόλησης.
-Η έρευνα κλίματος επιβεβαιώνει και τη δυσκολία που αντιμετωπίζουν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις στην έγκαιρη καταβολή των μισθών. 4 στις 10 επιχειρήσεις δηλώνουν ότι αντιμετωπίζουν προβλήματα έγκαιρης καταβολής μισθοδοσίας, ενώ το 28% των επιχειρήσεων δήλωσαν ότι έχουν μειώσει τις αποδοχές των υπαλλήλων στο προηγούμενο εξάμηνο. Επιπρόσθετα, το 28,1% των επιχειρήσεων δηλώνει ότι είναι πολύ πιθανό να μειώσει μισθούς ή ώρες εργασίας στο επόμενο εξάμηνο.
Αυξάνονται τα χρέη
Το υψηλότερο ποσοστό των επιχειρήσεων με καθυστερημένες οφειλές αφορά εκείνες με χρέη προς το κύριο ασφαλιστικό ταμείο των επαγγελματιών (ΟΑΕΕ, 28,3%). Αν υπολογίσουμε τον συνολικό αριθμό των φυσικών προσώπων οφειλετών (που ενδέχεται να βρίσκονται στην ίδια εταιρεία ΟΕ, ΕΕ), τότε 4 στους 10 «μικρούς επιχειρηματίες» του ΟΑΕΕ έχουν ληξιπρόθεσμες οφειλές στα ασφαλιστικά ταμεία. Αξίζει να σημειώσουμε ότι 15,9% έχει ταυτόχρονα οφειλές σε δημόσιο και ασφαλιστικά ταμεία.
Υψηλές παραμένουν οι ληξιπρόθεσμές οφειλές προς ΔΕΚΟ, καθώς πάνω από 1 στις 5 επιχειρήσεις δεν αποπληρώνει εγκαίρως. Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία πάνω από 500,000 ελ. επαγγελματίες και επιχειρήσεις όλων των κλάδων (επιστήμονες, βιοτέχνες, έμποροι, υπηρεσίες κα) έχουν χρέη προς τις εταιρείες παροχής ηλεκτρικού ρεύματος.
Την ιδια ώρα 1 στις 3 επιχειρήσεις οφείλει δάνεια στις τράπεζες. Στο σύνολο, ληξιπρόθεσμες οφειλές προς τις τράπεζες έχει το 11,6%, δηλαδή περίπου 70,000 μικρές επιχειρήσεις. Ιδιαίτερο πρόβλημα αντιμετωπίζουν οι πολύ μικρές επιχειρήσεις και οι αυτοαπασχολούμενοι, καθώς και ο τομέας του εμπορίου. Συνολικά οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, συμπεριλαμβανομένων επαγγελματιών, ατομικών και αγροτικών επιχειρήσεων οφείλουν 61,5 δις (επί συνόλου 200,1 δις δανείων).
Από τα στοιχεία προκύπτει επίσης ότι έχει διαμορφωθεί ένα περιβάλλον υψηλής έκθεσης των επιχειρήσεων σε πάσης φύσεως οφειλές. Πάνω από 3 στις 10 επιχειρήσεις αναμένεται να μην είναι σε θέση να ανταποκριθούν στις φορολογικές και ασφαλιστικές υποχρεώσεις για το 2016. Τούτο μεταφράζεται σε αύξηση των ληξιπρόθεσμων οφειλών των επιχειρήσεων της χώρας προς δημόσιο, τράπεζες και ιδιώτες, δημιουργώντας μια νέα φούσκα χρέους. Το απόθεμα ιδιωτικού χρέους που διευρύνεται, σε συνδυασμό με τα τρέχοντα υψηλά φορολογικά βάρη αυξάνουν τους κινδύνους για την ελληνική οικονομία. Εκτιμάται ότι τα συνολικά ληξιπρόθεσμα χρέη νοικοκυριών και επιχειρήσεων προς την εφορία και τα ασφαλιστικά ταμεία πλέον προσεγγίζουν τα 110 δις, υπερβαίνουν δηλαδή το μισό ΑΕΠ της χώρας.
Λαμβανομένων υπόψη των παραπάνω το ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ εκτιμά ότι θα πρέπει να κινητοποιηθούν θεσμικά και ποσοτικά εργαλεία ενίσχυσης των επενδύσεων, όπως ο Αναπτυξιακός Νόμος και οι Δημόσιες Συμβάσεις, να αξιοποιηθούν στο ακέραιο οι διαθέσιμοι ευρωπαϊκοί πόροι με προγράμματα προσαρμοσμένα στην ελληνική οικονομία, να διαμορφωθεί ένα πλαίσιο ενίσχυσης της κοινωνικής συνοχής (βελτιωμένα προγράμματα ενίσχυσης απασχόλησης και μικρής επιχειρηματικότητας, με αποκατάσταση των συλλογικών διαπραγματεύσεων, κάλυψη αδύναμων ομάδων έναντι των κινδύνων φτώχειας), να διευρυνθούν οι ποιοτικές οδοί για την αξιοποίηση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων που αναδείχτηκαν μέσα στην οικονομική συγκυρία (τουριστικό προϊόν, αγροτοδιατροφικό σύμπλεγμα, πράσινη ενέργεια). Ο αναπτυξιακός σχεδιασμός για την Ελλάδα του 2020 και η πολυθρύλητη παραγωγική ανασυγκρότηση δεν θα πρέπει να μετατραπεί σε προνομιακό πεδίο με αποκλειστικά ωφελούμενους ορισμένες ομάδες ειδικών συμφερόντων. Η απορρύθμιση των αγορών εργασίας, προϊόντος και υπηρεσιών δεν είναι αναγκαία, ούτε ικανή συνθήκη για τη βελτίωση των επενδυτικών επιδόσεων της χώρας, ούτε για την προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων
Παράλληλα, θα πρέπει να δοθούν οριστικές λύσεις για τις επιχειρήσεις που έχουν συσσωρεύσει σημαντικά χρέη, τόσο προς το δημόσιο όσο και προς τις τράπεζες. Η έκθεση των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων ως προς τα κόκκινα δάνεια προσεγγίζει πλέον το 45%. Μέχρι σήμερα, δεν έχει αποσαφηνιστεί το τοπίο σχετικά με το προφίλ και τις δυνατότητες των οφειλετών. Η εφαρμογή του Κώδικα Δεοντολογίας των τραπεζών για τα κόκκινα δάνεια πρέπει να έχει αντιστοίχιση με τα χρέη των ιδιωτών προς το δημόσιο και πρέπει να αποσκοπεί στην ελάφρυνση των αδύναμων και τον περιορισμό των κατ’ επάγγελμα κακοπληρωτών. Η ομηρία από τα χρέη πρέπει να δώσει τη θέση της σε μια δεύτερη ευκαιρία, με ουσιαστική στήριξη όσων επιθυμούν να επιχειρήσουν ξανά.