Η άμεση επιβολή ενεργειακού εμπάργκο στη Ρωσία θα είχε σοβαρές συνέπειες για τη βιομηχανική παραγωγή της Γερμανίας. Την εκτίμηση αυτή επανέλαβε την Κυριακή, σε τηλεοπτική συνέντευξή του, ο σοσιαλδημοκράτης καγκελάριος Όλαφ Σολτς, ο οποίος έκανε λόγο για επαπειλούμενη «οικονομική κρίση». Αλλά πόσο πιθανό είναι κάτι τέτοιο, αναρωτιέται η Deutsche Welle; Οι απόψεις διίστανται.
Ήδη στις αρχές Μαρτίου ομάδα εμπειρογνωμώνων της Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών Leopoldina είχε δημοσιεύσει μελέτη, σύμφωνα με την οποία ένα ενεργειακό εμπάργκο στη Ρωσία θα ήταν «διαχειρίσιμο» για τη γερμανική οικονομία. Ο οικονομολόγος Ρίντιγκερ Μπάχμαν από το πανεπιστήμιο Νοτρ Νταμ στις ΗΠΑ επιχείρησε να υπολογίσει τις οικονομικές απώλειες του εμπάργκο με βάση ένα οικονομετρικό μοντέλο για 40 χώρες και δήλωσε στην εφημερίδα Tagesspiegel ότι ένα ενεργειακό εμπάργκο θα ήταν «εφικτό». Σύμφωνα με την αποτίμησή του θα προκαλούσε συρρίκνωση του ΑΕΠ έως και 3%, ενώ για παράδειγμα το 2020 οι οικονομικές συνέπειες της πανδημίας είχαν προκαλέσει μείωση κατά 5%.
Ωστόσο, τα συνδικάτα της χημικής βιομηχανίας εκφράζουν φόβους για μαζική απώλεια θέσεων εργασίας. Στο ίδιο μήκος κύματος ο κλάδος της χαλυβουργίας επισημαίνει ότι «αυτή τη στιγμή θα έπρεπε να διακόψουμε την παραγωγή, εάν εκλείψει το ρωσικό φυσικό αέριο». Αλλά και οι εργοδότες της μεταλλουργίας και της ηλεκτρικής βιομηχανίας προειδοποιούν για άμεσες συνέπειες.
Θεμελιώδης κίνδυνος για τη βιομηχανική παραγωγή;
Από την πλευρά του ο οικονομολόγος Ρίντιγκερ Μπάχμαν λέει ότι είναι αντιμετωπίσιμες οι συνέπειες για τη χημική βιομηχανία, καθώς πολλά από τα παραγόμενα προϊόντα μπορούν να «υποκατασταθούν». «Πρόκειται για κοντόφθαλμο υπολογισμό», αντιτείνει ο Μίχαελ Χίτερ, πρόεδρος του Ινστιτούτου της Γερμανικής Οικονομίας στο Βερολίνο, λέγοντας ότι «αν βάζαμε λουκέτο στη χημική βιομηχανία για ενάμιση χρόνο, όπως θα συνέβαινε σε περίπτωση εμπάργκο στο φυσικό αέριο, αυτό θα ήταν το τέλος για την παραγωγή πρώτων υλών στη Γερμανία». Επιπλέον, ο Μίχαελ Χίτερ απορρίπτει τη σύγκριση με την περίοδο της πανδημίας, επισημαίνοντας ότι «σε εκείνη την περίοδο οι συνέπειες αφορούσαν συγκεκριμένους κλάδους της κατανάλωσης, όπως η εστίαση, η φιλοξενία και η διοργάνωση εκδηλώσεων, ενώ αυτή τη φορά μιλάμε για περισσότερους κλάδους, οι οποίοι μάλιστα είναι πολύ πιο διασυνδεδεμένοι μεταξύ τους, λόγω του τρόπου με τον οποίο έχει οργανωθεί η διαδικασία παραγωγής».
Την πρόβλεψη ότι ένα εμπάργκο στο ρωσικό φυσικό αέριο μπορεί να αντιμετωπιστεί εκφράζει ο Μόριτς Σχούλαρικ, καθηγητής Οικονομικών στο πανεπιστήμιο της Βόννης. Όπως εξηγεί στην εφημερίδα Freitag «η Γερμανία καλύπτει σήμερα από τη ρωσική αγορά το 50% των αναγκών της σε φυσικό αέριο μέσω αγωγών, οι οποίοι δεν υποκαθίστανται εύκολα, ενώ ποσοστό 5% αυτής της ποσότητας διοχετεύεται στη χημική βιομηχανία για την παραγωγή πρώτων υλών και επίσης δεν υποκαθίσταται». Από την άλλη πλευρά, τονίζει ο Σχούλαρικ, υπάρχουν συγκεκριμένα μέτρα, όπως η οικιακή θέρμανση σε ελαφρώς χαμηλότερες θερμοκρασίες και η βελτίωση της ενεργειακής αποδοτικότητας των κτιρίων, τα οποία μπορούν να συμβάλουν στην περαιτέρω εξοικονόμηση ενέργειας. Σύμφωνα με τον σύνδεσμο παρόχων της ενεργειακής βιομηχανίας (BDEW) οι ιδιωτικές κατοικίες έχουν ένα περιθώριο για εξοικονόμηση ενέργειας κατά 15%, ενώ στη βιομηχανία το περιθώριο μειώνεται στο 8%.
Τα... παράπονα των οικονομολόγων προς τους πολιτικούς
Μιλώντας στην οικονομική επιθεώρηση Handelsblatt ο Σχούλαρικ επικρίνει τις αντιδράσεις ορισμένων πολιτικών. Όπως υποστηρίζει «εδώ και δεκαετίες οι οικονομολόγοι συμβουλεύουν τους πολιτικούς με βάση τα γεγονότα, αλλά εκείνοι συχνά αποφασίζουν με βάση το θυμικό». Στο συγκεκριμένο ζήτημα, λέει ο καθηγητής Οικονομικών στο πανεπιστήμιο της Βόννης, οι πολιτικοί ρωτούν τους ίδιους που τα προηγούμενα δέκα χρόνια διαβεβαίωναν ότι «δεν τίθεται ζήτημα ενεργειακής εξάρτησης από τη Ρωσία», οι οποίοι τώρα ισχυρίζονται πως «δεν μπορούμε να τερματίσουμε εν μία νυκτί τις προμήθειες ρωσικού αερίου».
Σε κάθε περίπτωση η Γερμανία προσαρμόζει τον μακροχρόνιο σχεδιασμό της στη λογική της απεξάρτησης από τη ρωσική αγορά. Σύμφωνα με το υπουργείο Οικονομίας μέχρι το καλοκαίρι οι εισαγωγές πετρελαίου από τη Ρωσία θα έχουν μειωθεί κατά 50%, ενώ το αργότερο στις αρχές του φθινοπώρου θα τερματιστούν και οι εισαγωγές λιγνίτη. Ήδη σήμερα το ποσοστό του ρωσικού φυσικού αερίου στις συνολικές εισαγωγές έχει μειωθεί από το 55% στο 40%. Μέχρι τα τέλη του 2024 θα μπορούσε να επιτευχθεί η πλήρης απεξάρτηση, με προϋπόθεση την περαιτέρω διάδοση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και τον περιορισμό της κατανάλωσης.