Η σύμπτωση της ανακοίνωσης των αποτελεσμάτων του εμπορικού ελλείμματος της ελληνικής οικονομίας από την ΕΛΣΤΑΤ, με τις ανακοινώσεις της Τράπεζας της Ελλάδος για την κατάσταση της εγχώριας οικονομίας, ανέδειξαν μια αντίφαση μεταξύ της «πραγματικότητας» και των εκτιμήσεων της ΤτΕ.
Οι ανακοινώσεις της ΕΛΣΤΑΤ επιβεβαιώνουν ότι το πρώτο δίμηνο του έτους, ήτοι Ιανουάριο και Φεβρουάριο, το εμπορικό έλλειμμα εκτινάχθηκε πάνω από τα 6 δισ. ευρώ, σημειώνοντας μία αύξηση της τάξης του 131,5% (!) σε ετήσια βάση.
Δύο είναι τα στοιχεία που αναγκαστικά πρέπει να επισημάνει εδώ κανείς, πέρα από την εκρηκτική αύξηση του ελλείμματος:
Η αύξηση αυτή έχει σημειωθεί πριν από την έκρηξη του πολέμου στην Ουκρανία και δεν εμπεριέχει τις συνέπειες που έχουν αλλάξει άρδην την κατάσταση στο διεθνές εμπόριο και στην ταχύτητα εξέλιξης του πληθωρισμού.
Η αύξηση αυτή περιλαμβάνει τις εξελίξεις σε ένα δωδεκάμηνο, στο οποίο η οικονομία αρχικά εμφανίσθηκε να σημειώνει μια απότομη ανάκαμψη λόγω εμβολιασμών, αλλά ταυτόχρονα – από το τρίτο τρίμηνο – εμφανίσθηκε το πρώτο κύμα πληθωριστικών πιέσεων με την απότομη αύξηση των τιμών ενέργειας μετά το καλοκαίρι του 2021.
Με άλλα λόγια, χωρίς να συμπεριλαμβάνονται οι συνέπειες του πολέμου στη διεθνή οικονομία, το εμπορικό έλλειμμα καταγράφει τις επιπτώσεις της απότομης ανάκαμψης της οικονομίας μαζί με το συνοδευτικό κύμα των πληθωριστικών πιέσεων.
Το αποτέλεσμα αυτής της χρονικής περιόδου αποτυπώνει, όπως ήταν αναμενόμενο, λόγω της δομής της εγχώριας οικονομίας – χαμηλή βιομηχανική παραγωγική βάση – μία κατακόρυφη αύξηση των εισαγωγών κατά 63,3%...
Το ενδιαφέρον εδώ είναι ότι αν και η άνοδος των τιμών στην ενέργεια αποτελεί γεγονός κατά βάση στο Β' εξάμηνο του 2021, οι εισαγωγές χωρίς πετρελαιοειδή σημειώνουν αύξηση 41,9% (!). Με άλλα λόγια, επηρεάσθηκε το εύρος του ελλείμματος και των εισαγωγών από τα πετρελαιοειδή αλλά δεν καθορίστηκε από αυτά, αντίθετα διαμορφώθηκε από το σύνολο των εισαγωγών.
Με απλά λόγια, χωρίς τον πόλεμο στην Ουκρανία, λόγω των ήδη εκρηκτικά αυξημένων εισαγωγών ο πληθωρισμός είχε εκτιναχθεί με μεγάλη ταχύτητα στις λιανικές τιμές.
Μία σύγκριση με τις άλλες χώρες της Ευρώπης αποδεικνύει ότι η ταχύτητα αύξησης του πληθωρισμού στην Ελλάδα – όπως είχε επισημανθεί από το καλοκαίρι του 2021 στα ρεπορτάζ του insider.gr – ήταν η υψηλότερη στην Ευρωζώνη...
Αυτό φάνηκε τόσο στο 7,2% του πληθωρισμού τον Φεβρουάριο όσο και στο 8% τον Μάρτιο, αποτυπώνοντας τον υψηλό βαθμό ευπάθειας ακριβώς λόγω των εισαγωγών και κατά συνέπεια του εισαγόμενου πληθωρισμού.
Προσθέτοντας κατά συνέπεια σ' αυτό το ήδη διαμορφωμένο περιβάλλον, τις συνέπειες του πολέμου στην Ουκρανία που τώρα έχουν αρχίσει να ξεδιπλώνονται σαν αποτέλεσμα των κυρώσεων στη Ρωσία, καθίσταται δύσκολο να αντιληφθεί κανείς το περιεχόμενο της «ευχής» του κ. Στουρνάρα σήμερα, σύμφωνα με την οποία το σημαντικότερο πρόβλημα είναι το «πώς θα αποτραπεί η μετατροπή ενός συγκυριακού πληθωρισμού σε δομικό, χωρίς όμως να υπονομευθεί η προϊούσα οικονομική ανάκαμψη...», όταν το 2021 από μόνο του αποδεικνύει ότι στο μέχρι και τον Φεβρουάριο πληθωρισμό δεν υπάρχει τίποτα το συγκυριακό.
Όσο δε για την «προϊούσα ανάκαμψη», την οποία τοποθετεί στο επίπεδο του του 3,8% στο βασικό σενάριο, είναι δύσκολο επίσης να αντιληφθεί κανείς το πως αυτό μπορεί να επιτευχθεί όταν και ο ίδιος γνωρίζει ότι η ισχυροποίηση των πληθωριστικών πιέσεων μετά τις 24/2 οδηγεί σε αύξηση των επιτοκίων από την ΕΚΤ μέσα στο Β εξάμηνο του 2022.
Ίσως γι' αυτό κάποια στελέχη της ΤτΕ τοποθετούν το «αρνητικό σενάριο» που προβλέπει ανάπτυξη κατά 2,8% και πληθωρισμό 7%, σε μία θέση υποψηφίου να αντικαταστήσει το βασικό σενάριο (3,8% ανάπτυξη, 5,2% πληθωρισμό) το αργότερο μέσα στον Ιούνιο...
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις αυτές, ο κίνδυνος στα μέσα του χρόνου είναι μία περαιτέρω επιδείνωση των στόχων του σεναρίου αυτού πριν από το τέλος του 2022. Προς το παρόν όμως κανείς δεν βιάζεται να προδικάσει τις μεταβολές αυτές, αφού όλοι περιμένουν τις αποφάσεις της ΕΚΤ στα μέσα του Μάη. Μέχρι τότε βέβαια ο πληθωρισμός θα συνεχίσει να ανεβαίνει και πιθανώς να αγγίξει το 10% στα τέλη του Μάη με πιο αργή όμως επιβράδυνση του ρυθμού ανάπτυξης.