Καλά νέα, με δεδομένο πως το ελληνικό χρέος είναι το υψηλότερο ως αναλογία του ΑΕΠ ανά την ΕΕ, κομίζει το ετήσιο πόρισμα της Κομισιόν για το δημόσιο χρέος. Η νέα έκθεση Fiscal Sustainability Report καταγράφει ως «μέτριους» τους μακροπρόθεσμους κινδύνους βιωσιμότητας της Ελλάδας, κατατάσσοντάς τους στη «μεσαία» ομάδα κρατών, όταν 9 χώρες (ανάμεσα στις οποίες και το Βέλγιο, η Ιταλία και η Ισπανία) χαρακτηρίζονται ως «υψηλού ρίσκου».
Το ασφαλιστικό σύστημα ανάγεται ως ένα από τα στοιχεία που βελτιώνει τη θέση της Ελλάδας μακροπρόθεσμα και ο σχετικός δείκτης (S2) μέτρησης της βιωσιμότητας του χρέους στο μέλλον (που γίνεται προσμετρώντας και τις εν λόγω δαπάνες). Και τούτο καθώς η Ελλάδα εκτιμάται πως θα είναι το κράτος με την πιο μεγάλη μείωση δαπάνης, που σχετίζεται με τη γήρανση του πληθυσμού ανά την ΕΕ (κατά 3,7% του ΑΕΠ έως το 2070 και μία από τις 8 χώρες που καταγράφουν μείωση δαπάνης ως αναλογία του ΑΕΠ).
Η Ελλάδα παραμένει ένα κράτος υψηλού ρίσκου σε μεσοπρόθεσμο και σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα. Με την επισήμανση όμως πως υπάρχουν ευνοϊκές συνθήκες δανεισμού για μία σειρά από παράγοντες που αναλύονται σε ειδικό κεφάλαιο.
Η έκθεση Fiscal Sustainability Report που δημοσιοποιήθηκε χθες, την ίδια ημέρα που προαναγγέλθηκε η νέα έξοδος της χώρας στις αγορές με επανέκδοση 7ετούς ομολόγου -μία κίνηση γίνεται στον απόηχο της αναβάθμισης του αξιόχρεου της χώρας από την Standard & Poor's αλλά και των θετικών εξελίξεων από το μέτωπο του ελλείμματος που έκλεισε τελικά το 2021 σε πολύ πιο χαμηλά από τα αναμενόμενα επίπεδα- έχει και μία άλλη σημασία. Η Ελλάδα περιλαμβάνεται και πάλι, μετά από πολλά χρόνια, στην ετήσια αυτή έκθεση που παρακολουθεί όλα τα κράτη της ΕΕ, αφού από την είσοδό της στα «μνημόνια», η ανάλυση βιωσιμότητας γινόταν ξεχωριστά. Η Επιτροπή αναφέρει ειδικά για το θέμα αυτό πως θεωρείται σημαντικό ότι «σε αντίθεση με προηγούμενες εκδόσεις, τα αποτελέσματα για την Ελλάδα που περιλαμβάνονται στην έκθεση βασίζονται στην ίδια οριζόντια προσέγγιση που χρησιμοποιήθηκε για άλλες χώρες».
Βεβαίως, στην ανάλυση Fiscal Sustainability Report (που παίρνει μήνες να ολοκληρωθεί) γίνεται σαφές πως έχει φτιαχτεί με δεδομένα 2021. Δηλαδή περιλαμβάνει τους τριγμούς της πανδημίας, αλλά όχι τη νέα κρίση. Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία πλέον «αυξάνει τους κινδύνους γύρω από τις οικονομικές προοπτικές» αναφέρει, εξηγώντας πως η ανάκαμψη πλέον εξαρτάται όχι μόνο από την COVID-19 αλλά «κυρίως από τη γεωπολιτική κατάσταση» και περιγράφεται η υψηλή αβεβαιότητα και οι οικονομικοί κίνδυνοι που δεν έχουν προσμετρηθεί.
Το κεφάλαιο για την Ελλάδα
Στο ειδικό κεφάλαιο για την Ελλάδα αναφέρεται πως οι βραχυπρόθεσμοι κίνδυνοι είναι υψηλοί (σ.σ. στην ίδια κατηγορία είναι και η Κύπρος). «Συνολικά, εντοπίζονται βραχυπρόθεσμες ευπάθειες στην Ελλάδα», ενώ οι ανάγκες χρηματοδότησης παραμένουν σημαντικές βραχυπρόθεσμα. Στα αρνητικά περιλαμβάνεται και το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, αλλά και η αρνητική καθαρή διεθνής επενδυτική θέση. «Ωστόσο, οι συνθήκες κρατικής χρηματοδότησης αναμένεται να παραμείνουν ευνοϊκές, υποστηριζόμενες κυρίως από τις παρεμβάσεις του Ευρωσυστήματος, ενώ μεγάλο μέρος του χρέους το κατέχει ο επίσημος τομέας», επισημαίνεται. «Οι αντιλήψεις των χρηματοπιστωτικών αγορών για τον δημόσιο κίνδυνο βελτιώνονται, αλλά παραμένουν ακριβώς κάτω από την επενδυτική βαθμίδα», αναφέρεται.
Οι μεσοπρόθεσμοι επίσης οι κίνδυνοι χαρακτηρίζονται υψηλοί (σ.σ. συνολικά σε αυτή την κατηγορία είναι 10 κράτη μαζί με το Βέλγιο, την Ισπανία, τη Γαλλία, την Κροατία, την Ιταλία, τη Μάλτα, την Πορτογαλία, τη Σλοβενία και τη Σλοβακία). Βασικό κριτήριο για την Ελλάδα είναι το δημόσιο χρέος, που προβλέπεται να μειωθεί σημαντικά, παραμένοντας ωστόσο «σχετικά υψηλό στο 155% του ΑΕΠ το 2032 στο βασικό σενάριο».
Μεσαίοι χαρακτηρίζονται οι μακροπρόθεσμοι κίνδυνοι. Υψηλού κινδύνου είναι σε αυτή την κατηγορία τα εξής κράτη: Βέλγιο, Τσεχία, Λουξεμβούργο, Ουγγαρία, Μάλτα, Σλοβενία, Σλοβακία, Ισπανία και Ιταλία. Στη «μεσαία» κατηγορία με την Ελλάδα είναι η Βουλγαρία, η Γερμανία, η Ιρλανδία, η Ολλανδία, η Αυστρία, η Πολωνία, η Ρουμανία, η Φινλανδία, η Γαλλία, η Κροατία, η Κύπρος και η Πορτογαλία.
Πρωτογενές 1,9% του ΑΕΠ
Ενδιαφέρον έχουν και οι προβλέψεις του «βασικού» σεναρίου. Εκτιμάται μέσο πρωτογενές πλεόνασμα στο 1,9% του ΑΕΠ μεταξύ των ετών 2024 και 2032. Μία τιμή που «φαίνεται εύλογη», κατά την άποψη της Επιτροπής. Για το άμεσο μέλλον, πάντως, υπολογίζει υψηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα.
Ως εκτίμηση για το 2021 παραμένει το 7,3% του ΑΕΠ (σ.σ. η πρόβλεψη θα αλλάξει σε 5% του ΑΕΠ με βάση τα νέα, καλύτερα, στοιχεία) και για το 2022 υπολογίζει πρωτογενές έλλειμμα 1,4% του ΑΕΠ. Για το 2023 εκτιμά πρωτογενές πλεόνασμα στο 1,3% του ΑΕΠ, για το 2024 πρωτογενές πλεόνασμα στο 2,5% του ΑΕΠ, για το 2025 στο 2,8%, για το 2026 στο 2,7% και εν συνεχεία πρωτογενή πλεονάσματα στο 1,5% με 1,6% του ΑΕΠ.
Σημειώνεται πως η ελληνική κυβέρνηση εκτιμά πως θα καταφέρει λόγω ισχυρής ανάπτυξης αλλά και με τη βοήθεια του πληθωρισμού (που αυξάνει το ονομαστικό ΑΕΠ) τη μείωση του χρέους κάτω από το 150% του ΑΕΠ έως το 2026 (σ.σ. στο υπό κατάθεση Πρόγραμμα Σταθερότητας), τη στιγμή που στην εν λόγω έκθεση η πρόβλεψη είναι στο 179,9% του ΑΕΠ στο βασικό σενάριο για το ίδιο έτος. Επίσης, αναμένεται να επαναπροσδιορίσει το πρωτογενές έλλειμμα για το 2022 (σ.σ. λόγω της νέας κρίσης και της ανάγκης για μέτρα στήριξης) στο 2% του ΑΕΠ. Η ανάλυση βιωσιμότητας χρέους περιλαμβάνει και εναλλακτικά σενάρια, σύμφωνα με τα οποία το χρέος θα έχει βραδύτερη ή ταχύτερη μείωση.