Με θετικά σχόλια και καλά νέα για την Ελλάδα συνοδεύεται το πακέτο εγγράφων του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα από την Κομισιόν. Στην 14η έκθεση αξιολόγησης της Ελλάδας σε καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας γίνεται ξεκάθαρο ότι υπάρχει επαρκής πρόοδος, η οποία οδηγεί στην εκταμίευση του επόμενου πακέτου παρεμβάσεων στο χρέος (σ.σ. τον Ιούνιο), αλλά και ότι πλέον μπορεί να ανοίξει ο δρόμος ολοκλήρωσης στις 20 Αυγούστου του εν λόγω πλαισίου που ξεκίνησε το 2018.
Το πόρισμα καταγράφει την μεγάλη πρόοδο αλλά και ορίζει τα τελευταία πεδία: «στις πολιτικές του χρηματοπιστωτικού τομέα, στην πρωτοβάθμια περίθαλψη, το κτηματολόγιο, την κωδικοποίηση της εργατικής νομοθεσίας και την επίτευξη των συμφωνηθέντων στόχων για την εκκαθάριση των ληξιπρόθεσμων οφειλών».
Σε ξεχωριστό κείμενο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανακοινώνει την πρόταση της για παράταση της ρήτρας γενικής διαφυγής και για το 2023 λόγω της νέας κρίσης. Ωστόσο, κάνει σαφές σε ανακοίνωσή της πως θα υπάρχουν δύο «ταχύτητες» ανά την ΕΕ στον τρόπο με τον οποίο θα μπορούν τα κράτη-μέλη να ασκούν τη δημοσιονομική τους πολιτική τους επόμενους μήνες: Οι χώρες με υψηλό χρέος θα πρέπει παράλληλα με τα στοχευμένα μέτρα στήριξης να φροντίζουν και την επιστροφή σε πλεονάσματα με στόχο τη μείωση του χρέους...
Σε ξεχωριστά πορίσματα, που ανακοινώθηκαν σήμερα, απευθύνονται συστάσεις για το πώς θα πρέπει να διαμορφωθεί η σύνδεση των πολιτικών παρεμβάσεων με το νέο εργαλείο REPowerEU και δίνονται αναλυτικές δημοσιονομικές συστάσεις ανά κράτος. Σε ειδική μελέτη υπολογίζεται στην Ελλάδα (αλλά και στην Ιταλία και στην Κύπρο) η πορεία των υπερβολικών μακροοικονομικών ανισορροπιών, ενώ διατυπώνονται και συστάσεις στο πεδίο της απασχόλησης.
Ενισχυμένη εποπτεία – εύσημα
Η 14η έκθεση για την Ενισχυμένη Εποπτεία καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η Ελλάδα έχει λάβει τα απαραίτητα μέτρα για να επιτύχει τις συμφωνημένες δεσμεύσεις, «παρά τις δύσκολες συνθήκες που προκλήθηκαν από τις οικονομικές επιπτώσεις των νέων κυμάτων της πανδημίας καθώς και της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία». Οι αρχές έχουν ολοκληρώσει μια σειρά από συγκεκριμένες δεσμεύσεις στους τομείς της διαχείρισης των δημόσιων οικονομικών, της φορολογίας ακινήτων, των επιδομάτων αναπηρίας, των περιβαλλοντικών επιθεωρήσεων και της δικαιοσύνης και συμφώνησαν για τη χρονική επέκταση του ΤΧΣ.
«Τα θεσμικά όργανα της ΕΕ χαιρετίζουν τη στενή και εποικοδομητική δέσμευση σε όλους τους τομείς και ενθαρρύνουν τις αρχές να διατηρήσουν τη δυναμική και, όπου χρειάζεται, να ενισχύσουν τις προσπάθειες, ιδίως όσον αφορά τις μεταρρυθμίσεις στον τομέα των πολιτικών του χρηματοπιστωτικού τομέα, της πρωτοβάθμιας περίθαλψης, του κτηματολογίου, της κωδικοποίησης της εργατικής νομοθεσίας και της επίτευξης των συμφωνηθέντων στόχων για την εκκαθάριση των ληξιπρόθεσμων οφειλών».
«Η έκθεση θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως βάση για το Eurogroup (Ιουνίου) ώστε να αποφασίσει σχετικά με την αποδέσμευση του επόμενου πακέτου παρεμβάσεων στο χρέος», αναφέρεται. Το πιο σημαντικό είναι πως για πρώτη φορά επισημαίνεται πως «η επιτυχής υλοποίηση του μεγαλύτερου μέρους των δεσμεύσεων πολιτικής και η αποτελεσματική εφαρμογή μεταρρυθμίσεων βελτίωσαν την ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονομίας και ενίσχυσαν τη χρηματοπιστωτική της σταθερότητα. Η Κομισιόν εκτιμά ότι πλέον έχει συρρικνωθεί δραστικά ο κίνδυνος «μετάδοσης» μιας ελληνικής κρίσης σε γειτονικές χώρες και κατά συνέπεια αίρεται πλέον ο λόγος για τον οποίο η χώρα μπήκε εξαρχής σε Ενισχυμένη Εποπτεία το 2018. Παράλληλα, αναφέρεται πως «οι (ελληνικές) αρχές παραμένουν προσηλωμένες στην εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων και στην ολοκλήρωση των εκκρεμών πεδίων» και «βάσει αυτών των εκτιμήσεων, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν μπορεί να παρατείνει την ενισχυμένη επιτήρηση μετά τη λήξη της στις 20 Αυγούστου 2022».
Το κείμενο – η επόμενη ημέρα
Αναλυτικά, η έκθεση προτείνει στο Eurogroup την έγκριση του πακέτου «δόσεων» 748 εκατ. ευρώ τον Ιούνιο και ένα ακόμη πακέτο στα τέλη του 2022. Καθορίζει τις δεσμεύσεις που θα ακολουθούν τη χώρα και μετά την έξοδο, με ορόσημο υλοποίησης τον Οκτώβριο, οι οποίες θα «αποτελέσουν τη βάση για να αποφασίσει το Eurogroup για την αποδέσμευση αυτής της τελικής δόσης».
Εξηγεί πως οι ελληνικές αρχές «έχουν εκπληρώσει την πλειονότητα των δεσμεύσεών τους» αλλά «ορισμένα στοιχεία απομένουν» και ο κατάλογος των δεσμεύσεων θα χρησιμεύσει ως βάση για την τελική εκταμίευση.
Εάν δεν παραταθεί η ενισχυμένη εποπτεία, η παρακολούθηση της οικονομικής, δημοσιονομικής και χρηματοπιστωτικής κατάστασης της Ελλάδας θα συνεχιστεί στο πλαίσιο τόσο της καθιερωμένης μεταπρογραμματικής εποπτείας όσο και στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου. Θα συνεχίσουν επίσης να ακολουθούνται σημαντικές μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις, στο πλαίσιο της υλοποίησης του σχεδίου ανάκαμψης και ανθεκτικότητας της Ελλάδας. Η 1η Έκθεση της μεταπρογραμματικής παρακολούθησης ορίσθηκε για τον Νοέμβριο του 2022.
Οι κίνδυνοι και το καλό νέο των εταιρικών κερδών
Στην ίδια έκθεση σημειώνεται ότι στο δημοσιονομικό πεδίο «παρά το καλύτερο από το αναμενόμενο αποτέλεσμα του 2021, οι δημοσιονομικοί κίνδυνοι παραμένουν σημαντικοί. Η αβεβαιότητα γύρω από την αγορά ενέργειας αποτελεί τον μεγαλύτερο κίνδυνο για τις προβλέψεις, διότι μπορεί να αυξήσει το κόστος των ενεργειακών επιδοτήσεων και να δημιουργήσει πιέσεις για πρόσθετα μέτρα στήριξης».
Σε ό,τι αφορά την πανδημία, ενώ ο βραχυπρόθεσμος κίνδυνος περαιτέρω παράτασης των υφιστάμενων έκτακτων μέτρων εξασθενεί, ο κίνδυνος κατάπτωσης εγγυήσεων για μέτρα στήριξης παραμένει. Επίσης κινδύνους βλέπει στο φορέα ακινήτων, που ενδέχεται να έχει επιπτώσεις στο έλλειμμα και στην αύξηση του χρέους ανάλογα με την τελική στατιστική του ταξινόμηση. Πρόσθετοι κίνδυνοι προκύπτουν από τις εκκρεμείς δικαστικές υποθέσεις, με κυριότερο το θέμα της ΕΤΑΔ. Από την άλλη, βλέπει και προοπτική για καλύτερα αποτελέσματα, καθώς η κερδοφορία των επιχειρήσεων μπορεί να συνεχίσει να ξεπερνά τις προσδοκίες, όπως συνέβη για το δημοσιονομικό αποτέλεσμα του 2021.
Η ανάλυση βιωσιμότητας χρέους είναι επίσης θετική με βελτίωση σε όλα τα σενάρια, η οποία αντικατοπτρίζει το χαμηλότερο σημείο εκκίνησης, τις υψηλότερες προσδοκίες για τον πληθωρισμό (που αυξάνει το ονομαστικό ΑΕΠ και άρα το δείκτη χρέους) και τη δημοσιονομική πολιτική. Από την άλλη πλευρά υπάρχει σημαντική αβεβαιότητα που συνδέεται κυρίως με το πληθωριστικό σοκ.
Η παράταση της ρήτρας διαφυγής
Στις συστάσεις της Επιτροπής για τις δημοσιονομικές πολιτικές αναφέρεται πως αυτές «θα πρέπει να συνεχίσουν να διαφοροποιούνται κατάλληλα μεταξύ των κρατών μελών». Δηλαδή, «τα κράτη μέλη με υψηλό χρέος θα πρέπει να διασφαλίσουν μια συνετή δημοσιονομική πολιτική το 2023, ιδίως περιορίζοντας την αύξηση των τρεχουσών δαπανών κάτω από τη μεσοπρόθεσμη δυνητική ανάπτυξη, λαμβάνοντας υπόψη τη συνεχιζόμενη αλλά προσωρινή και στοχευμένη στήριξη στα νοικοκυριά και στις επιχειρήσεις που είναι πιο ευάλωτες από τις αυξήσεις των τιμών της ενέργειας και στους ανθρώπους που εγκαταλείπουν την Ουκρανία».
Για την περίοδο μετά το 2023, αυτές οι χώρες υψηλού χρέους θα πρέπει να ακολουθήσουν μια δημοσιονομική πολιτική με στόχο την επίτευξη συνετών μεσοπρόθεσμων δημοσιονομικών θέσεων και τη διασφάλιση της αξιόπιστης και σταδιακής μείωσης του χρέους και δημοσιονομικής βιωσιμότητας μεσοπρόθεσμα μέσω σταδιακής εξυγίανσης, επενδύσεων και μεταρρυθμίσεων.
Αντιθέτως, για τα κράτη με χαμηλό χρέος αναφέρεται μόνο πως θα πρέπει να διασφαλίσουν ότι οι τρέχουσες δαπάνες τους ευθυγραμμίζονται με μια συνολική ουδέτερη στάση πολιτικής το 2023, λαμβάνοντας υπόψη τη συνεχιζόμενη προσωρινή και στοχευμένη υποστήριξη στα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις που είναι πιο ευάλωτα στις αυξήσεις των τιμών της ενέργειας και στους ανθρώπους που εγκαταλείπουν την Ουκρανία. Για την περίοδο μετά το 2023, τα εν λόγω κράτη μέλη θα πρέπει να ακολουθήσουν μια δημοσιονομική πολιτική με στόχο την επίτευξη συνετών μεσοπρόθεσμων δημοσιονομικών θέσεων.
Ειδικά για το καθεστώς της γενικής ρήτρας διαφυγής, τονίζεται πως η αυξημένη αβεβαιότητα και οι ισχυροί κίνδυνοι για τις οικονομικές προοπτικές λόγω του πολέμου και «οι άνευ προηγουμένου αυξήσεις των τιμών της ενέργειας και οι συνεχείς διαταραχές της αλυσίδας εφοδιασμού» δικαιολογούν την παράταση και το 2023. Τούτο «θα παράσχει το χώρο στις εθνικές δημοσιονομικές πολιτικές να αντιδράσουν έγκαιρα όταν χρειάζεται, διασφαλίζοντας παράλληλα την ομαλή μετάβαση από την ευρεία στήριξη στην οικονομία κατά τη διάρκεια της πανδημίας προς μια αυξανόμενη εστίαση σε προσωρινά και στοχευμένα μέτρα και δημοσιονομική σύνεση που απαιτείται για τη διασφάλιση της μεσοπρόθεσμης δημοσιονομικής βιωσιμότητας». Επιτρέπει μια προσωρινή απόκλιση από τις συνήθεις δημοσιονομικές απαιτήσεις, υπό την προϋπόθεση ότι αυτό δεν θέτει σε κίνδυνο τη δημοσιονομική βιωσιμότητα μεσοπρόθεσμα, αναφέρεται.
Το φθινόπωρο του 2022, η Επιτροπή θα επανεξετάσει την κατάσταση. Μετά το καλοκαίρι θα ανακοινώσει τις προτάσεις για τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες.
Οι υπερβολικές ανισορροπίες
Σε ξεχωριστό κείμενο για την Ελλάδα και για τις υπερβολικές μακροοικονομικές ανισορροπίες σημειώνεται πως τα τρωτά σημεία σχετίζονται με το υψηλό δημόσιο χρέος, την ελλιπή εξωτερική εξισορρόπηση και τα υψηλά μη εξυπηρετούμενα δάνεια σε ένα πλαίσιο χαμηλής δυνητικής ανάπτυξης και υψηλής ανεργίας.
Ο λόγος του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ μειώνεται, αλλά το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών εξακολουθεί να αντανακλά την ατελή ανάκαμψη από την απότομη πτώση του τουρισμού το 2020 και αναμένεται να παραμείνει σαφώς αρνητικό φέτος και το επόμενο έτος. Η καθαρή διεθνής επενδυτική θέση παραμένει επίσης σε μεγάλο βαθμό αρνητική, αντανακλώντας σε σημαντικό βαθμό το δημόσιο χρέος, αλλά μπορεί να βελτιωθεί χάρη στην οικονομική ανάπτυξη και τις εισροές σημαντικών κεφαλαίων του RRF. Παρά τη σημαντική πρόοδο, το μερίδιο των μη εξυπηρετούμενων δανείων παραμένει υψηλό και παρεμποδίζει την ικανότητα των τραπεζών να παρέχουν πιστώσεις. Η επιτυχής εφαρμογή του RRP συνιστά μια σημαντική ευκαιρία για την αντιμετώπιση των τρωτών σημείων και την ενίσχυση της δυνητικής ανάπτυξης της οικονομίας, τονίζεται.