Nα μην επιδιώξει να αυξήσει «υπερβολικά» τα επιτόκια της όσο η οικονομία της Ευρωζώνης εμφανίζει σημάδια ευθραυστότητας, συμβούλεψε την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, το μέλος της εκτελεστικής της επιτροπής, Φάμπιο Πανέτα.
«Εάν έχουμε μια κατάσταση όπου υπάρχουν κραδασμοί που πιέζουν τις οικονομικές προοπτικές, η αβεβαιότητα είναι υψηλή και η παραγωγή εξακολουθεί να είναι κάτω από το επίπεδο των δυνατοτήτων της, η εδραίωση της πορείας του πληθωρισμού στο 2% θα απαιτούσε σταδιακή απόσυρση των διευκολύνσεων, έτσι ώστε η ενίσχυση να μειωθεί με την πάροδο του χρόνου και δεν θα εκμηδενιστεί ξαφνικά», τόνισε ο Πανέτα σε ομιλία του στη Φρανκφούρτη, σύμφωνα με το Bloomberg.
Οι δηλώσεις του αντιπροσωπεύουν ένα ρεύμα αντιπολίτευσης εντός της ΕΚΤ, μάλιστα από έναν από τους πιο εξέχοντες διαμορφωτές της πολιτικής της, μετά από μια σειρά «γερακίσιων» σχολίων που επιδιώκουν να οδηγήσουν σε πιο επιθετική σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής.
Ενώ οι αξιωματούχοι της ΕΚΤ συζητούν πόσο γρήγορα θα ξεκινήσουν οι αυξήσεις των επιτοκίων, τώρα πρέπει να εξετάσουν πόσο θα πρέπει να συνεχίσουν να αυξάνουν.
Οι απόψεις του Πανέτα έρχονται σε αντίθεση με εκείνες της προέδρου Κριστίν Λαγκάρντ, η οποία επιχειρηματολόγησε νωρίτερα αυτή την εβδομάδα υπέρ μιας προοπτικής σύσφιξης προς ένα ουδέτερο επίπεδο κόστους δανεισμού που ούτε περιορίζει ούτε τονώνει την οικονομία.
Ο διοικητής της Τράπεζας της Γαλλίας Φρανσουά Βιλερουά Ντε Γκαλό, ο οποίος βρίσκεται συχνά στο επίκεντρο στις συζητήσεις της ΕΚΤ, δήλωσε στο Bloomberg την Τρίτη ότι «πιθανότατα θα πρέπει να πάμε σε αυτό το ουδέτερο επιτόκιο μέχρι το επόμενο έτος», προσθέτοντας ότι το ερώτημα από εκεί και πέρα θα είναι αν θα αυξηθεί ακόμα μακρύτερα.
«Η ομαλοποίηση δεν είναι το ίδιο πράγμα με μια ουδέτερη στάση πολιτικής, όταν η νομισματική πολιτική δεν είναι ούτε διευκολυντική ούτε περιοριστική για την οικονομία», δήλωσε ο Πανέτα. «Μια ουδέτερη στάση επιτρέπει στην κεντρική τράπεζα να σταθεροποιεί τον πληθωρισμό γύρω από τον στόχο της όταν η παραγωγή είναι εντός των δυνατοτήτων της και όταν δεν υπάρχουν παροδικοί κραδασμοί που διαταράσσουν την πορεία του πληθωρισμού».
Κνοτ: Δεν αποκλείεται η αύξηση 50 μ.β. τον Ιούλιο
Από την άλλη, ο έτερος αξιωματούχος της ΕΚΤ Κλας Κνοτ, μιλώντας στο CNBC στα πλαίσια του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ, επανέλαβε την θέση του πως δεν αποκλείεται μια αύξηση 50 μονάδων βάσης στην προσεχή συνεδρίασή της τράπεζας τον Ιούλιο.
Ο Ολλανδός κεντρικός τραπεζίτης δήλωσε ότι ρίχνει την προσοχή του στις υποκείμενες δυναμικές του πληθωρισμού που έχουν τη δυνατότητα να επηρεάσουν τις πληθωριστικές προσδοκίες.
«Μπορούμε να αντέξουμε σταδιακά μόνο εάν οι προσδοκίες για τον πληθωρισμό παραμείνουν καλά σταθεροποιημένες. Αν κοιτάξετε τώρα τις διάφορες μετρήσεις των προσδοκιών για τον πληθωρισμό στην Ευρωζώνη, θα έλεγα ότι είναι τώρα στο ανώτατο όριο της στερέωσης», είπε ο Κνοτ, γνωστός ως ένα πιο από τα πιο «γερακίσια» μέλη της τράπεζας.
Ο τραπεζίτης πρόσθεσε ότι οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής πρέπει να διατηρήσουν την «πλήρη δυνατότητα επιλογής» προκειμένου να προσαρμοστούν σε νέα δεδομένα που ενδέχεται να αμφισβητήσουν το υπάρχον outlook.
Υπενθυμίζεται πως η Κριστίν Λαγκάρντ σε blog spot της επεσήμανε πως η διατήρηση αμετάβλητων επιτοκίων σε αυτές τις συνθήκες ισοδυναμεί με χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής. Η πρόεδρος της ΕΚΤ έθεσε ως στόχο τη σταθεροποίηση του πληθωρισμού στο 2%, επισημαίνοντας ότι προς αυτή την κατεύθυνση η ΕΚΤ θα κάνει όλα τα βήματα που είναι απαραίτητα. Η κ. Λαγκάρντ αναμένει ότι οι καθαρές αγορές στο πλαίσιο του APP θα τελειώσουν πολύ νωρίς το τρίτο τρίμηνο του τρέχοντος έτους.
«Αυτό θα μας επέτρεπε μια αύξηση των επιτοκίων στη συνάντησή μας τον Ιούλιο. Με βάση τις τρέχουσες προοπτικές, είναι πιθανό να είμαστε σε θέση να εξέλθουμε από τα αρνητικά επιτόκια μέχρι το τέλος του τρίτου τριμήνου. Το επόμενο στάδιο της ομαλοποίησης θα πρέπει να καθοδηγείται από την εξέλιξη των μεσοπρόθεσμων προοπτικών για τον πληθωρισμό. Εάν δούμε ότι ο πληθωρισμός σταθεροποιείται στο 2% μεσοπρόθεσμα, θα ήταν σκόπιμη μια προοδευτική περαιτέρω εξομάλυνση των επιτοκίων προς το ουδέτερο επιτόκιο. Όμως ο ρυθμός και η συνολική κλίμακα της προσαρμογής δεν μπορούν να καθοριστούν εκ των προτέρων», ανέφερε.