Τον δρόμο για την ομαλοποίηση της νομισματικής πολιτικής, υπό τις εντελώς νέες προκλήσεις που διαμορφώνει το σημερινό περιβάλλον, αναλύει σε blog spot της η επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Κριστίν Λαγκάρντ. Η πρόεδρος της ΕΚΤ θέτει ως στόχο τη σταθεροποίηση του πληθωρισμού στο 2%, επισημαίνοντας ότι προς αυτή την κατεύθυνση η ΕΚΤ θα κάνει όλα τα βήματα που είναι απαραίτητα.
Η κ. Λαγκάρντ αναμένει ότι οι καθαρές αγορές στο πλαίσιο του APP θα τελειώσουν πολύ νωρίς το τρίτο τρίμηνο του τρέχοντος έτους. «Αυτό θα μας επέτρεπε μια αύξηση των επιτοκίων στη συνάντησή μας τον Ιούλιο. Με βάση τις τρέχουσες προοπτικές, είναι πιθανό να είμαστε σε θέση να εξέλθουμε από τα αρνητικά επιτόκια μέχρι το τέλος του τρίτου τριμήνου. Το επόμενο στάδιο της ομαλοποίησης θα πρέπει να καθοδηγείται από την εξέλιξη των μεσοπρόθεσμων προοπτικών για τον πληθωρισμό. Εάν δούμε ότι ο πληθωρισμός σταθεροποιείται στο 2% μεσοπρόθεσμα, θα ήταν σκόπιμη μια προοδευτική περαιτέρω εξομάλυνση των επιτοκίων προς το ουδέτερο επιτόκιο. Όμως ο ρυθμός και η συνολική κλίμακα της προσαρμογής δεν μπορούν να καθοριστούν εκ των προτέρων», αναφέρει.
Δεν είναι πλέον κατάλληλα τα ίδια εργαλεία
Η επικεφαλής της ΕΚΤ επισημαίνει ότι το περιβάλλον που αντιμετωπίζει σήμερα η νομισματική πολιτική έχει αλλάξει σημαντικά από αυτό που αντιμετώπιζε πριν από την πανδημία και τα εργαλεία που χρησιμοποιούσε η Κεντρική Τράπεζα εκείνη την εποχή, με στόχο την καταπολέμηση του επίμονου πολύ χαμηλού πληθωρισμού, δεν είναι πλέον κατάλληλα.
«Αλλά δεν αντιμετωπίζουμε επίσης μια απλή κατάσταση πλεονάζουσας συνολικής ζήτησης: στην πραγματικότητα, οι κρίσεις της προσφοράς αυξάνουν τον πληθωρισμό και επιβραδύνουν την ανάπτυξη βραχυπρόθεσμα. Αυτό σημαίνει ότι η ομαλοποίηση της πολιτικής πρέπει να βαθμονομηθεί προσεκτικά σύμφωνα με τις συνθήκες που αντιμετωπίζουμε», αναφέρει.
Όπως προσθέτει η κα Λαγκάρντ, καθώς οι προοπτικές για τον πληθωρισμό έχουν μετατοπιστεί σημαντικά προς τα πάνω σε σύγκριση με την περίοδο πριν από την πανδημία, είναι σκόπιμο να προσαρμοστούν οι ονομαστικές μεταβλητές – και αυτό περιλαμβάνει τα επιτόκια. Αυτό δεν θα συνιστούσε αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής. Αντίθετα, το να παραμείνουν τα επιτόκια αμετάβλητα σε αυτό το περιβάλλον θα συνιστούσε χαλάρωση της πολιτικής, η οποία δεν δικαιολογείται επί του παρόντος.
«Εάν η οικονομία της ζώνης του ευρώ υπερθερμαίνεται ως αποτέλεσμα θετικού σοκ ζήτησης, θα ήταν λογικό τα επιτόκια πολιτικής να αυξάνονται διαδοχικά πάνω από το ουδέτερο επιτόκιο. Αυτό θα διασφάλιζε ότι η ζήτηση θα ευθυγραμμιστεί ξανά με την προσφορά και ότι θα μειωθούν οι πληθωριστικές πιέσεις. Αλλά η κατάσταση που αντιμετωπίζουμε αυτή τη στιγμή περιπλέκεται από την παρουσία αρνητικών κλυδωνισμών προσφοράς. Αυτό δημιουργεί μεγαλύτερη αβεβαιότητα για την ταχύτητα με την οποία θα υποχωρήσουν οι τρέχουσες πιέσεις στις τιμές, για την εξέλιξη της πλεονάζουσας παραγωγικής ικανότητας και για το βαθμό στον οποίο οι προσδοκίες για τον πληθωρισμό θα συνεχίσουν να παραμένουν αγκυρωμένες στον στόχο μας. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, υπάρχουν επιχειρήματα για σταδιακό χαρακτήρα, προαιρετικότητα και ευελιξία κατά την προσαρμογή της νομισματικής πολιτικής», εξηγεί η πρόεδρος της ΕΚΤ. Και προσθέτει ότι ακόμη και όταν οι κρίσεις της προσφοράς εξασθενήσουν, η αποπληθωριστική δυναμική της περασμένης δεκαετίας είναι απίθανο να επανέλθει.
Όπως λέει η κα Λαγκάρντ, μεγάλο μέρος του πληθωρισμού που βιώνουμε σήμερα εισάγεται από χώρες εκτός της ζώνης του ευρώ. Αυτό λειτουργεί εν είδει ενός «φόρου» στο εμπόριο, ο οποίος μειώνει το συνολικό εισόδημα της οικονομίας – ακόμα κι αν λάβουμε υπόψη τις υψηλότερες τιμές που κερδίζουν οι εξαγωγείς. Σωρευτικά από το δεύτερο τρίμηνο του 2021 έως το πρώτο τρίμηνο του τρέχοντος έτους, η ζώνη του ευρώ μετέφερε 170 δις. ευρώ, ή 1,3% του ΑΕΠ της, στον υπόλοιπο κόσμο.
Τα νοικοκυριά είναι αυτά που υποφέρουν περισσότερο από τις υψηλότερες τιμές των εισαγωγών, καθώς ο αυξανόμενος πληθωρισμός της ενέργειας και των τροφίμων επηρεάζει τα πραγματικά εισοδήματα και οι ονομαστικοί μισθοί δεν έχουν ακόμη καλυφθεί. Στην πραγματικότητα, η αύξηση των πραγματικών μισθών έγινε αρνητική το τέταρτο τρίμηνο του περασμένου έτους και οι πραγματικοί μισθοί είναι πιθανό να συρρικνωθούν ακόμη πιο γρήγορα λόγω των αυξανόμενων πληθωριστικών πιέσεων.
Η κα Λαγκάρντ λέει ότι δεν υπάρχουν ακόμη σαφείς ενδείξεις για το πόσο επηρεάζεται η κατανάλωση. Ωστόσο, οι δείκτες εμπιστοσύνης αντέδρασαν: οι προσδοκίες των νοικοκυριών για τη μελλοντική τους οικονομική κατάσταση έπεσαν στο δεύτερο χαμηλότερο επίπεδο που έχει καταγραφεί τον Μάρτιο και παρέμειναν κοντά σε αυτό το επίπεδο τον Απρίλιο. Το υψηλό κόστος ενέργειας και οι ελλείψεις εφοδιασμού αρχίζουν τώρα να γίνονται αισθητά και στη βιομηχανική παραγωγή, η οποία συρρικνώθηκε σχεδόν σε όλες τις μεγάλες οικονομίες τον Μάρτιο.