Ως ένα εργαλείο που θα επιταχύνει τις διαδικασίες προώθησης των μεγάλων συμβάσεων σε ορίζοντα έως και ενάμιση έτους, αντί για τις μακρόσυρτες διεργασίες που καταγράφονται για την ώρα (σχετική αναφορά για τα 7-8 έτη της Ζεύξης Σαλαμίνας – Περάματος), και θα εκσυγχρονίσει την παραγωγή έργων, χαρακτήρισε το μοντέλο των «Πρότυπων Προτάσεων», που πρόσφατα εισήγαγε με σχετικό νόμο το υπ. Υποδομών και μεταφορών, ο κ. Γ. Συριανός, γνωστό στέλεχος της κατασκευαστικής αγοράς και πρόεδρος του ΣΤΕΑΤ (σύνδεσμος τεχνικών εταιρειών ανώτερων τάξεων).
Ο ίδιος πάντως, μιλώντας σε σχετικό πάνελ του 5ου συνεδρίου Υποδομών και Μεταφορών, μαζί με τον κ. Βλάχο (ΣΤΕΑΤ) και την κυρία Τσιομπάνου (ΠΕΣΕΔΕ), συμφώνησε με τους άλλους εκπροσώπους του χώρου ότι χρειάζονται βελτιώσεις, όπως για παράδειγμα να κατέβει το πλαφόν του προϋπολογισμού των έργων χαμηλότερα των 200 εκατ. ευρώ (που έχει ορίσει ο σχετικός νόμος) ώστε να συμπεριληφθούν στο «πακέτο» και μικρότερα projects που όμως έχουν την έννοια της καινοτομίας και της πολυπλοκότητας.
Πάντως, ο κ. Συριανός ανέφερε ότι το μοντέλο είναι εκσυγχρονιστικό, «κουμπώνει» με τον Εθνικό Στρατηγικό Σχεδιασμό, ενώ εκτιμά ότι η χώρα μετά από απανωτές κρίσεις (οικονομική, υγειονομική και πλέον πολεμική) έχει μπροστά της μια αναπτυξιακή ευκαιρία αλλά βασικό θέμα, πέραν της χρηματοδότησης, είναι η επιτάχυνση των διαδικασιών ώστε να μη σέρνονται έργα επί χρόνια και «να μη σαπίζουν μελέτες στα υπόγεια», όπως χαρακτηριστικά ανέφερε. Μάλιστα, υπεραμύνθηκε των μοντέλων των παραχωρήσεων και των ΣΔΙΤ που θεωρεί ότι είναι τα καλύτερα μοντέλα για την χώρα, με τις πρώτες για παράδειγμα να είναι μια περίπτωση που θα μπορούσε να ενταχθεί στις Πρότυπες Προτάσεις, με τον κ. Συριανό να αναδεικνύει σημαντικές κυκλοφοριακές, περιβαλλοντικές και ενεργειακές προκλήσεις, ιδίως στην Αττική. «Είναι σημαντικό το θέμα του χρόνου, δηλαδή να προχωρήσουν τάχιστα διαδικασίες και αναγκαία έργα», σημείωσε. Ενώ υπενθύμισε θέσεις του ΣΤΕΑΤ τόσο για τις αναθεωρήσεις τιμών υλικών, όσο και για χρήση πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης σε έργα του υπουργείου καθώς εκτιμά ότι πολλά από όσα έχουν εισαχθεί στο Τ.Α. δεν θα συμβασιοποιηθούν γρήγορα, π.χ. εντός του 2023, άρα μπορούν στο πακέτο να περάσουν άλλα projects. Επίσης, σημείωσε ότι μπορούν πόροι του κράτους (π.χ. από παραχωρήσεις, ιδιωτικοποιήσεις) αντί να δεσμεύονται στο χρέος (όπως προέβλεπαν τα μνημόνια) να κατευθύνονται σε κάποιο Ταμείο ώστε να πληρωθούν έργα (π.χ. και πληρωμές διαθεσιμότητας). Σε γενικές γραμμές θεωρεί τις Πρότυπες Προτάσεις θετικό μοντέλο, που δίνουν διέξοδο μέσα στην κρίση, αλλά πρέπει σε αυτές να μπούνε και μικρότερα έργα.
Κάτι για το οποίο πρωτοστάτησαν τόσο ο κ. Βλάχος όσο και η κυρία Τσιομπάνου, που μάλιστα μίλησε για δημόσιο χρήμα, άρα και για ανάγκη ύπαρξης ελέγχων και διαφάνειας. Ο κ. Βλάχος θεωρεί ότι το όριο πρέπει να κατέβει από τα 200 εκατ. στα 6 εκατ. ευρώ ώστε να «χωρέσουν» στο πακέτο και έργα (κτηριακά, αεροδρόμια, λιμενικά, τουριστικά, περιβαλλοντικά, έκανε αναφορά για τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα στην Αστυπάλαια κ.α.) στην Περιφέρεια, σε Δήμους και Νησιά της Ελλάδας που «αποκλείονται λόγω ου πλαφόν αλλά είναι απαραίτητα να γίνουν». Θεωρεί ότι είναι καλό στην παρούσα συγκυρία να ξεκολλήσουν έργα και ας μην είναι απολύτως καινοτόμα, χρειάζεται αποκέντρωση, ενώ υπενθύμισε ότι το θεσμικό πλαίσιο για τις τιμές υλικών έρχεται από το μακρινό 1973. Και η κα Τσιομπάνου έθεσε το θέμα του πλαφόν καθώς αναρωτήθηκε γιατί να μην μπούμε στο πακέτο και μικρότερα έργα, ώστε να πετύχουμε βήματα και διαδικασίες σε μικρότερο χρόνο (πάταξη γραφειοκρατίας) αλλά για το σύνολο των εταιρειών και όχι μόνο για τους 5 μεγάλους. «Υπάρχει ο κίνδυνος να δημιουργηθούν 2 ταχύτητες στον κλάδο», σημείωσε η ίδια, ενώ έθεσε μετ’ επιτάσεως το θέμα της διαφάνειας, της ισοτιμίας, του υγειούς ανταγωνισμού και του δημόσιου συμφέροντος καθώς έχουμε να κάνουμε με κρατικό και κοινοτικό χρήμα. Και τα δύο στελέχη σημείωσαν ότι το θέμα δεν είναι απλά να «τρέχουμε» να προλάβουμε προθεσμίες και απορρόφηση πόρων αλλά και να γίνουν χρήσιμα έργα. Πάντως, από την κα Τσιομπάνου δεν έλειψαν αιχμές για τα μοντέλα των παραχωρήσεων και των ΣΔΙΤ, με την ίδια όμως να συμπληρώνει ότι όλα πρέπει να αξιολογηθούν στο σωστό πλαίσιο με αναπτυξιακή διάσταση για όλο τον κλάδο.