Η «ανεξαρτησία» των Κεντρικών Τραπεζών, από τις εκάστοτε κυβερνήσεις, αποτέλεσε, μετά την απώλεια της στήριξης του δολαρίου στον χρυσό το 1971 (κατάρρευση της Συμφωνίας του Μπρέτον Γουντς), το βασικό εφαλτήριο στήριξης των εθνικών νομισμάτων, σε συνδυασμό με την δυναμική «επάρκειας» συναλλαγματικών διαθεσίμων.
Στην δεκαετία του '80 ωρίμασε η γενέθλια πράξη αυτού του νέου συμβολισμού αξίας και αξιοπιστίας των νομισμάτων, που οι κυβερνήσεις επιχείρησαν να εδραιώσουν με αυστηρές δημοσιονομικές πολιτικές (Ρηγκανόμικς, Θάτσερ, κ.λ.π.), σε συνδυασμό με την συμφωνία στο Plaza το 1985. Για να ακολουθήσει στην συνέχεια η απελευθέρωση της κίνησης κεφαλαίων που μετά από λίγα χρόνια ονομάσθηκε «παγκοσμιοποίηση» των ελεύθερων αγορών.
Όλα έδειχναν ότι η «ανεξαρτησία» των Κεντρικών Τραπεζών είχε υποκαταστήσει σε σημαντικό βαθμό τον ρόλο του χρυσού, όσο αφορά την σταθερότητα των συναλλαγματικών ισοτιμιών και την σταθερότητα της αξίας των ισχυρών νομισμάτων.
Ακόμα και όταν ήρθε ο σεισμός του 2007 – 2008 οι κεντρικές τράπεζες έμειναν όρθιες με την «αξιοπιστία» τους να στηρίζεται από την αρχή της «ανεξαρτησίας» των αποφάσεών τους με κριτήριο την σταθερότητα των τιμών. Δηλαδή την διατήρηση μιας ισορροπίας μεταξύ της νομισματικής τιμής και της αξίας των προϊόντων.
Μέχρι ακόμα και τον περασμένο Νοέμβρη η «ανεξαρτησία» των Κεντρικών Τραπεζών ήταν εγγύηση για την σταθερότητα των νομισμάτων.
Η μεγάλη ανατροπή
Έκτοτε πολλά άλλαξαν και μάλιστα δραματικά.
Αφ' ενός το τέρας του πληθωρισμού έδειξε ότι «ξύπνησε» ήδη από το φθινόπωρο του 2021 και αφ' εταίρου ο πόλεμος στην Ουκρανία ήρθε να δείξει ότι όχι μόνο ξύπνησε αλλά είναι και ανεξέλεγκτο...
Η βασική ικανότητα των Κεντρικών Τραπεζών να διατηρούν την ισορροπία μεταξύ της νομισματικής τιμής των εμπορευμάτων και της αξίας τους, βρίσκεται στα όρια της πλήρους απώλειας.
Η «ανεξαρτησία» των Κεντρικών Τραπεζών εμφανίζεται ανίκανη να διατηρήσει μια ομαλή σχέση ανάμεσα στα προϊόντα και τις τιμές τους, είτε αυτό αφορά το δολάριο, είτε το ευρώ, είτε τα δηνάρια, κλπ. Με αποτέλεσμα μεγάλες και μικρές κεντρικές τράπεζες να επισπεύδουν την αύξηση των επιτοκίων προκειμένου να στηρίξουν την «τιμή» των νομισμάτων τους και την αγοραστική τους δυνατότητα απέναντι στα προϊόντα και τις υπηρεσίες με άμεσο τον κίνδυνο πρόκλησης εκτεταμένης ύφεσης...
Μέσα σ' αυτό το «περιβάλλον» ο νέος επικεφαλής της Κεντρικής Τράπεζας της Τσεχίας, μιας από τις χώρες μέλη της Ε.Ε. που δεν έχουν ακόμα υιοθετήσει το Ευρώ και «δουλεύουν» με την κορώνα ως εθνικό τους νόμισμα, έκανε μία ανακοίνωση αυτές τις ημέρες. Ανακοίνωσε ότι η Κεντρική Τράπεζα της Τσεχίας πρόκειται να κάνει πολύ μεγάλες αγορές χρυσού σε φυσική μορφή.
Συγκεκριμένα έχει την πρόθεση να αυξήσει τα αποθέματα της χώρας σε χρυσό από 3,1 τόνους που έχει σήμερα, σε 100 τόνους (!).
Η ανακοίνωση αν και δεν σχολιάσθηκε ιδιαίτερα έντονα επειδή δεν έχει συνοδευτεί μέχρι στιγμής από επαρκείς εξηγήσεις, έχει προκαλέσει τεράστια αίσθηση, καθώς σημαίνει ότι θα «ξοδέψει» ένα τεράστιο ποσό σε συνάλλαγμα, δολάριο ή ευρώ για να αυξήσει κατά 30 φορές τα αποθέματα χρυσού...
Αυτή είναι μία εθνικής σημασίας επιλογή μέσα στο τρέχον οικονομικό και γεωπολιτικό περιβάλλον
Το γεγονός δεν αντιμετωπίζεται ως κάτι μεμονωμένο, γιατί συνδυάζεται με αντίστοιχες κινήσεις και άλλων Κεντρικών Τραπεζών χωρών που είναι μέλη της Ε.Ε. αλλά δεν έχουν υιοθετήσει το Ευρώ, όπως π.χ. η Πολωνία, η Ουγγαρία και έχουν προβεί σε πολύ μεγάλες αγορές χρυσού. Ή ακόμα και χωρών όπως η Γερμανία, η Ολλανδία και η Αυστρία οι οποίες έχουν επισπεύσει την επιστροφή στα θησαυροφυλάκιά τους μεγάλων όγκων χρυσού που είχαν προς φύλαξη στις ΗΠΑ και την Μ. Βρετανία.
Το αξιοπρόσεκτο όμως εδώ δεν αφορά τις χώρες με Ευρώ, αλλά ιδιαίτερα εκείνα τα μέλη της ΕΕ που έχουν ακόμα εθνικά νομίσματα των οποίων η σύνδεση με το Ευρώ είναι σχετικά σταθερή μέσα σε ένα μικρό εύρος διακυμάνσεων.
Αυτές οι χώρες έχουν στραφεί σε μεγάλες αγορές χρυσού ως συναλλαγματικό απόθεμα εις βάρος άλλων νομισμάτων.
Η Ουγγαρία για παράδειγμα έχει αυξήσει τα τελευταία 3 χρόνια τα αποθέματα χρυσού που διαθέτει κατά 3000% (!). Όταν πραγματοποίησε τη μεγάλη αγορά χρυσού το 2021, η Κεντρική Τράπεζά της παρουσίασε το σκεπτικό της υποστηρίζοντας ότι ο χρυσός «δεν φέρει πιστωτικούς κινδύνους ή κινδύνους αντισυμβαλλομένου, ενισχύει την εμπιστοσύνη σε μια χώρα σε όλα τα οικονομικά περιβάλλοντα, γεγονός που εξακολουθεί να την καθιστά ένα από τα πιο κρίσιμα συναλλαγματικά διαθέσιμα παγκοσμίως...». Για να επιβεβαιώσει την σημασία του χρυσού όταν εμφανίζονται περίοδοι κρίσης, είτε στο χρέος, είτε στον πληθωρισμό, όπου η περαιτέρω «αύξηση της σημασίας του χρυσού στην εθνική στρατηγική ως περιουσιακό στοιχείο ασφαλούς καταφυγίου και ως αποθήκη αξίας» είναι καθοριστική.
Το ίδιο περίπου εξήγησε και η Κεντρική Τράπεζα της Πολωνίας, όταν ανακοίνωσε ότι η τράπεζα θα αγοράσει άλλους 100 τόνους χρυσού κατά τη διάρκεια του 2022, «ο χρυσός είναι απαλλαγμένος από πιστωτικό κίνδυνο και δεν μπορεί να υποτιμηθεί από την οικονομική πολιτική οποιασδήποτε χώρας. Εκτός αυτού, είναι εξαιρετικά ανθεκτικό, σχεδόν άφθαρτο...».
Θα ήταν υπερβολικό και ανακριβές να ισχυρισθεί κανείς ότι οι κινήσεις αυτές σηματοδοτούν μία γενικευμένη επιστροφή στον χρυσό, παρά το γεγονός ότι τα όσα έχουν συμβεί με τις ισοτιμίες του χρυσού και του ρουβλιού μετά τις 24/2 δείχνουν γενικά την κατεύθυνση που έχει πάρει η αναζήτηση «ασφάλειας».
Όμως αναμφίβολα μπορεί να διακρίνει κανείς ισχυρά σημάδια αμφισβήτησης του αν η «ανεξαρτησία» των κεντρικών τραπεζών αρκεί πλέον για να εξασφαλίσει την νομισματική ισορροπία σε ένα κατακερματισμένο όσον αφορά στις διεθνείς συναλλαγές περιβάλλον, με ανεξέλεγκτο τον πληθωρισμό των τιμών. Και οσονούπω σε ύφεση...