Τόσο η Κομισιόν όσο και η ΕΚΤ, που «διαχειρίζονται» τη δημοσιονομική και νομισματική πολιτική στην Ε.Ε. και ειδικά στην Ευρωζώνη, αρχίζουν σιωπηλά αλλά δραστικά να υιοθετούν τη «γερμανική» οικονομική γλώσσα. Αυτό έχει αρχίσει να συμβαίνει ακόμα και σε πεδία που η οικονομική πρακτική φαίνεται να κινείται σε αντίθετη κατεύθυνση, όπως στην περίπτωση της παράτασης αναστολής ισχύος του Συμφώνου Σταθερότητας.
Τόσο ο κ. Λίντνερ, ΥΠΟΙΚ της γερμανικής κυβέρνησης, όσο και ο χαμηλών τόνων νέος επικεφαλής της Bundesbank Γιοακείμ Νάγκελ, έχουν σιωπηλά «περάσει» τη γραμμή τους, τόσο στο Eurogroup και την Κομισιόν, όσο και στην ΕΚΤ.
Στο επίπεδο της δημοσιονομικής πολιτικής η αποδοχή της εισήγησης της Κομισιόν για εκ νέου αναστολή της λειτουργίας του Συμφώνου Σταθερότητας «πέρασε» ομόφωνα. Αλλά αυτό συνέβη μόνο αφού έγινε επίσης «ομόφωνα» αποδεκτή η συνοδευτική διευκρίνιση ότι οι οικονομίες με υπερβολικό χρέος δεν μπορούν να παρεκκλίνουν από την γραμμή της «μη επέκτασης» των ελλειμμάτων και του χρέους. Και θα συνεχίσουν να τελούν υπό εποπτεία...
Πρώτα «θύματα» αυτής της «λεπτομέρειας», η Ιταλία, η Ισπανία αλλά και η Ελλάδα η οποία εξακολουθεί να έχει το υψηλότερο χρέος και το ταχύτερα διευρυνόμενο έλλειμμα στο Εμπορικό της Ισοζύγιο και στο Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών.
Η «αυστηρότητα» με την οποία αντιμετωπίζει το Βερολίνο την άσχημη οικονομική κατάσταση οδήγησε και σε μία άλλη ενδεικτική της κατάστασης απόφαση, η οποία καταγράφει τις προθέσεις του Βερολίνου απέναντι στο ενδεχόμενο διεύρυνσης του «ευρωπαϊκού» δανεισμού, ήτοι της έκδοσης ευρω-ομολόγων. Η Κομισιόν με πρόταση της κας Φον Ντερ Λάϊνεν είχε διατυπώσει την «ιδέα» να εκδοθεί ένα ευρω-ομόλογο ύψους 15 δις ευρώ με σκοπό την στήριξης της ανοικοδόμησης της Ουκρανίας. Επίσημη συζήτηση για την πρόταση αυτή δεν έγινε ποτέ στα αρμόδια όργανα καθώς απορρίφθηκε από το Βερολίνο (Σολτς/Λίντνερ) με το που διατυπώθηκε από την πρόεδρο της Κομισιόν...
Η σφοδρότητα της απόρριψης ήταν τέτοια που η «ιδέα» δεν έφτασε ποτέ μέσα από τους διαδρόμους του μεγάρου της Κομισιόν.
«Ακούσθηκε» όμως στο Βερολίνο το πως αντιμετωπίσθηκε από το γερμανικό ΥΠΟΙΚ. Στο ίδιο πλαίσιο μάλιστα φαίνεται πως είχαν ...άσχημη κατάληξη και κάποιες άλλες «ιδέες», από πλευράς Κομισιόν, που αφορούσαν την δημιουργία ή την επέκταση κάποιων Ταμείων στήριξης λόγω συγκυρίας που θα έπρεπε να χρηματοδοτηθούν με νέες εκδόσεις κοινού ευρωπαϊκού χρέους δηλαδή ευρω-ομόλογα...
Στο επίπεδο της νομισματικής πολιτικής η Bundesbank ήδη από το 2021 είχε διαφορετική άποψη για το κατά πόσο ο πληθωρισμός είναι «παροδικό» φαινόμενο, ήτοι με την γραμμή που υποστήριζε η κα Λαγκάρντ και ο επικεφαλής οικονομολόγος της ΕΚΤ Φίλιπ Λέϊν. Τόσο ο προκάτοχος του κ. Νάγκελ, όσο και ο ίδιος στην συνέχεια από την θέση του προέδρου της Bundesbank, προειδοποιούσαν για τις δομικές αιτίες του πληθωρισμού, με αναφορές στην χαλαρή νομισματική πολιτική Ντράγκι/Λαγκάρντ.
Μάλιστα ο κ. Νάγκελ από την θέση του προέδρου της Κεντρικής Τράπεζας της Γερμανίας είχε συστήσει στην κα Λαγκάρντ να συμβουλεύσει τους αναλυτές της ΕΚΤ να συμβουλεύονται περισσότερο την πραγματικότητα και λιγότερο τα οικονομετρικά τους μοντέλα... όσο αφορά τις εκτιμήσεις τους για τον πληθωρισμό. Υπό την πίεση αυτή και με την στήριξη της Κεντρικής Τράπεζας της Ολλανδίας η ΕΚΤ υποχρεώθηκε σε στροφή 180 μοιρών από τον περασμένο Δεκέμβρη, εγκατέλειψε χωρίς ιδιαίτερη «αυτοκριτική» είναι αλήθεια τα περι “παροδικότητας” του πληθωρισμού και τώρα αναγκαστικά μιλάει για αυξήσεις επιτοκίων μέσα στον Ιούλιο...
Τα «νέα» από την Φρανκφούρτη και το Βερολίνο είναι ενδεικτικά του τι θα επακολουθήσει στην νομισματική πολιτική της ΕΚΤ και την πορεία του πληθωρισμού. Πρόσφατη επιχειρηματική έρευνα της Bundesbank δείχνει ότι οι περισσότερες επιχειρήσεις στη Γερμανία σχεδιάζουν να αυξήσουν περαιτέρω τις τιμές τους τους προσεχούς μήνες, σύμφωνα με τα όσα δήλωσε στην συνέντευξη που έδωσε ο Γιοακείμ Νάγκελ εν όψη της συνεδρίασης των ΥΠΟΙΚ και των διοικητών των Κεντρικών Τραπεζών του G-7 στο Πέτερσμπουργκ. Κατά συνέπεια, όπως δήλωσε «Οι κεντρικές τράπεζες πρέπει να διασφαλίσουν ότι οι πολύ ισχυρές πληθωρικές πιέσεις δεν θα εδραιωθούν. Ως εκ τούτου, πρέπει να αναλάβουμε αποφασιστική δράση». Και η κα Λαγκάρντ με την σειρά της δεσμεύθηκε για αύξηση επιτοκίων τον Ιούλιο, ενα μήνα μετα την αντίστοιχη κίνηση της Fed. Πόσο θα είναι η αύξηση αυτή; Οι αγορές εκτιμούν οτι θα είναι 0,25%, αλλά κανείς δεν αποκλείει το ενδεχόμενο να είναι 0,5%, όπως για παράδειγμα ο επικεφαλής της Κεντρικής Τράπεζας της Ολλανδίας Κλάας Κνότ.
Όσο για τη δημοσιονομική πολιτική ο κ. Νάγκελ ήταν επίσης σαφής στην συγκεκριμένη συνέντευξη. Συνέστησε στις κυβερνήσεις – ιδίως εκείνες της ζώνης του ευρώ – να αυξήσουν τη δημοσιονομική πειθαρχία. «Αν και η παρέμβαση δημοσιονομικής πολιτικής ήταν κατάλληλη κατά τη διάρκεια της πανδημίας και του πολέμου στην Ουκρανία, ο νέος δανεισμός θα πρέπει να μειωθεί το συντομότερο δυνατόν, ώστε να ανοίξει ο δρόμος για μια βιώσιμη πορεία χρέους», παρατήρησε. «Πιστεύω ότι, με τη σειρά τους, οι αξιόπιστοι δημοσιονομικοί κανόνες θα διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο εδώ. Θα είναι ζωτικής σημασίας να διατηρήσουμε τη θεμελιώδη εμπιστοσύνη στα υγιή δημόσια οικονομικά, έτσι ώστε η δημοσιονομική πολιτική να συνεχίσει την λειτουργία της και η ενιαία νομισματική πολιτική μας να μπορεί να επικεντρωθεί στη διασφάλιση της σταθερότητας των τιμών»...