Σημαντική αυστηροποίηση των όρων χρηματοδότησης, με αυξήσεις στους όρους και τις προϋποθέσεις της τιμολόγησης των τραπεζικών δανείων, αναφέρουν οι επιχειρήσεις της ευρωζώνης στην έρευνα για την πρόσβαση των επιχειρήσεων της ευρωζώνης σε χρηματοδότηση (Survey on the Access to Finance of Enterprises, SAFE) που δημοσίευσε χθες η ΕΚΤ.
Η έρευνα διεξήχθη μεταξύ 7 Μαρτίου και 15 Απριλίου 2022, καλύπτοντας την περίοδο Οκτωβρίου 2021 – Μαρτίου 2022 και έγινε σε δείγμα10.950 επιχειρήσεων της ευρωζώνης, εκ των οποίων ποσοστό 91,3% με λιγότερους από 250 υπαλλήλους.
Ενώ η διαθεσιμότητα τραπεζικής χρηματοδότησης ήταν σε γενικές γραμμές σύμφωνη με τη ζήτηση των επιχειρήσεων για χρηματοδότηση, οι εταιρείες αναμένουν επιδείνωση της διαθεσιμότητας κεφαλαίων στο εγγύς μέλλον.
Συνολικά, τα αποτελέσματα της έρευνας δείχνουν ότι η ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας μεταξύ των επιχειρήσεων της ζώνης του ευρώ μετά την πανδημία συνεχίστηκε τους τελευταίους έξι μήνες. Ωστόσο, η κερδοφορία των επιχειρήσεων μειώθηκε από την αύξηση του κόστους παραγωγής.
Παρά την αβεβαιότητα που σχετίζεται με τον συνεχιζόμενο πόλεμο στην Ουκρανία, οι εταιρείες της ζώνης του ευρώ εξακολουθούν να αναμένουν υψηλότερο κύκλο εργασιών, αν και σε μικρότερο βαθμό από ό,τι στον προηγούμενο γύρο της έρευνας. Οι προσδοκίες για μελλοντικό κύκλο εργασιών φαίνεται να μειώθηκαν κάπως αμέσως μετά την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία, αλλά παρέμειναν σχετικά σταθερές στη συνέχεια κατά την περίοδο της επιτόπιας εργασίας έως τα μέσα Απριλίου. Ταυτόχρονα, οι ανοδικές πιέσεις στις τιμές πώλησης αναμένεται να συνεχιστούν τους επόμενους μήνες, λόγω κυρίως των υψηλότερων τιμών των εισροών αλλά επιπλέον των προσδοκιών για τον πληθωρισμό.
Τα προβλήματα για τις επιχειρήσεις
Iδιαίτερα για τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις, η έλλειψη ειδικευμένου εργατικού δυναμικού και η αύξηση στα εισαγόμενα κόστη ήταν οι κυρίαρχες ανησυχίες για την επιχειρηματική τους δραστηριότητα, ενώ η πρόσβαση στη χρηματοδότηση ήταν από τις λιγότερο αναφερόμενες ανησυχίες. Η έλλειψη ειδικευμένου εργατικού δυναμικού συνέχισε να αποτελεί το κύριο μέλημα για τις επιχειρήσεις της ζώνης του ευρώ (30%), ακολουθούμενη από την αύξηση του κόστους παραγωγής και της εργασίας (18%). Ταυτόχρονα, οι ανησυχίες για την πρόσβαση στη χρηματοδότηση παρέμειναν αμετάβλητες σε χαμηλό επίπεδο στη ζώνη του ευρώ συνολικά (6%), ενώ η δυσκολία εύρεσης πελατών μειώθηκε (16%). Εν τω μεταξύ, οι ανησυχίες για τον ανταγωνισμό και την κανονιστική επιβάρυνση (και οι δύο 8%) ήταν σχετικά περιορισμένες για τις επιχειρήσεις στη ζώνη του ευρώ.
Οι ελλείψεις εργατικού δυναμικού και το κόστος παραγωγής αναφέρθηκαν ως πιεστικά προβλήματα που έχουν ενταθεί με την πάροδο του χρόνου. Σε μια κλίμακα από το 1 έως το 10, οι απαντήσεις σχετικά με τη σημασία αυτών των δύο παραγόντων ως προβλήματα δείχνουν ότι το 67% και το 63% των επιχειρήσεων της ζώνης του ευρώ αντιστοίχως τους θεώρησαν εξαιρετικά πιεστικούς.
Ανάκαμψη επιχειρηματικής δραστηριότητας και προσδοκίες
Οι επιχειρήσεις της ζώνης του ευρώ συνέχισαν να δείχνουν ανάκαμψη της επιχειρηματικής τους δραστηριότητας τους τελευταίους έξι μήνες (με 25% να αναφέρουν αυξήσεις στον κύκλο εργασιών). Αυτός είναι ο τρίτος γύρος της έρευνας στον οποίο σημειώθηκε βελτίωση από το ιστορικό χαμηλό που επιτεύχθηκε μετά το ξέσπασμα της πανδημίας του κορονοϊού (COVID-19). Οι μεγάλες εταιρείες εξακολουθούν να βιώνουν ταχύτερη ανάκαμψη από τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις (ΜμΕ).
Οι προσδοκίες για τον μελλοντικό κύκλο εργασιών μειώθηκαν κάπως αμέσως μετά την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία, αλλά παρέμειναν θετικές και σχετικά σταθερές στη συνέχεια κατά την περίοδο της επιτόπιας εργασίας έως τα μέσα Απριλίου. Το 34% των επιχειρήσεων της ζώνης του ευρώ (από 44% στον προηγούμενο γύρο έρευνας) συνεχίζει να αναμένει αύξηση του κύκλου εργασιών τους επόμενους έξι μήνες. Μια θετική αλλά κάπως λιγότερο αισιόδοξη προοπτική για τον μελλοντικό κύκλο εργασιών αναφέρθηκε τόσο στις μεγάλες εταιρείες (47%, από 57%) όσο και στις ΜμΕ (27%, από 36%).
Περισσότερες ΜμΕ ανέφεραν επιδείνωση των κερδών σε καθαρούς όρους (-15% σε σύγκριση με -6% τον προηγούμενο γύρο), ενώ οι μεγάλες επιχειρήσεις συνέχισαν να δείχνουν αύξηση των κερδών, αν και με κάπως λιγότερο συχνό ρυθμό από ό,τι στον προηγούμενο γύρο έρευνας (15 % σε σύγκριση με 20%).
Η ασθενέστερη κερδοφορία των επιχειρήσεων αντανακλούσε σημαντική αύξηση του κόστους πρώτων υλών και ενέργειας καθώς και του κόστους εργασίας. Το 89% των επιχειρήσεων (από 73% σε καθαρούς όρους τον προηγούμενο γύρο) ανέφεραν υψηλότερα κόστη για πρώτες ύλες και ενέργεια, πιθανότατα αντανακλώντας την άνοδο των τιμών των εμπορευμάτων και των εισαγωγών κατά την περίοδο αναφοράς, η οποία σχετιζόταν εν μέρει με τη ρωσική εισβολή στο Ουκρανία. Εν τω μεταξύ, το 66% (από 45%) σημείωσε αύξηση του κόστους εργασίας. Και για τους δύο τύπους δαπανών, αυτά τα καθαρά ποσοστά αντιπροσωπεύουν νέα ιστορικά υψηλά στην έρευνα, γεγονός που υπογραμμίζει την ισχύ των πιέσεων του κόστους παραγωγής που αντιμετωπίζουν επί του παρόντος οι εταιρείες και εξηγεί την επιβάρυνση των κερδών παρά τον υψηλότερο κύκλο εργασιών.
Το κόστος δανεισμού
Οι επιχειρήσεις της ζώνης του ευρώ ανέφεραν μέτριες αυξήσεις στη ζήτηση τραπεζικών δανείων και πιστωτικών ορίων σε επίπεδο ζώνης ευρώ, με τη ζήτηση πιστώσεων να ευθυγραμμίζεται σε γενικές γραμμές με τα επίπεδα πριν από την πανδημία στις περισσότερες χώρες της ζώνης του. Ένα 5% των εταιρειών ανέφερε υψηλότερη ζήτηση για τραπεζικά δάνεια (από 2% στον προηγούμενο γύρο έρευνας) και 7% για πιστωτικά όρια (από 4%). Οι ΜμΕ αναφέρουν συχνότερα αυξήσεις στην ανάγκη τους για πιστωτικά όρια από τις μεγάλες επιχειρήσεις. Η εξωτερική και εσωτερική χρηματοδότηση συνέχισε να χρησιμοποιείται κυρίως για πάγιες επενδύσεις, αποθέματα και κεφάλαιο κίνησης.
Συνολικά, οι επιχειρήσεις της ζώνης του ευρώ εξακολουθούν να δείχνουν βελτίωση στη διαθεσιμότητα τραπεζικών δανείων, αν και σε μικρότερο βαθμό από ό,τι στην προηγούμενη έρευνα (5% έναντι 10%). Αν και το ποσοστό των εταιρειών που ανέφεραν βελτιώσεις στη διαθεσιμότητα ήταν μικρότερο από ό,τι στον προηγούμενο γύρο σε κατηγορίες μεγέθους, οι μεγάλες εταιρείες συνέχισαν να δείχνουν πολύ μεγαλύτερη βελτίωση στη διαθεσιμότητα τραπεζικών προϊόντων από τις ΜμΕ.
Οι επιχειρήσεις εκτίμησαν ότι το μακροοικονομικό περιβάλλον επηρέασε δυσμενώς τη διαθεσιμότητα εξωτερικής χρηματοδότησης ( -29%, έναντι 8% τον προηγούμενο γύρο). Ομοίως, οι επιχειρήσεις ανέφεραν μικρή επιδείνωση στις προοπτικές τους (-2%), ενώ άλλοι παράγοντες που σχετίζονται με την κεφαλαιακή θέση και την πιστοληπτική ικανότητα (περίπου 16%) εξακολουθούσαν να έχουν θετικό αντίκτυπο στην πρόσβαση στη χρηματοδότηση. Ταυτόχρονα, μικρότερο ποσοστό επιχειρήσεων ανέφερε βελτίωση της προθυμίας των τραπεζών να χορηγήσουν πιστώσεις (10%). Το ποσοστό ήταν χαμηλότερο για τις ΜμΕ (6%) από ό,τι για τις μεγάλες επιχειρήσεις (17%).
Ο συνολικός δείκτης των εμποδίων που δεν επιτρέπουν στις επιχειρήσεις της ζώνης του ευρώ να έχουν πρόσβαση σε τραπεζικά δάνεια αυξήθηκε ελαφρά στο 7%. Το ποσοστό των επιχειρήσεων που αποθαρρύνθηκαν να υποβάλουν αίτηση για τραπεζικά δάνεια επίσης αυξήθηκε ελαφρά σε επίπεδο ζώνης του ευρώ (4%) και μεταξύ των χωρών. Σε αυτήν την έρευνα, μικρότερο ποσοστό εταιρειών έχει υποβάλει αίτηση για δάνειο (μείωση στο 29% από 30%) με το ποσοστό για πλήρως επιτυχημένες αιτήσεις δανείου να φτάνει το 79%, σχεδόν αμετάβλητο.
Ένα πολύ υψηλό ποσοστό επιχειρήσεων ανέφερε αυξήσεις στα τραπεζικά επιτόκια (από 5% σε 34%). Ο δείκτης που απεικονίζει τον τρόπο με τον οποίο οι επιχειρήσεις αντιλαμβάνονται τις συνθήκες χρηματοδότησης εμφανίζει επιδείνωση. Αυτός ο δείκτης καλύπτει κυρίως τις αλλαγές στα τραπεζικά επιτόκια και άλλα κόστη τραπεζικής χρηματοδότησης (χρεώσεις, προμήθειες), αλλά εξαρτάται από τα χαρακτηριστικά των επιχειρήσεων και την προθυμία των τραπεζών να παρέχουν πιστώσεις. Η πρόσφατη επιδείνωση (η οποία υποδηλώνεται με θετικές τιμές του δείκτη) αναφέρεται από περίπου το 20% τόσο των ΜμΕ όσο και των μεγάλων επιχειρήσεων, ποσοστό που είχε να παρατηρηθεί από τα μέσα του 2014.
Για το μέλλον, οι επιχειρήσεις της ζώνης του ευρώ αναμένουν μείωση της πρόσβασής τους σε εξωτερική χρηματοδότηση, ιδίως σε χρηματοδότηση από τράπεζες. Ειδικότερα, ένα σχετικά υψηλό ποσοστό εταιρειών αναμένει επιδείνωση της πρόσβασης σε τραπεζικά δάνεια και πιστωτικά όρια (-15% και -10%, αντίστοιχα) για την περίοδο Απριλίου-Σεπτεμβρίου 2022.
Πληθωρισμός και αύξηση τιμών πώλησης
Οι εταιρείες της ζώνης του ευρώ ανέφεραν υψηλότερες τιμές πώλησης κατά το τελευταίο έτος. Περίπου τα τρία τέταρτα των επιχειρήσεων της ζώνης του ευρώ ανέφεραν ότι οι τιμές τους αυξήθηκαν «λίγο» (46%) ή «πολύ» (26%) και οι περισσότερες αναμένουν ότι οι αυξήσεις τιμών θα συνεχιστούν τους επόμενους 12 μήνες (47% κατά «λίγο », 28% κατά «πολύ»). Επιπλέον, οι προσδοκίες για υψηλότερες τιμές πώλησης φαίνεται να είναι κοινές τόσο σε μεγάλες επιχειρήσεις όσο και σε ΜμΕ όλων των μεγεθών. Μεταξύ των χωρών, οι ανοδικές πιέσεις στις τιμές των επιχειρήσεων ήταν πιο έντονες στη Γερμανία σε σύγκριση με τις άλλες τρεις μεγαλύτερες οικονομίες.
Υψηλότερες τιμές πώλησης αναμένονται κυρίως από τις επιχειρήσεις στον κλάδο της βιομηχανίας, των κατασκευών και του εμπορίου, ενώ πιο μέτριες αυξήσεις επικρατούν στις υπηρεσίες. Περίπου το 35% των επιχειρήσεων στους τρεις προηγούμενους τομείς αναμένει ότι οι τιμές τους θα αυξηθούν «πολύ». Αντίθετα, το αντίστοιχο ποσοστό για τις επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών είναι μόλις 20%. Επιπλέον, ενώ το 25% των επιχειρήσεων παροχής υπηρεσιών δεν αναφέρει προσδοκίες για αύξηση των τιμών τους στο εγγύς μέλλον, το ποσοστό αυτό είναι σημαντικά χαμηλότερο στους άλλους τομείς (12%, 15% και 13% για τη βιομηχανία, τις κατασκευές και το εμπόριο, αντίστοιχα).
Το εισαγόμενο κόστος παραγωγής είναι ο πιο σημαντικός παράγοντας που επηρεάζει επί του παρόντος τις προσδοκίες για τις τιμές πώλησης («πολύ σημαντικό» για το 74% των επιχειρήσεων), ακολουθούμενο από το κόστος εργασίας (60%), τον αναμενόμενο πληθωρισμό (58%) και την ίδια ζήτηση (55%). Αντίθετα, παράγοντες όπως τα μερίδια αγοράς/ οι τιμές των ανταγωνιστών, η συναλλαγματική ισοτιμία και η διαθεσιμότητα χρηματοδότησης και το κόστος παίζουν πολύ πιο περιορισμένο ρόλο.
Η σημασία του αναμενόμενου πληθωρισμού ως παράγοντα στις τιμές πώλησης έχει αυξηθεί σε σύγκριση με το 2020. Η σημαντική άνοδος του πληθωρισμού από το 2020 φαίνεται επίσης να αύξησε την επίδραση του αναμενόμενου πληθωρισμού στις τιμές πώλησης, παράγοντας που το 58% των επιχειρήσεων αναφέρει τώρα ως « πολύ» σημαντικό (από 30% το 2020).