Μετά από μια μακρά περίοδο πρωτοφανών δυσκολιών και περιορισμών, το ελληνικό τραπεζικό σύστημα είναι σήμερα στο δρόμο της ανάκαμψης και ανάπτυξης. Το παραπάνω δήλωσε χθες στην Επιτροπή Οικονομικών της Βουλής, ο Πρόεδρος της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών, Βασίλης Ράπανος, καταθέτοντας τις θέσεις της ΕΕΤ επί του ν/σ για την «Αναμόρφωση του θεσμικού πλαισίου λειτουργίας του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας και του Συνεγγυητικού Κεφαλαίου Εξασφάλισης Επενδυτικών Υπηρεσιών, τον εκσυγχρονισμό του Οργανισμού Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους και άλλες επείγουσες διατάξεις», το οποίο ψηφίστηκε επί της αρχής.
Αναφερόμενος στην αναθεώρηση του νόμου του ΤΧΣ, ο κ. Ράπανος είπε ότι προωθεί σημαντικές αλλαγές που θα ωφελήσουν σημαντικά την ελληνική οικονομία γενικότερα, καθώς με το υφιστάμενο πλαίσιο, όπως είπε:
1) Δεν μπορούμε να περιμένουμε επενδυτικό ενδιαφέρον από ξένους ή και Έλληνες επενδυτές για τις μετοχές των ελληνικών τραπεζών, όσο διατηρούνται σημαντικοί επιχειρηματικοί περιορισμοί, απαγορεύοντας τη διανομή μερισμάτων. Ο κ. Ράπανος θύμισε ότι υπάρχουν Τράπεζες, στις οποίες το ΤΧΣ συμμετέχει με ένα μικρό μόνο ποσοστό με τη συντριπτική πλειοψηφία του κεφαλαίου τους να ανήκει σε ιδιώτες
2) Δεν μπορούμε να προσελκύσουμε αξιόλογα στελέχη, και μέλη διοικήσεων ικανά να οδηγήσουν στην επόμενη μέρα το τραπεζικό σύστημα, χωρίς να έχουμε εύλογες αμοιβές και ανταπόδοση,
3) Με τις αλλαγές που προτείνονται θα μπορέσουμε να εμπλουτίσουμε τα διοικητικά συμβούλια των ελληνικών τραπεζών, με ικανά πρόσωπα που γνωρίζουν καλά την ελληνική οικονομία και το ελληνικό επιχειρείν.
«Αυτή είναι η μεγάλη εικόνα και δεν νομίζω ότι τα προφανή οφέλη που έχουμε από την άρση των περιορισμών πρέπει να υποχωρήσουν απέναντι σε επιλεκτική κριτική επιμέρους ρυθμίσεων», είπε ο Πρόεδρος της ΕΕΤ, σχολιάζοντας και την κριτική για την επαναφορά των μπόνους στις τράπεζες. «Θα μου επιτρέψετε να μην συμφωνήσω. Στο σημερινό κόσμο, με τον έντονο ανταγωνισμό για προσέλκυση ταλέντων, οι περιορισμοί στην επιβράβευση ικανών στελεχών θα φέρουν τις ελληνικές τράπεζες σε μειονεκτική θέση σε σχέση με τις άλλες ευρωπαϊκές τράπεζες, αλλά και τις άλλες ελληνικές επιχειρήσεις. Ο νόμος επιτρέπει από το 2023 και εφεξής bonus μόνο με τη μορφή stock options, που είναι ένας συνηθισμένος τρόπος επιβράβευσης των εργαζομένων για το σύνολο των επιχειρήσεων και όχι μόνο για τις τράπεζες», είπε ο κ. Ράπανος.
Ο Πρόεδρος της ΕΕΤ τόνισε ότι παρά τις προκλήσεις που έχει δημιουργήσει η πανδημία, αλλά και η ενεργειακή κρίση, η ελληνική οικονομία και μαζί με αυτήν το ελληνικό τραπεζικό σύστημα έχουν αφήσει τα δύσκολα πίσω τους. Όπως είπε, με μία σειρά σωστών νομοθετικών ρυθμίσεων που θεσπίσθηκαν από όλες τις κυβερνήσεις, αλλά και με τη χρηστή διαχείριση των τραπεζών από τις διοικήσεις τους, το τραπεζικό σύστημα άρχισε να βρίσκει και πάλι το βηματισμό του και να εισέρχεται σε περίοδο ομαλής λειτουργίας. Μετά από μία 10ετία εμφανίζει και πάλι θετική πιστωτική επέκταση, αλλά και ανάκτηση της ρευστότητάς του με τη σταδιακή αύξηση των καταθέσεων. Με την αξιοποίηση, ιδίως, του νόμου ΗΡΑΚΛΗ, στο τέλος του 2021 τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια είχαν μειωθεί στα 18 δις και η προσδοκία είναι ότι μέχρι το τέλος του 2022 όλες οι συστημικές Τράπεζες θα έχουν μονοψήφιο αριθμό μη εξυπηρετούμενων δανείων. Επίσης, σε ό,τι αφορά τις μη συστημικές τράπεζες μερίδιο αγοράς κερδίζουν και νέες μικρότερες τράπεζες.
Κάνοντας αναδρομή στις συνθήκες κρίσης για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα υπό τις οποίες θεσπίσθηκε το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, με το Νόμο 3864/2010, ο Πρόεδρος της ΕΕΤ ανέφερε τα εξής:
• Η πρώτη κρατική παρέμβαση, για την προληπτική θωράκιση των τραπεζών πραγματοποιήθηκε το 2008, για την αντιμετώπιση της χρηματοπιστωτικής κρίσης που είχε ξεσπάσει σε διεθνές επίπεδο, με το νόμο 3723/2008, όταν Υπουργός Οικονομικών ήταν ο Γ. Αλογοσκούφης. Τότε διατέθηκαν 5 δις κρατικοί πόροι για την έκδοση προνομιούχων μετοχών υπέρ του Δημοσίου από τις ελληνικές τράπεζες, ποσό αρκετά μικρότερο από αυτό που διέθεσαν άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όχι απλώς για τη θωράκιση, αλλά για τη διάσωση των Τραπεζών τους. Τότε προβλέφθηκε η συμμετοχή εκπροσώπου του Ελληνικού Δημοσίου στα διοικητικά συμβούλια των ελληνικών πιστωτικών ιδρυμάτων, και καθιερώθηκαν επίσης περιορισμοί στη διανομή κερδών, και στις αποδοχές όλων των εργαζομένων και όχι μόνον στις αμοιβές των διοικήσεων. Οι προνομιούχες μετοχές είχαν ετήσια ανταπόδοση για το ελληνικό δημόσιο, και αποπληρώθηκαν όλες από τα ελληνικά πιστωτικά ιδρύματα.
• Εάν δεν είχε μεσολαβήσει η δημοσιονομική κρίση ίσως θα είχαμε περιοριστεί στο νόμο 3723/2008. Όμως η ελληνική κρίση χρέους έβαλε τη χώρα, και μαζί με αυτήν το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, σε ένα ιδιαίτερο καθεστώς, καθώς: 1) επήλθε το PSI, το κύριο βάρος του οποίου επωμίστηκε το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, που κατείχε στο χαρτοφυλάκιο του σημαντικό ποσό ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου 2) υπήρξε πλήρης εξαύλωση και απαξίωση των μετοχών, με τις οποίες συμμετείχαν ιδιώτες επενδυτές στα ελληνικά πιστωτικά ιδρύματα. Οι δύο αυτοί παράγοντες, σε συνδυασμό με τη μαζική φυγή καταθέσεων από τις ελληνικές τράπεζες δημιούργησαν την ανάγκη ανακεφαλαιοποίησής τους.
Και αυτή έγινε με πόρους του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, το πλαίσιο του οποίου καθορίστηκε από το νόμο 3864/2010. Το συνολικό ποσό, που διατέθηκε μέσω του Ταμείου για την σε τρεις φάσεις ανακεφαλαιοποίηση των τεσσάρων ελληνικών συστημικών τραπεζών ανέρχεται συνολικά σε 27 δις ενώ η ζημιά των επίσης συστημικών πιστωτικών ιδρυμάτων από το κούρεμα των ελληνικών ομολόγων έφτασε τα 31, 3 δις. Σημειωτέον ότι την ίδια χρονική περίοδο οι ελληνικές συστημικές τράπεζες συγχώνευσαν ή απέκτησαν καταθέσεις και δανειακά χαρτοφυλάκια, άλλων μη συστημικών τραπεζών, όπως λ.χ. της ΑΤΕ, των υποκαταστημάτων των Κυπριακών Τραπεζών στην Ελλάδα, της Proton, του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου, της FBB.
Είναι άξιο μνείας – σημείωσε ο κ. Ράπανος - ότι οι καταθέτες δεν έχασαν ούτε ένα ευρώ από τις καταθέσεις τους. Πρόσθεσε ότι σοβαρές ζημιές υπέστησαν οι ελληνικές τράπεζες και από την αύξηση των κόκκινων δανείων, αλλά και από τους περιορισμούς στην διεξαγωγή πλειστηριασμών και την οριζόντια προστασία που επιβλήθηκε και ίσχυσε για περίπου 10 χρόνια στην προστασία της πρώτης κατοικίας. Το 2010 ψηφίστηκε ο νόμος 3869/10 (γνωστός ως νόμος Κατσέλη) στον οποίο προσέφυγαν δανειολήπτες για συνολικό ποσόν 17,5 δις. ευρώ, και ακόμη αυτή η εκκρεμότητα δεν έχει εκκαθαριστεί.
• Στην αρχική του μορφή ο νόμος για το ΤΧΣ διατήρησε κατά βάση τους ίδιους περιορισμούς με αυτούς του 2008. Δηλαδή: 1) συμμετοχή εκπροσώπου του Ταμείου στα Διοικητικά Συμβούλια και στις βασικές επιτροπές αυτών. 2) Δικαίωμα αρνησικυρίας του εκπροσώπου του Ταμείου σε μία σειρά αποφάσεων του Διοικητικού Συμβουλίου, ή και της Γενικής Συνέλευσης της Τράπεζας και βεβαίως διατήρηση των περιορισμών στις αποδοχές (σταθερές και μεταβλητές), όχι μόνο των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου, αλλά και των ανώτερων στελεχών των πιστωτικών ιδρυμάτων και απαγόρευση διανομής κερδών.
• Στις ελληνικές τράπεζες επιβλήθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ένας ακόμη περιορισμός, επιζήμιος για τις ίδιες και κατ’ επέκταση και για την ελληνική οικονομία και συγκεκριμένα η υποχρέωση αποεπένδυσης όχι μόνο από τη σημαντική παρουσία που είχαν κτίσει στη Νοτιανατολική Ευρώπη την προηγούμενη 10ετία, αλλά και από τις μη τραπεζικές εμπορικές τους δραστηριότητες.
• Ιδιαίτερα σημαντική αλλαγή έγινε το 2015 μέσω του νόμου για το Ταμείο με τον οποίο επεβλήθησαν αυστηροί κανόνες για την επιλογή των μελών των Διοικητικών Συμβουλίων των Τραπεζών. Με βάση τις διατάξεις αυτές έγινε σχεδόν υποχρεωτική η συμμετοχή ξένων σε αυτά και στην προεδρία των βασικών επιτροπών των ΔΣ. Με τον τρόπο αυτό αποκλείστηκαν από τα διοικητικά συμβούλια των τραπεζών Έλληνες γνώστες των συνθηκών της Ελληνικής οικονομίας και εκπρόσωποι του επιχειρηματικού κόσμου, που εξασφάλιζαν τη διασύνδεση της τραπεζικής δραστηριότητας με την πραγματική οικονομία.
• Επίσης, την περίοδο 2015-2016 είχαμε την επιβολή των ελέγχων στην κίνηση κεφαλαίων και την κορύφωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, που έφτασαν τα 106 δις το Σεπτέμβριο του 2016.
Κάνοντας, τέλος, αναφορά στο σκέλος του νομοσχεδίου για το Συνεγγυητικό, ο κ. Ράπανος επανέφερε το αίτημα της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών -που στηρίζουν και άλλοι φορείς της αγοράς- να συμμετέχει με ένα εκπρόσωπο στο Διοικητικό Συμβούλιο του Συνεγγυητικού, ώστε να εκπροσωπούνται με γενικό και θεσμικό τρόπο οι χρηματιστηριακές θυγατρικές των τραπεζών, που φέρουν και το μεγαλύτερο βάρος εισφορών στο Συνεγγυητικό. Με τον ίδιο τρόπο εκπροσωπείται η Ένωση, και μάλιστα με δύο εκπροσώπους, στο Ταμείο Εγγύησης Καταθέσεων.