Η ανακοίνωση του πληθωρισμού την Παρασκευή στις ΗΠΑ στο 8,6%, σημαντικά υψηλότερα απ’ όλες τις εκτιμήσεις των αναλυτών, έχει προκαλέσει ρίγος σε όλους τους Κεντρικούς Τραπεζίτες, όχι μόνο στην Fed.
Το αποτέλεσμα αυτό ήρθε να διαψεύσει την διάχυτη - υποστηριζόμενη και από κεντρικούς τραπεζίτες – πρόβλεψη ότι ο πληθωρισμός το δίμηνο Απριλίου – Μαΐου, είχε ήδη αγγίξει το σημείο κορύφωσης.
Το 8,6% χτύπησε άσχημα αυτή την προσδοκία αποκαλύπτοντας μια δυναμική αύξησης των τιμών που διαπερνά πλέον σχεδόν σε όλες τις ομάδες προϊόντων και υπηρεσιών στις ΗΠΑ.
Το αξιοσημείωτο εδώ είναι ότι στην άνοδο αυτή δεν έχουν συμβάλει ακόμα σημαντικά οι αυξήσεις μισθών, η δυναμική των οποίων παραμένει ανοδική, γεγονός που μπορεί να πολλαπλασιάσει τις πληθωριστικές τάσεις στην συνέχεια, ακόμα και αν περιορισθεί η πίεση από τις τιμές ενέργειας.
Σε ανοδική τάση επίσης, χωρίς να έχει ακόμα ξεδιπλωθεί η πίεση που έχει συσσωρευτεί, βρίσκονται και οι τιμές των τροφίμων.
Αν μάλιστα οι «ζημιές» στην διεθνή τροφοδοσία από τον πόλεμο στην Ουκρανία δεν αντιμετωπισθούν με απεμπλοκή άμεσα των εξαγωγών, αλλά και την αποκατάσταση της καλλιέργειας και της παραγωγής, η τάση αυτή θα ενισχυθεί περαιτέρω για το 2023, με απρόβλεπτες συνέπειες στην σχέση τιμών – μισθών…
Για τους λόγους αυτούς το αποτέλεσμα του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή στις ΗΠΑ την Παρασκευή, έχει προκαλέσει ρίγη στα Διοικητικά Συμβούλια των Κεντρικών Τραπεζών τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην Ευρώπη.
Τα «λάθη»
Την επόμενη εβδομάδα ο επικεφαλής της Fed πέραν της προγραμματισμένης αύξησης των επιτοκίων κατά 0,5% θα πρέπει να δώσει «εξηγήσεις» για το δεύτερο «λάθος» εκτίμησης μέσα σε λιγότερο από ένα χρόνο, μία με την θεωρία περί προσωρινότητας και μία με την θεωρία περί κορύφωσης των πληθωριστικών πιέσεων…
Το πως θα σχολιάσει το δεύτερο αυτό «ιδεολόγημα» που καταρρίπτεται με την ανακοίνωση του 8,6% θα διαμορφώσει σχεδόν αυτόματα τις αντιδράσεις των αγορών, όχι μόνο απέναντι στο αμερικανικό χρέος αλλά και στο ευρωπαϊκό, για το οποίο η Λαγκάρντ την περασμένη εβδομάδα άφησε πολλά ζητήματα ανοικτά.
Ήδη η Ιταλία έχει αρχίσει να γίνεται «πεδίο δοκιμών» από τις αγορές με τα spreads και τις αποδόσεις των ομολόγων της να αγγίζουν τα όρια αντοχής της οικονομίας της.
Μιας οικονομίας η οποία βαρύνεται από ένα χρέος που ξεπερνά τα 2,7 τρισ. ευρώ και το οποίο με μέτριες εκτιμήσεις, μέσα στο 2022 πρέπει να αναχρηματοδοτηθεί με τουλάχιστον ένα τρις ευρώ από τις αγορές.
Η πίεση είναι δραματική και δεν ανακουφίζεται με διαβεβαιώσεις του τύπου που ανακοίνωσε η ΕΚΤ, ότι δηλαδή δεν θα επιτρέψει τον «κατακερματισμό» της ευρωπαϊκής αγοράς ομολόγων. Ο κατακερματισμός αυτός είναι ήδη καθ’ οδόν σχεδόν σε όλες τις υπερχρεωμένες οικονομίες της νότιας Ευρώπης με την Ιταλία και την Ισπανία να δέχονται αυξανόμενες πιέσεις.
Αν μάλιστα την επόμενη εβδομάδα η Fed, μετά το 8,6% του Μαΐου εμφανισθεί περισσότερο δυναμική στις παρεμβάσεις της από ότι έχει ήδη εξαγγείλει, τότε η πίεση στην Ευρώπη θα αυξηθεί απότομα και ίσως υποχρεώσει την ΕΚΤ να κινηθεί και αυτή με διαφορετικές ταχύτητες.
Το πρόβλημα πλέον είναι σαφές, μια σειρά ευρωπαϊκές ισχυρές οικονομίες όπως η Ιταλία και η Ισπανία, βρίσκονται υπό αυξανόμενη πίεση για να χρηματοδοτηθούν από τις αγορές, καθώς η ΕΚΤ αποσύρεται από την «αποστολή» της αυτή.
Μπορεί το τραπεζικό σύστημα να έχει στο μεταξύ ενισχυθεί μετά το 2008, αλλά ο ομφάλιος λώρος που το συνδέει με τις αντοχές των εθνικών οικονομιών και την ικανότητα αναχρηματοδότησης του χρέους τους είναι καθοριστικός για την τύχη τους.
Παράδειγμα η Ιταλία της οποίας το τραπεζικό σύστημα είναι κυριολεκτικά «φορτωμένο» με το δημόσιο χρέος…
Για την Ελλάδα οι αντοχές είναι διαφορετικές καθώς η αύξηση των επιτοκίων και η πίεση των αγορών αφορούν προς το παρόν σε ένα μικρό μόνο μέρος του δημόσιου χρέους καθώς ο ESM παραμένει ο βασικός δανειστής του ελληνικού δημοσίου.
Όμως αυτή η ιδιαιτερότητα δεν αφορά τις τράπεζες και τον ιδιωτικό τομέα, στον οποίο η γενικευμένη αύξηση του κόστους του χρήματος «περνάει» ολόκληρη και μάλιστα με υψηλό πολλαπλασιαστή…