Ανεξάρτητα από το αν συμφωνεί ή διαφωνεί κανείς γι’ αυτό που έχουν αποφασίσει και πραγματοποιούν οι κεντρικές τράπεζες σαν πολιτική αντιμετώπισης του πληθωρισμού, αυτή η πολιτική είναι πλέον η «πραγματικότητα» και σαν τέτοια παράγει «αποτελέσματα».
Για την Ευρωζώνη συνολικά αλλά και για την Ελλάδα ειδικά η προσέγγιση της δυναμικής αυτών των αποτελεσμάτων είναι καθοριστική για να πάρει κανείς θέση απέναντι σ’ αυτά τα «αποτελέσματα» που έτσι κι αλλιώς διαμορφώνουν το οικονομικό και πολιτικό περιβάλλον από τώρα δηλαδή την 1η Ιουλίου και στο εξής.
Αρκεί μια ματιά στις ανάλογες συσχετίσεις μεταξύ της νομισματικής πολιτικής και των οικονομικό/πολιτικών εξελίξεων τόσο στην δεκαετία του 70’ με τον ανεξέλεγκτο πληθωρισμό, όσο και στην δεκαετία του 80’ με την «βίαιη» αύξηση των επιτοκίων, για να δει κανείς δια …γυμνού οφθαλμού, αυτά τα «αποτελέσματα».
Για την Ελλάδα οι ιδιαιτερότητες αυτού του συσχετισμού έχουν ιδιαίτερη σημασία γιατί μπορούν να ξεκαθαρίσουν σε σημαντικό βαθμό την οπτική του επερχόμενου «τοπίου» μέσα στο οποίο οικονομία και πολιτική θα διαμορφωθούν και οι κοινωνικοί εταίροι κληθούν να πάρουν θέση και να ..ενεργήσουν:
- Το πρώτο και καθοριστικό στοιχείο της απόφασης της ΕΚΤ, να αποσύρει την πολιτική νομισματικής χαλάρωσης και να διακόψει το PEPP, είναι ασφαλώς το καθοριστικό καθώς αυξάνει το κόστος του χρήματος σε ένα περιβάλλον υπερχρέωσης, τόσο του δημόσιου όσο και του ιδιωτικού τομέα.
- Για την Ελλάδα ασφαλώς λόγω της αναδιάρθρωσης του δημόσιου χρέους που έχει προηγηθεί, οι συνέπειες αυτής της αλλαγής όσο αφορά το κόστος του χρήματος είναι – σε πρώτη ανάγνωση - σαφώς λιγότερο ασφυκτικές σε σύγκριση με τις άλλες υπερχρεωμένες οικονομίες της Νότιας Ευρώπης, π.χ. Ιταλίας, Ισπανίας κ.λ.π.
- Παρ’ όλα αυτά και παρά την εν μέρη αναδιάρθρωση και του ιδιωτικού χρέους (ρυθμίσεις δανείων, Ηρακλής Ι και ΙΙ, κ.α.) – με την εγγύηση του δημοσίου - η αλλαγή στο κόστος του χρήματος δημιουργεί ασφυκτικές καταστάσεις στον ιδιωτικό τομέα οι οποίες εφ’ όσον ξεπεράσουν τα όρια αντοχής της οικονομίας αναγκαστικά θα «σκάσουν» εις βάρος των εγγυήσεων του δημοσίου.
- Η αλλαγή της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ με την συρρίκνωση της διαθέσιμης ρευστότητας και την αύξηση του κόστους δανεισμού παρεμβαίνει προφανώς στο κομμάτι της «ζήτησης», μέσα σε ένα πληθωριστικό περιβάλλον το οποίο έχει ως βασική του αιτία τα προβλήματα που έχει προκαλέσει ο νομισματικός πληθωρισμός που έχει προηγηθεί και τα προβλήματα προσφοράς. Με άλλα λόγια θα επιτείνει τα υφεσιακά φαινόμενα στην οικονομική δραστηριότητα χωρίς να μπορεί να αναχαιτίσει συνολικά τις πληθωριστικές πιέσεις.
- Αυτή η «υφεσιακή» πίεση για την Ελλάδα που αφορά τόσο την εσωτερική της οικονομική δραστηριότητα όσο και το ευρωπαϊκό οικονομικό της περιβάλλον, έρχεται να δώσει «αποτελέσματα» σε μία οικονομία η οποία δεν είχε ακόμα επιστρέψει σε προ πανδημίας επίπεδα οικονομικής ανάπτυξης.
- Για την Ελλάδα αυτό είναι ακόμα πιο σοβαρό έναντι των άλλων υπερχρεωμένων χωρών της Ευρωζώνης καθώς τα προ πανδημίας επίπεδα οικονομικής ανάπτυξης στα οποία δεν έχει ακόμα επιστρέψει, πριν αρχίσει η εφαρμογή της ασφυκτικής πολιτικής της ΕΚΤ, ήταν ήδη πολύ χαμηλότερα από τα «φυσιολογικά» της επίπεδα, λόγω της απώλειας της μνημονιακής δεκαετίας που είχε προηγηθεί.
Με άλλα λόγια η αλλαγή της νομισματικής πολιτικής από την πλευρά της ΕΚΤ βρίσκει την εγχώρια οικονομία, ναι μεν προστατευμένη εν μέρη – στον δημόσιο τομέα – λόγω της αναδιάρθρωσης του χρέους που έχει προηγηθεί. Αλλά ταυτόχρονα σε πολύ χειρότερη θέση έναντι των άλλων υπερχρεωμένων χωρών, γιατί την βρίσκει με το διπλό handicap των απωλειών της περιόδου της πανδημίας σωρευτικά πάνω στην απώλεια της δεκαετίας των μνημονίων (περίπου 25% ΑΕΠ) που έχει προηγηθεί…
Αυτό είναι το «πραγματικό» περιβάλλον πάνω στο οποίο η νέα νομισματική πολιτική της ΕΚΤ έρχεται να παράξει νέα …αποτελέσματα, οικονομικά και πολιτικά.
Χρονικά αυτά τα «αποτελέσματα» θα αρχίσουν να ξεδιπλώνονται μέσα στο φθινόπωρο, καθώς η οικονομία, καταναλωτές και επιχειρήσεις θα αρχίσουν να αντιλαμβάνονται και να προσαρμόζονται στο νέο σύνθετο περιβάλλον…