«Δεν υπάρχει προϊόν που να μην έχει ακριβύνει. Οι τιμές έχουν φτάσει στα ύψη!». Αυτή είναι η γενικότερη αίσθηση που αποτυπώνεται εδώ και αρκετούς μήνες από τους καταναλωτές, είτε βρεθούν σε ένα κατάστημα σούπερ μάρκετ, είτε στραφούν σε μια λαϊκή αγορά προκειμένου να καλύψουν τις ανάγκες τους σε τρόφιμα και άλλα βασικά καταναλωτικά είδη.
Το κύμα της ακρίβειας που έχει πλήξει την ελληνική οικονομία είναι σαρωτικό, ενώ όλα δείχνουν πως αργεί ακόμη το «φως στην άκρη του τούνελ» κι ενώ παράγοντες της αγοράς προειδοποιούν για ένα «καυτό» φθινόπωρο και για έναν ακόμη πιο δύσκολο χειμώνα, βλέποντας τους νέους τιμοκαταλόγους των προμηθευτών που φτάνουν στα σούπερ μάρκετ.
«Η ακρίβεια καλπάζει και δεν θα τελειώσει ούτε το 2022 αλλά ούτε καν το 2023. Έρχεται βαρύς χειμώνας… Η κατάσταση είναι απελπιστική… Αυξήσεις τιμών παντού σε όλα και όλη την αγορά», προειδοποίησε πρόσφατα η Γενική Ομοσπονδία Καταναλωτών Ελλάδας, περιγράφοντας ένα μικρό μόνο μέρος της νέας καθημερινότητας του Έλληνα. Και μπορεί τον Ιούλιο - και για πρώτη φορά μετά από μήνες - ο πληθωρισμός να επιβραδύνθηκε στο 11,6%, από 12,1% τον Ιούνιο, ωστόσο εξακολουθεί να παραμένει σε πολύ υψηλά επίπεδα, ενώ το πέπλο της ακρίβειας έχει απλωθεί για τα καλά στο σύνολο σχεδόν των ειδών διατροφής.
Τα στοιχεία είναι αποκαλυπτικά. Τον Ιούλιο του 2022, η αύξηση του δείκτη διατροφής και μη αλκοολούχων ποτών ήταν υψηλότερη έναντι του γενικού δείκτη τιμών καταναλωτή, αφού διαμορφώθηκε στο 13% έναντι του 11,6% του εθνικού δείκτη. Η αύξηση αυτή προήλθε από την αύξηση κυρίως των τιμών σε: ψωμί και δημητριακά, κρέατα (γενικά), ψάρια (γενικά), γαλακτοκομικά και αυγά, έλαια και λίπη, λαχανικά (γενικά), ζάχαρη-σοκολάτες-γλυκά-παγωτά, λοιπά τρόφιμα, καφέ-κακάο-τσάι, μεταλλικό νερό-αναψυκτικά-χυμούς φρούτων.
Οι ανατιμήσεις «ανεβάζουν» τους τζίρους του λιανεμπορίου τροφίμων
Πρόσφατα στοιχεία, άλλωστε, της NielsenIQ επιβεβαιώνουν πως οι τζίροι που καταγράφονται στο λιανεμπόριο τροφίμων τροφοδοτούνται αποκλειστικά από τις αυξήσεις των τιμών των προϊόντων. Στο πρώτο εξάμηνο του 2022, η αγορά του οργανωμένου λιανεμπορίου τροφίμων κινήθηκε στο σύνολό της θετικά, στο +0,9%, λόγω των αυξημένων τιμών «καθώς η ζήτηση παρουσιάζει αρνητική τάση για το σύνολο των μεγάλων κατηγοριών». Τα καταναλωτικά αγαθά ταχείας κυκλοφορίας μετρούν αύξηση σε αξία της τάξης του +0,7%, καθοδηγούμενη από τις κατηγορίες των τροφίμων και ποτών, οι οποίες παρουσιάζουν και τις μεγαλύτερες πληθωριστικές πιέσεις στο +4,2%, με αποτέλεσμα οι όγκοι πωλήσεων να υποχωρούν κατά -2,7%. Ενδεικτικά αναφέρονται οι κατηγορίες του ελαιολάδου, του συσκευασμένου τυριού, αλλά και των αλεύρων, των οποίων οι τιμές έχουν αυξηθεί μεσοσταθμικά κατά 22,7%, 9,6% και 9,1% αντίστοιχα. Στις αυξήσεις αυτές έχουν συμβάλει ιδιαίτερα οι μήνες Μάιος και Ιούνιος, οι οποίοι έχουν παρουσιάσει σημαντικά πιο έντονες ανατιμήσεις σε σχέση με το πρώτο τετράμηνο του 2022.
Αυξημένο την ίδια στιγμή είναι και το επίπεδο των τιμών για τις μεγάλες κατηγορίες της φροντίδας του νοικοκυριού, αλλά και της προσωπικής περιποίησης κατά +3,4% και +2,1% αντίστοιχα, με αποτέλεσμα η κατανάλωση να υποχωρήσει σημαντικά σε ποσοστό -5,3% και -3,6%, επίσης κατ’ αντιστοιχία. Μεταξύ των κατηγοριών που έχουν σημειώσει τις πιο υψηλές ανατιμήσεις είναι το αλουμινόχαρτο (+16,7%), αλλά και οι πάνες (+9,0%).
Πώς κινούνται σε εβδομαδιαία βάση οι τιμές σε βασικά είδη διατροφής
Σημαντικό ενδιαφέρον παρουσιάζει την ίδια ώρα η πορεία διαμόρφωσης των τιμών σε εβδομαδιαία βάση, με τις ανατιμήσεις να γίνονται αισθητές ακόμη και σε διάστημα επτά ημερών. Ενδεικτικά είναι τα τελευταία στατιστικά δελτία τιμών του Οργανισμού Κεντρικών Αγορών και Αλιείας (ΟΚΑΑ), ημερομηνίας 8 Αυγούστου, που αποτυπώνουν τις αυξημένες τιμές στις οποίες πωλούνται τα οπωρολαχανικά. Οι τιμές που ακολουθούν αφορούν στη χονδρική πώληση, οπότε δεν αποκλείεται να «τσιμπήσουν» ακόμη περισσότερο μέχρι τα προϊόντα να φτάσουν στους τελικούς καταναλωτές.
Τα κρεμμυδάκια (ξερά) πωλούνται με επικρατούσα τιμή 0,60 ευρώ από 0,55 ευρώ την προηγούμενη εβδομάδα, ενώ για τις μελιτζάνες (φλάσκες), η τιμή αγγίζει πλέον τα 0,60 ευρώ από 0,50 ευρώ πριν από επτά ημέρες! Με 0,60 ευρώ αγοράζει κανείς και τις τσακώνικες μελιτζάνες, έναντι 0,55 ευρώ την προηγούμενη εβδομάδα, ενώ τα παντζάρια πωλούνται στα 0,70 ευρώ έναντι 0,60 ευρώ πριν από επτά ημέρες. Στα 0,33 ευρώ διαμορφώνεται η τιμή για τα καρπούζια, έναντι 0,25 ευρώ πριν από μια εβδομάδα.
Σχολιάζοντας στα τέλη του περασμένου Μαΐου το κύμα ακρίβειας που έχει χτυπήσει την πόρτα της ελληνικής αγοράς, ο πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της METRO AEBE, Αριστοτέλης Παντελιάδης, είχε παραδεχθεί πως «οι τιμές είναι πρόβλημα και ο καταναλωτής δυσκολεύεται». «Όπως όλα δείχνουν, έχουμε ακόμη δρόμο μπροστά μας, ενώ ως το τέλος του χρόνου η κατανάλωση θα είναι μειωμένη λόγω της ιδιαίτερης κατάστασης που επικρατεί», είχε επισημάνει, εξηγώντας πως από πλευράς όγκων, διαπιστώνεται σαφής μείωση της κατανάλωσης.
Νέες αυξήσεις στα τρόφιμα προαναγγέλλουν διεθνείς κολοσσοί
«Οι τιμές θα συνεχίσουν να ανεβαίνουν» έγραφαν πρόσφατα οι Financial Times, επικαλούμενοι τις προβλέψεις πανίσχυρων κολοσσών που δραστηριοποιούνται στους κλάδους τροφίμων και ποτών, όπως η Unilever, η Coca-Cola και η McDonald's. Στη σκιά του παγκόσμιου πληθωρισμού που τρέχει με… σπασμένα φρένα, μεγάλα brands απαντούν με νέες αυξήσεις τιμών στο ολοένα και αυξανόμενο κόστος.
Η Unilever έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου για ένα νέο τοπίο, με ένα άνευ προηγουμένου κόστος, ενώ ενδεικτικά οι τιμές για βασικά εμπορικά σήματα του κολοσσού – σαπούνια, μαγιονέζα, καθαριστικά προϊόντα – μέτρησαν αύξηση κατά μέσο όρο 11,2% το δεύτερο τρίμηνο του 2022 σε σχέση με πέρυσι. «Έρχονται κι άλλες αυξήσεις», προειδοποίησε η εταιρεία.
Από την πλευρά της η McDonald's γνωστοποίησε ότι προτίθεται να προσθέσει στα γεύματά της περισσότερα εκπτωτικά μενού, καθώς το κύμα της ακρίβειας στρέφει ορισμένους καταναλωτές σε φθηνότερες εναλλακτικές.
Τι… έπεται για τον πληθωρισμό στην Ελλάδα
Την ίδια στιγμή, πιο απαισιόδοξοι για το μέλλον εμφανίζονται πλέον οι περισσότεροι επικεφαλής των οικονομικών επιτελείων των εταιρειών στην Ελλάδα, όπως αποτυπώνεται στη φετινή έκδοση της έρευνας European CFO Survey της Deloitte.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας και σε ό,τι αφορά την πορεία του πληθωρισμού αναμένουν τους επόμενους 12 μήνες να είναι 6,8% για την Ελλάδα και 5,59% για την Ευρωζώνη.
Την ίδια στιγμή, το 66% θεωρεί το υψηλότερο κόστος μεταφορών ως το κύριο πρόβλημα που αντιμετωπίζει η εφοδιαστική αλυσίδα, ενώ 59% θεωρεί ως το κυριότερο πρόβλημα τις υψηλότερες τιμές για τα εμπορεύματα/ενδιάμεσα αγαθά.