Τα δεινά και οι κίνδυνοι που συνοδεύουν τον πληθωρισμό προφανώς και αντισταθμίζουν πλήρως κάθε όφελος, αλλά «κέρδη» έστω και πρόσκαιρα υπάρχουν. Ένα από αυτά έχει ειδική σημασία στην προσπάθεια της κυβέρνησης να επιστρέψει η χώρα το ταχύτερο δυνατό, ακόμη και φέτος, στην επενδυτική βαθμίδα και συνδέεται με την αποκλιμάκωση του χρέους προς το 160% του ΑΕΠ.
Το χρέος ως δείκτης υπολογίζεται ως αναλογία του ονομαστικού ΑΕΠ (σ.σ. ανάπτυξη μαζί με τον πληθωρισμό). Δηλαδή ο δείκτης χρέους μειώνεται όσο περιορίζονται τα ελλείμματα και όσο δημιουργούνται πλεονάσματα, αλλά και όσο ο παρονομαστής του ΑΕΠ συν τον πληθωρισμό αυξάνεται.
Έτσι, όπως εξηγούν κοινοτικές πηγές, από την μία πλευρά στην μείωση του χρέους συνδράμει η εκτίμηση πως η Ελλάδα θα έχει φέτος πολύ υψηλότερο ρυθμό ανάπτυξης από ό,τι αρχικά υπολογιζόταν (σ.σ. κατά 3,1% ανέφερε το Πρόγραμμα Σταθερότητας του Απριλίου), μία επίδοση που θα είναι από τις πιο καλές στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως εκτίμησε σήμερα ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας. Είναι ένα από τα καλά νέα των τελευταίων ημερών, με την κυβέρνησή να περιμένει και τις ανακοινώσεις της ΕΛΣΤΑΤ στις 7 Σεπτεμβρίου για την πορεία του 2ου τριμήνου, ώστε μαζί με τα τελευταία στοιχεία για τον τουρισμό και για τις υπόλοιπες οικονομικές επιδόσεις να διαμορφώσει το νέο της μακροοικονομικό σενάριο.
Η «συμβολή» του πληθωρισμού
Παράλληλα, ο πληθωρισμός καλπάζει παγκοσμίως με επίκεντρο την ενέργεια. Με πηγές του οικονομικού επιτελείου να μην αποκλείουν και νέα (προς τα πάνω) αναθεώρηση των προβλέψεων για την πορεία των τιμών φέτος. Τα τελευταία, άτυπα σενάρια, έκαναν λόγο για άνοδο των τιμών κατά 9% περίπου το 2022 και κατά 2% την προσεχή 2ετία. Πλέον οι πληροφορίες που έρχονται από «έξω» δεν αποκλείουν την πιθανότητα η άνοδος των τιμών να είναι και πιο υψηλή. Και τούτο όταν το Πρόγραμμα Σταθερότητας του Απριλίου είχε στηριχθεί σε άνοδο του εναρμονισμένου δείκτη κατά 5,6% φέτος και κατά 1,6% το 2022.
Η τεράστια πληγή της ακρίβειας χτύπα ποικιλοτρόπως την οικονομία: από την τεράστια χρηματοδότηση για μέτρα στήριξης (μόνο για το ρεύμα ξεπερνούν τον Σεπτέμβριο κατά πολύ τα 500 εκατ. ευρώ) έως το πλήγμα στα εισοδήματα ή στο κόστος δανεισμού. Ωστόσο, βραχυπρόθεσμα υπάρχει όφελος σε κάποια πεδία όπως στα κρατικά έσοδα (λόγω του αυξημένου τζίρου), αλλά και στο χρέος.
Οι νέοι στόχοι
Αυτή η διπλή θετική επίδραση στον παρονομαστή μέτρησης του χρέους (από την ανάπτυξη και την άνοδο των τιμών) εκτιμάται από κοινοτικές πηγές πως μπορεί να οδηγήσει (μαζί με τον περιορισμό των ελλειμμάτων και τη δημιουργία πλεονασμάτων από το 2023 στην οποία στοχεύει το ΥΠΟΙΚ) σε επιτάχυνση του ρυθμού αποκλιμάκωσης του χρέους. Πέραν και πάνω από τον ήδη εντυπωσιακό στόχο που είχε θέσει η κυβέρνηση.
Σημειώνεται πως το 2021 πέτυχε την μείωσή του χρέους (κυρίως λόγω της ανάπτυξης και της μείωσης του ελλείμματος) κατά 13,1% του ΑΕΠ. Ο λόγος για μία επίδοση που ήταν και η πιο μεγάλη στην ΕΕ αλλά και πρωτόγνωρη ιστορικά στην Ευρωζώνη (σ.σ. μειώθηκε στο 193,3% του ΑΕΠ). Για φέτος ο στόχος που είχε τεθεί τον Απρίλιο ήταν η αποκλιμάκωση στο 180,2% του ΑΕΠ (επίσης μείωση κατά 13,1%), το 2023 να πάει στο 168,6% του ΑΕΠ, το 2024 στο 155,2 % του ΑΕΠ και το 2025 στο 146,5% του ΑΕΠ. Ο λόγος όμως για προβλέψεις που για φέτος βασίζονταν σε εκτιμήσεις για μικρότερη άνοδο του ΑΕΠ και για πολύ χαμηλότερο πληθωρισμό.
Πλέον φέτος εκτιμάται από κοινοτικές πηγές πως η αποκλιμάκωση μπορεί να είναι πολύ ταχύτερη, διαμορφώνοντας έτσι ένα νέο «ρεκόρ», αλλά και πως η τάση αυτή θα συνεχισθεί μερικώς και το 2023 φέροντας πιο κοντά το στόχο του 160% του ΑΕΠ προς το 2023. Ο λόγος για μία κίνηση η οποία έχει πολύ μεγάλη σημασία για την θέση της Ελλάδας στις αγορές και για την προσπάθεια επιστροφής σε επενδυτική βαθμίδα και έχει μία βασική «αγωνία» σύμφωνα με όσα μεταφέρουν οι ίδιες πηγές: η παγκόσμια κρίση τιμών να μην γίνει τόσο οξεία και μακράς διάρκειας που να καταπνίξει και αυτά τα οφέλη...