Στα πρακτικά της συνεδρίασης του Ιουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας στρέφονται οι αναλυτές προκειμένου να βγάλουν πιο σαφή συμπεράσματα σχετικά με τις κινήσεις και του χειρισμούς του Διοικητικού Συμβουλίου, καθώς οι ανησυχίες εντείνονται εξαιτίας των υψηλών και επίμονων πληθωριστικών πιέσεων, του ενεργειακού εφιάλτη που πλήττει την Ευρώπη, της συνεχώς μειούμενης αναπτυξιακής δυναμικής και της αισθητής αδυναμίας του ευρώ.
Σύμφωνα με τον απολογισμό της συνεδρίασης του Συμβουλίου της ΕΚΤ τον Ιούλιο, τα μέλη του Συμβουλίου είχαν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι τους τελευταίους μήνες ο πληθωρισμός ήταν επανειλημμένα υψηλότερος από τον αναμενόμενο και ότι η νομισματική πολιτική δεν ήταν σε θέση να παράσχει μια αποτελεσματική στήριξη όταν η οικονομία επλήγη από μια σειρά σοκ στο σκέλος της προσφοράς. Επιπλέον, οι κυβερνήσεις κατάφεραν να στηρίξουν κατά τη διάρκεια της πανδημίας, τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, με τη νομισματική πολιτική να στρέφεται στην πορεία αποκλιμάκωσης του πληθωρισμού λαμβάνοντας τα απαραίτητα μέτρα σύμφωνα με την εντολή της ΕΚΤ. Συνεπώς, ένας «πολύ μεγάλος αριθμός μελών συμφώνησε ότι ήταν σκόπιμο να αυξηθούν τα επιτόκια κατά 50 μονάδες βάσης».
«Όλα αυτά υποδηλώνουν εντόνως, πως το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ θα συνεχίσει σε ανάλογο ρυθμό όσον αφορά την αυστηροποίηση της νομισματικής της πολιτικής στο άμεσο μέλλον», όπως σημειώνει ο Andrew Kenningham, επικεφαλής οικονομολόγος της Capital Economics για την Ευρώπη.
Σύμφωνα με τον ίδιο, πολλά έχουν αλλάξει με το πέρας των τεσσάρων εβδομάδων από την τελευταία συνεδρίαση της ΕΚΤ και σχεδόν όλα ήταν αρνητικά. Το πιο σημαντικό είναι ότι η τιμή χονδρικής του φυσικού αερίου έχει σχεδόν διπλασιαστεί σε επίπεδα που ξεπερνούν τα 300 ευρώ ανά MWh. Αυτή η εξέλιξη έχει ενισχύσει τους κινδύνους για μια επί τα χείρω αναθεώρηση των αναπτυξιακών προοπτικών (από ανάπτυξη 2,8% φέτος, σε ύφεση 0,5% το 2023 και ανάκαμψη 1,3% το 2024 είναι οι νέες εκτιμήσεις της Capital Economics), αλλά η ΕΚΤ θα ανησυχεί περισσότερο για το πώς έχουν αυξηθεί οι κίνδυνοι μιας περαιτέρω ανοδικής δυναμικής του πληθωρισμού.
Έτσι δείχνει αρκετά πιθανό, η ΕΚΤ να αυξήσει τα επιτόκια κατά 50 μονάδες βάσης τον Σεπτέμβριο, τη στιγμή που μια μεγαλύτερη αύξηση δείχνει πολύ πιο πιθανή από μια μικρότερη, όπως τονίζει ο Kenningham. Πέραν αυτού, εκτιμά πως η ΕΚΤ θα φτάσει τα επιτόκια στο ανώτατο σημείο του 2% το επόμενο έτος, το οποίο είναι σε γενικές γραμμές σύμφωνο με αυτό που τιμολογούν οι αγορές σήμερα. Ως προς το νέο εργαλείο, TPI, η ΕΚΤ σχεδιάζει να εξετάζει αναλύσεις βιωσιμότητας του χρέους από αρκετά κέντρα, συμπεριλαμβανομένης της Κομισιόν, του ESM, του ΔΝΤ, καθώς και του δικού της κέντρου αξιολόγησης, χωρίς την υιοθέτηση κάποιας ιεραρχία. Η ουσία έγκειται στο ότι ορισμένοι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θα είναι απρόθυμοι να συναινέσουν σε αγορές περιουσιακών στοιχείων για κυβερνήσεις των οποίων τα δημοσιονομικά είναι εύθραυστα, τη στιγμή που αυτές είναι οι ίδιες οι οικονομίες που θα έχουν τη μεγαλύτερη ανάγκη στήριξης. «Αυτή η αναποφασιστικότητα είναι ένας βασικός λόγος για τον οποίο πιστεύουμε ότι είναι πολύ πιθανό να καταγραφεί ένα περαιτέρω sell off στις αγορές ομολόγων τη ευρωπαϊκής περιφέρειας, προτού υπάρξει η ενεργοποίηση και μια πραγματική χρήση του νέου εργαλείου» αναφέρει ο Kenningham.
Από τη μεριά του, ο επικεφαλής μακροοικονομικών της ING, Carsten Brzeski αναφέρει πως η ΕΚΤ επιδιώκει επί του παρόντος δύο βασικούς στόχους: τη σταθεροποίηση των προσδοκιών για τον πληθωρισμό και την ομαλοποίηση της νομισματικής πολιτικής. Ως προς το πρώτο ωστόσο, το παράδειγμα των ΗΠΑ, δείχνει ότι οι ακόμη πιο επιθετικές αυξήσεις των επιτοκίων είναι λιγότερο ισχυρές στη μείωση των προσδοκιών για τον πληθωρισμό σε σύγκριση με την πορεία των τιμών των εμπορευμάτων. Η τελευταία πτώση των προσδοκιών για τον πληθωρισμό των ΗΠΑ φαίνεται να είναι αποτέλεσμα της πτώσης των τιμών της βενζίνης και όχι τόσο των τελευταίων αυξήσεων των επιτοκίων από τη Fed. Ως προς την ομαλοποίηση της νομισματικής της πολιτικής οποιοδήποτε ουδέτερο επίπεδο στα επιτόκια εξαρτάται επίσης από την κατάσταση της οικονομίας. Σε ένα εύρωστο περιβάλλον ανάπτυξης, ο ουδέτερος ρυθμός θα είναι υψηλότερος από ό,τι σε ένα περιβάλλον χαμηλής ανάπτυξης ή ακόμα και σε ύφεση.
Ως εκ τούτου, και ο Brzeski αναμένει από το «στρατηγείο» της Φρανκφούρτης να αυξήσει τα επιτόκια κατά 50 μονάδες βάσης στη συνεδρίαση του Σεπτεμβρίου, αλλά διαφοροποιείται από τον Kenningham καθώς εκτιμά πως θα σταματήσουν μέχρι και την άνοιξη του επόμενου έτους. Όπως σημειώνει, «μια ύφεση, μια ενεργειακή κρίση το χειμώνα και ένας συνεχιζόμενος πόλεμος απλώς συνηγορούν ενάντια στις υπερβολικά επιθετικές αυξήσεις των επιτοκίων».
Από την άλλη, η UBS αναμένει ότι ο πληθωρισμός θα ενισχυθεί από το 8,9% τον Ιούλιο στο ανώτατο σημείο του 9,4% τον Σεπτέμβριο, προτού υποχωρήσει στο 8,1% έως το τέλος του 2022 και (προσωρινά) χαμηλότερα από το 2% το τέταρτο τρίμηνο του 2023. Αυτό συνεπάγεται έναν πληθωρισμό της τάξεως του 8% το 2022 και του 3,6% το 2023, με τον δομικό πληθωρισμό στο 3,7% και στο 3% αντίστοιχα. Ο Reinhard Cluse επικεφαλής οικονομολόγος της UBS για την Ευρώπη, θεωρεί πως οι κίνδυνοι κινούνται προς τα πάνω, με αιχμή τις τιμές ενέργειας και των τροφίμων και την υψηλότερη αύξηση των μισθών.
«Με τον πληθωρισμό να παραμένει σε πολύ υψηλά επίπεδα και με μια ήπια ύφεση κατά τη διάρκεια του τρίτου και του τέταρτου τριμήνου του φετινού έτους να προσφέρουν μια περιορισμένη στήριξη στον αποπληθωρισμό, αναμένουμε από την ΕΚΤ να αυξήσει το επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων κατά 50 μονάδες βάσης τον Σεπτέμβριο και κατά 25 μονάδες βάσης τόσο τον Οκτώβριο όσο και τον Δεκέμβριο, φτάνοντας στο 1% έως το τέλος του 2022. Το επόμενο έτος, αναμένουμε από την ΕΚΤ να πραγματοποιήσει τρεις ακόμη αυξήσεις κατά 25 μονάδες βάσης (στις αρχές Φεβρουαρίου, Μαρτίου και Απριλίου) - φέρνοντας τον κύκλο αυστηροποίησης στο τελικό σημείο, ήτοι στο 1,75%». Παράλληλα, οι κίνδυνοι, φαίνεται να στρέφονται προς μια πιο «εμπροσθοβαρή βάση», με περισσότερες αυξήσεις επιτοκίων το 2022 (για παράδειγμα μια αύξηση των επιτοκίων κατά 50 μονάδες βάσης τον Οκτώβριο) και λιγότερες το 2023, εάν οι καθοδικοί κίνδυνοι ενταθούν περισσότερο από ό,τι αναμένει επί του παρόντος ο Cluse.