Αρκετά αβέβαιες παραμένουν οι οικονομικές προοπτικές της Ευρωζώνης, με την επ' αόριστον αναστολή των ροών του φυσικού από τον αγωγό Nord Stream 1 (NS1) στις αρχές Σεπτεμβρίου, που οδηγεί τις τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας σε σταθερά υψηλότερα επίπεδα, όπως εκτιμά η Goldman Sachs.
Ταυτόχρονα, τα επίπεδα αποθήκευσης φυσικού αερίου σε ολόκληρη την Ευρώπη έχουν φτάσει στα επίπεδα που είχαν τεθεί ως στόχος, πολύ νωρίτερα από αυτό που αναμένονταν, και παρά τις σημαντική μειώση της ζήτησης φυσικού αερίου από τις αρχές του έτους μέχρι σήμερα, η βιομηχανική αλλά και η ευρύτερη οικονομική δραστηριότητα στάθηκε καλύτερα από ό,τι ανέμεναν οι αναλυτές του αμερικανικού οίκου.
Εν όψει του χειμώνα, ωστόσο, η Goldman Sachs αναμένει νέα άνοδο του επίσημου πληθωρισμού στην Ευρωζώνη, καθώς οι υψηλές τιμές χονδρεμπορικής ενέργειας συνεχίζουν να μετακυλίονται προς τους καταναλωτές. Συνεπώς, οι αναλυτές αναμένουν πως ο επίσημος πληθωρισμός στην Ευρωζώνη θα φτάσει στο υψηλότερο σημείο του, στο 10,5% σε ετήσια βάση, τον Ιανουάριο του νέου έτους, προτού υποχωρήσει στο 4% σε ετήσια βάση τον Δεκέμβριο. Ενώ η δημοσιονομική στήριξη, συμπεριλαμβανομένου του πρόσφατου ανακοινωθέντος μέτρου των 140 δισ. ευρώ (από την Κομισιόν) που θα απορροφηθούν μέσω του πλαφόν στα κέρδη των ηλεκτροπαραγωγών με χαμηλά λειτουργικά κόστη, καθώς και μέσω της υποχρεωτικής συνεισφοράς των εταιρειών ορυκτών καυσίμων από τα κέρδη που αποκτούν χάρη στις υψηλότατες τιμές του φυσικού αερίου και οι ατοταμιεύσεις που συσσωρεύθηκαν εν μέσω πανδημίας είναι πιθανό να θωρακίσουν κάπως το εισόδημα και την κατανάλωση των νοικοκυριών, η Goldman Sachs αναμένει πως η κατανάλωση θα αποτελέσει τον κινητήριο «μοχλό» της επιβράδυνσης κατά τη χειμερινή περίοδο.
Έτσι, στη βάση των εκτιμήσεων των στρατηγικών της αναλυτών για αυξημενες τιμές φυσικού αερίου το 2023 (με μια βραχυπρόθεσμη υποχώρηση των πιέσεων στις τιμές κατά το πρώτο τρίμηνο), μετατοπίζει τις προβλέψεις της για την ανάπτυξη της Ευρωζώνης από μια ήπια προς μια μέτρια ύφεση. Ευρύτερα πλέον, εκτιμά μια ανάπτυξη της τάξεως του +0,2% κατά το τρίτο τρίμηνο (έναντι -0,1% προηγουμένως), -0,4% το τέταρτο τρίμηνο (έναντι -0,2%), -0,5% το πρώτο τρίμηνο του 2023 (έναντι +0,2%) και -0,1% το δεύτερο τρίμηνο (έναντι +0,4%). Αυτό επιφέρει μια μείωση των ετήσιων εκτιμήσεων της για το 2023 στο -0,4% από +1% προηγουμένως, κάτι που συνεπάγεται πως κινείται χαμηλότερα από το consensus (στο +0,3%). Επιπλέον, από όλες τις ευρωπαϊκές οικονομίες, το μεγαλύτερο πλήγμα αναμένεται να δεχθούν η Γερμανία και η Ιταλία, δεδομένης της υψηλής εξάρτησής τους από το φυσικό αέριο στο ενεργειακό μείγμα, όπως σημειώνει η Goldman Sachs.
Συνεπώς, οι προοπτικές της Ευρωζώνης παραμένουν ασυνήθιστα αβέβαιες. Ενώ, στη βασική της γραμή εκτιμήσεων, αναμένει ότι το ΑΕΠ σε ολόκληρη την περιοχή θα συρρικνωθεί κατά περίπου 1% έως το δεύτερο τρίμηνο του 2023, η συνέχιση της υποκατάστασης πετρελαίου - αερίου ή/και ο υψηλότερος ενεργειακός εφοδιασμός, όπως για παράδειγμα μέσω των αυξημένων εισαγωγών LNG, μπορεί να οδηγήσει σε μια πιο ανθεκτική βιομηχανική δραστηριότητα από αυτό που αναμένεται, περιορίζοντας έτσι τη μείωση του ΑΕΠ στο 0,2%. Από την άλλη πλευρά, ο υψηλότερος πληθωρισμός, η μεγαλύτερη αβεβαιότητα που επιβαρύνει τις επενδύσεις ή/και τα νοικοκυριά που «αποσυμπιέζουν» σε μικρότερο βαθμό τις αποταμιεύσεις τους από ό,τι υποθέτουν οι αναλυτές, μπορεί να οδηγήσουν σε μια πιο έντονη ύφεση, με μια μείωση της τάξεως του σχεδόν 3% κατά το επόμενο έτος.
Όπως σημειώνει η ομάδα της G.S υπό τον επικεφαλής οικονομολόγο του οίκου για την Ευρωζώνη, Sven Jari Stehn, «oι εκτιμήσεις μας για έναν υψηλότερο πληθωρισμό και μια χαμηλότερη ανάπτυξη συνεπάγονται έναν δύσκολο συμβιβασμό εντός της ΕΚΤ. Δεδομένης της υψηλότερης αναπτυξιακής δυναμικής στο τρίτο τρίμηνο και των περαιτέρω ανοδικών πιέσεων στον πληθωρισμό, πιστεύουμε ότι είναι πιθανή μια νέα αύξηση των επιτοκίων κατά 75 μονάδες βάσης στη συνεδρίαση του Οκτωβρίου. Εν συνεχέια, αναμένουμε από το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ να επιβραδύνει τον ρυθμό αυξήσεων, στις 50 μονάδες βάσης τον Δεκέμβριο καθώς εξελίσσεται μια υφεσιακή κατάσταση, με την τελική γραμμή στα επιτόκια να φτάνει στο 2,25% κατά το πρώτο τρίμηνο, αλλά οι πιο έντονες δευτερογενείς επιπτώσεις του πληθωρισμού θα μπορούσαν να απαιτήσουν έναν πιο εκτεταμένο κύκλο αυξήσεων και επιθετικών κινήσεων από την ΕΚΤ».