Το κοινωνικό κόστος που ανέλαβε η χώρα με τα μνημόνια είναι πολύ μεγαλύτερο από αυτό που θα ήταν αν υπήρχε ένα κλίμα στις πολιτικές δυνάμεις πιο συναινετικό, ανέφερε, μιλώντας χθες στο συνέδριο του Κύκλου Ιδεών και στην ενότητα «Δημοσιονομική επίγνωση, αξιοπιστία της χώρας και στάση των αγορών», ο πρώην Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιώργος Προβόπουλος.
Ο κ. Προβόπουλος εκτίμησε ότι δεν έχουμε πάρει το δημοσιονομικό μάθημά μας από την πολυετή κρίση που βιώσαμε ως χώρα. «Φοβάμαι ότι δεν έχουμε δημοσιονομική επίγνωση. Κάθε χρόνο στη ΔΕΘ γίνεται πλειοδοσία δημοσιονομικών υποσχέσεων από του αρχηγούς των πολιτικών κομμάτων και την κυβέρνηση. Και γίνεται όχι πάντα σε προεκλογικές χρονιές, γιατί ο εκλογικός κύκλος υπάρχει σε όλες τις δημοκρατίες, δεν είναι ελληνικό φαινόμενο. Όταν όμως στην Ελλάδα την επομένη κάποιων εκλογών μιλάμε για τις επόμενες, το πότε θα γίνουν, de facto δημιουργείται ένα προεκλογικό κλίμα», είπε χαρακτηριστικά ο πρώην Διοικητής της ΤτΕ.
Όπως σημείωσε, έχουμε και κάποιες άλλες συνθήκες που θα πιέσουν την Ελλάδα προς αύξηση των δαπανών. Πρόσφατα ήταν η πανδημία που ευκταίο είναι να μην την ξαναδούμε στο μέλλον, έχουμε τα δημογραφικά (η γήρανση του πληθυσμού σημαίνει ότι θα αυξάνονται κάθε χρόνο αλματωδώς οι δαπάνες για την υγεία και τις συντάξεις), έχουμε τις στρατιωτικές δαπάνες που δεν θα είναι για μία αλλά για πολλές χρονιές.
«Στο θέμα της πανδημίας, η πιο χρεωμένη χώρα της Ευρώπης, ήταν η πιο γαλαντόμα. Άρα φοβάμαι ότι την επομένη μιας τρομακτικής κρίσης που μας οδήγησε εκεί που μας οδήγησε, δεν μάθαμε το μάθημά μας», είπε ο κ. Προβόπουλος.
Κάνοντας μία αντιπαράθεση των σημερινών δεδομένων με αυτά του 2010 όταν ξεκίνησε η μεγάλη κρίση και η πτώχευση de facto της χώρας, ο κ. Προβόπουλος είπε τα εξής:
«Το χρέος το 2009 ήταν 128% του ΑΕΠ. Το χρέος αποτυπώνει τις προηγηθείσες δημοσιονομικές πολιτικές. Αν πάρουμε τα ελλείμματα, ήταν μονίμως ελλειμματικές οι περίοδοι εκείνες. Ένα άλλο θέμα πολύ σοβαρό το οποίο μονίμως το μετακυλίουμε έχει να κάνει με το ισοζύγιο πληρωμών. Το έλλειμμα του ισοζυγίου πληρωμών το 2009 ήταν 8%. Το 2022 το δημόσιο χρέος (που δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί) υπήρχε μια αρχική πρόβλεψη ότι θα είναι 184%, επειδή υπάρχει μεγάλη αύξηση του ονομαστικού εισοδήματος το ποσοστό αυτό θα είναι ίσως λίγο κάτω από 180%, εάν προστεθούν και 10 ποσοστιαίες μονάδες των εγγυήσεων – πράγμα για το οποίο επιμένει η Eυρωπαϊκή Επιτροπή και πιθανότατα θα το δούμε να συμβαίνει προς το τέλος της χρονιάς – τότε μιλάμε για ένα ποσοστό χρέους το οποίο σκαρφαλώνει στο 190% του ΑΕΠ. Σε σχέση με το 128% χρέος / ΑΕΠ το 2010 που ανέφερα προηγουμένως, μιλάμε για χονδρικά 60 ποσοστιαίες μονάδες. Φαινομενικά είμαστε σε πολύ χειρότερη θέση. Και παραμένουμε η χώρα η πιο υπερχρεωμένη. Από τις πιο υπερχρεωμένες στον πλανήτη, όχι μόνο στην Ευρώπη. Βεβαίως υπάρχουν κάποια χαρακτηριστικά που κάνουν το χρέος λιγότερο επικίνδυνο, παρά το ότι το ποσοστό του είναι πολύ μεγαλύτερο», είπε ο κ. Προβόπουλος.
Σε ό,τι αφορά το ισοζύγιο πληρωμών, ανέφερε ότι φέτος πάλι, η κυβέρνηση υπολογίζει ότι θα είναι της τάξεως του 8%. Με τόσο καλή πορεία των τουριστικών εσόδων. «Σκεφτείτε να μην είχαμε και τόσο καλή πορεία στα τουριστικά έσοδα ότι αυτό το νούμερο θα ήταν αρκετά χειρότερο. Άρα παρά τα μνημόνια τα οποία κατέτειναν και στο να λύσουν τα δημοσιονομικά προβλήματα και κυρίως, μέσω διαρθρωτικών πολιτικών να ανεβάσουν την ανταγωνιστικότητα της χώρας και επομένως να περιορίσουν το έλλειμμα του ισοζυγίου πληρωμών, εκεί η πρόοδος φαίνεται να είναι μικρή. Ή μάλλον αμελητέα με βάση τους αριθμούς».
Για το χρέος, ο κ. Προβόπουλος είπε ότι είναι σε ποσοστό πάνω από 70% στα χέρια κυβερνήσεων και μας καθησυχάζει, είναι με επιτόκιο πολύ χαμηλό, πολύ κάτω από της αγοράς σήμερα και επίσης έχει μια περίοδο χάριτος εξυπηρέτησης τόκων που πάει προς το 2032 που και αυτό κεφαλαιοποιείται μέχρι τότε. Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά μας κάνουν να είμαστε λιγότερο απαισιόδοξοι – μην πω πιο αισιόδοξοι – ότι τα πράγματα τα επόμενα χρόνια θα κυλήσουν πιο ομαλά. «Σπεύδω, όμως να πω τούτο. Στις ασκήσεις βιωσιμότητας που ξεκίνησαν να γίνονται από ΔΝΤ και από Ευρωπαϊκή Επιτροπή από το έτος 2017, οι παραδοχές στις οποίες στηρίζονταν οι ασκήσεις βιωσιμότητας του χρέους οι οποίες πήγαιναν μέχρι το 2060, δηλ. είχαν μια πορεία άνω των 40 ετών, βασίζονταν στο ότι ο ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης του ΑΕΠ θα είναι 1%.
Όπως είπε ο κ. Προβόπουλος, το ΔΝΤ την πρώτη φορά που έκανε την άσκηση βιωσιμότητας, προσπαθούσε στην έκθεσή του να εξηγήσει το 1% και δεν έβγαινε με τίποτα, απεναντίας του έβγαινε -0,7%. Αυτό προκύπτει από το άθροισμα δύο πραγμάτων: 1) των δημογραφικών εξελίξεων. Με βάση τα δημογραφικά στατιστικά δεδομένα, τα οποία δεν μπορούν να αλλοιωθούν εύκολα δηλ. δεν μπορούν να γίνουν χοντρά λάθη, προκύπτει ότι μέχρι το 2060, το εργατικό δυναμικό θα μειώνεται κάθε χρόνο κατά 1,1%.
Σε ό,τι αφορά τη συνολική παραγωγικότητα, κεφαλαίου και εργασίας που είναι η δεύτερη μεταβλητή η οποία προσδιορίζει τον ρυθμό ανάπτυξης, οι υπολογισμοί του ΔΝΤ ξεκίνησαν από τα προηγούμενα 50 χρόνια. Τα προηγούμενα 50 χρόνια ήταν 0,4%, από τα χαμηλότερα παγκοσμίως. «Αν κάνουμε την παραδοχή ότι τα επόμενα 40 χρόνια θα συμβεί εδώ ό,τι συνέβη τα προηγούμενα 50 (+0,4%), αν αφαιρέσουμε το -1,1%, πάμε στο -0,7%). Αλλά επειδή αυτό τους έβγαζε από τα νερά τους, όπως και όλους βέβαια, το ΔΝΤ είπε ότι θα γίνουν τόσο μεγάλες μεταρρυθμίσεις στη χώρα που αυτό το -0,7% θα το μετατρέψουν σε θετικό (0,9% είπαν αρχικά).
Η άλλη παραδοχή ήταν ότι το πρωτογενές πλεόνασμα θα είναι θετικό της τάξης του 2% για μια σειρά ετών πολύ μεγάλης περιόδου. Αυτό ανατράπηκε τώρα με την κρίση και κάθε φορά που έχουμε μακροοικονομικά σοκ σε όλες τις χώρες αυτό συμβαίνει: ο δημοσιονομικός μοχλός δουλεύει για να ανταπεξέλθει και το πρώτο θύμα είναι το δημοσιονομικό αποτέλεσμα.
Η τρίτη παραδοχή αφορούσε τα επιτόκια. Με ποιο επιτόκιο θα δανείζεται το Ελληνικό Δημόσιο τα επόμενα 45 χρόνια όταν πρωτοξεκίνησαν οι ασκήσεις. Και εκεί ελήφθησαν υπόψη επιτόκια της τάξης μεταξύ 3% και 4%, πράγμα το οποίο συμβιβαζόταν βέβαια με την περίοδο της υπερβολικά χαλαρής νομισματικής πολιτικής (είχαμε πολύ χαμηλά, μηδενικά επιτόκια για σχεδόν 15 χρόνια). Τώρα υπάρχει μια σταδιακή κανονικοποίηση της νομισματικής πολιτικής. «Είμαστε, όμως, ακόμα πολύ μακριά από αυτό που θα μπορούσε να εννοηθεί κανονικότητα στη νομισματική πολιτική. Άρα πρακτικά, αυτή τη στιγμή είμαστε στο 5% χωρίς να έχει η χώρα μεγάλες ανάγκες δανεισμού. Αν αρχίσεις να δανείζεσαι αυτό το 5% μπορεί να γίνει πολύ γρήγορα και 5,50% και 6% και 6,50%. Άρα ζούμε από δω και πέρα σε μια περίοδο που επανερχόμαστε στα παλιά. Βεβαίως είναι η κρίση και αυτά οξύνονται, αλλά και να ξεπεραστεί η κρίση σε 1,2, 3 χρόνια, πάλι δεν θα πάμε σε αυτό που ήμασταν πρόπερσι με μηδενικά επιτόκια. Θα πάμε σε αυτό που είναι μια μακροχρόνια κανονικότητα», είπε ο κ. Προβόπουλος. Θυμίζοντας τι είναι μακροχρόνια κανονικότητα, ανέφερε τη Γερμανία στη δεκαετία του ΄90 - αρχές 2000, η οποία δανειζόταν με επιτόκιο 4,50%.
«Η Ελλάδα με ποια επιτόκια θα δανείζεται με βάση το γεγονός ότι έχει στην πλάτη της στο παρελθόν μια de facto πτώχευση; Η Ελλάδα έχει πτωχεύσει 7 φορές στα λιγότερα από 200 χρόνια ελεύθερου βίου», είπε ο κ. Προβόπουλος.