Η Ελλάδα συνέχισε να καταγράφει μια σταθερή δυναμική στις οικονομικές της επιδόσεις κατά το δεύτερο τρίμηνο του 2022, με το ΑΕΠ της χώρας να αυξάνεται κατά 1,2% σε τριμηνιαία βάση (7,7% σε ετήσια βάση) και είναι πλέον κατά 5 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερα από ό,τι πριν από την πανδημία του κορονοϊού, όπως επισημαίνει ο ανώτερος οικονομολόγος της HSBC για την Ευρώπη Fabio Balboni.
Η κατανάλωση των νοικοκυριών αυξήθηκε κατά 2,2% σε τριμηνιαία βάση και η κυβέρνηση συνέβαλε επίσης (+1,4% σε τριμηνιαία βάση), παρόλο που οι επενδύσεις «πήραν μια ανάσα» (-1% σε τριμηνιαία βάση) αφού είχαν εκτιναχθεί σχεδόν 30% από τα τέλη του 2020.
Παρόλο που οι εξαγωγές (+2,5% σε τριμηνιαία βάση) δεν έφτασαν το μέγεθος των εισαγωγών (+5,8%) κατά το δεύτερο τρίμηνο, η απότομη άνοδός τους εξακολουθεί να σηματοδοτεί την επιστροφή των ξένων τουριστών στην Ελλάδα. Η τάση αυτή πιθανότατα ενισχύθηκε κατά το τρίτο τρίμηνο. Για τον Ιούλιο, οι εισπράξεις από ξένους τουρίστες επανήλθαν στα προ πανδημίας επίπεδα. Μόνο τον Αύγουστο, οι επιβάτες σε περιφερειακά αεροδρόμια της Ελλάδας ήταν 34% υψηλότεροι από ό,τι το 2021 και περίπου 10% υψηλότεροι από ό,τι το 2019, ενώ οι εισερχόμενες τουριστικές ροές ήταν ακόμη περισσότερο αυξημένες (12% σε σύγκριση με την κατάσταση που επικρατούσε πριν από την πανδημία).
Η HSBC εκτιμά ότι φέτος ο τουρισμός μπορεί να συμβάλει κατά 4 ποσοστιαίες μονάδες στην ανάπτυξη του ΑΕΠ, με περαιτέρω περιθώρια βελτίωσης το επόμενο έτος, τη στιγμή που αναμένει να παρουσιαστεί το υψηλότερο έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών από το 2010 για εφέτος (περίπου 9% του ΑΕΠ), ενώ προειδοποιεί ότι αυτό μπορεί να δημιουργήσει προκλήσεις στο μέλλον. Ο βρετανικός οίκος επισημαίνει επιπλέον την τεράστια πρόοδο που έχει σημειωθεί στο σκέλος των άμεσων ξένων επενδύσεων από την περίοδο πριν την κρίση χρέους, με νέο ιστορικό υψηλό το προηγούμενο έτος (2,8% του ΑΕΠ) σε σχέση με μόλις 0,2% το 2010.
Όσον αφορά την κατανάλωση, παρόλο που ο πληθωρισμός παρέμεινε πολύ υψηλός τον Αύγουστο (11,2% σε ετήσια βάση), κοντά στο υψηλό πολλών ετών του Ιουνίου (11,6%), μέχρι στιγμής ο αντίκτυπος της συμπίεσης του πραγματικού εισοδήματος στην κατανάλωση ήταν αρκετά περιορισμένος, με τις λιανικές πωλήσεις να αντέχουν, τις ταξινομήσεις αυτοκινήτων να παραμένουν αμετάβλητες έναντι του 2021 έως τον Αύγουστο, και την καταναλωτική εμπιστοσύνη να έχει σταθεροποιηθεί μετά τις αρχικές απώλειες.
Η τουριστική «έκρηξη» και η αντοχές που προκύπτουν από την αγορά εργασίας (αν και η ανεργία έφτασε στο 12,6% τον Αύγουστο μετά το χαμηλό 12 ετών του Ιουνίου στο 12,1%) φαίνεται ότι είχαν έναν υποστηρικτικό ρόλο σε συνδυασμό με τις σημαντικές μισθολογικές αυξήσεις (η κυβέρνηση αύξησε τον κατώτατο μισθό περίπου 10% φέτος) και τη γενναιόδωρη δημοσιονομική στήριξη από την κυβέρνηση. Ακόμα και έτσι, η HSBC αναμένει πως η κατανάλωση θα επιβραδύνει αργότερα για εφέτος.
Συνολικά, διατηρεί τη εκτίμησή της στο 6,5% για φέτος αναφορικά με την αναπτυξιακή δυναμική της εγχώριας οικονομίας, αλλά μειώνει την εκτίμησή της για το 2023 στο 2% (από 2,5%) και αναμένει ανάπτυξη 1,7% για το 2024, εξαιτίας της στήριξης από το Ταμείο Ανάκαμψης (NGEU), εκ του οποίου η Ελλάδα μπορεί να λάβει 31 δισ. μέχρι το 2026, στηρίζοντας τόσο τις δημόσιες όσο και τις ιδιωτικές επενδύσεις.
Όπως αναφέρει ο Fabio Balboni, η ελληνική κυβέρνηση έχει παράσχει μια γενναιόδωρη στήριξη για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης. Στα μέσα του Σεπτεμβρίου, ο πρωθυπουργός ανακοίνωσε νέα μέτρα ύψους 5,5 δισ. ευρώ (2,5% του ΑΕΠ). Από αυτά, περίπου τα δύο τρίτα είναι μόνιμα μέτρα, συμπεριλαμβανομένης της μείωσης των συνταξιοδοτικών εισφορών και της κατάργησης της λεγόμενης εισφοράς αλληλεγγύης (1,6 δισ. ευρώ), της κατάργησης της εισφοράς αλληλεγγύης στο δημόσιο τομέα (0,5 δισ. ευρώ) και των αυξήσεων μισθών και συντάξεων. Τα υπόλοιπα είναι προσωρινά (για παράδειγμα ένα εφάπαξ ποσό 250 ευρώ που θα καταβληθεί σε 2,3 εκατ. ευάλωτους πολίτες τον Δεκέμβριο). Ωστόσο, η HSBC βλέπει τον κίνδυνο, η κυβέρνηση να χρησιμοποιήσει - πιθανότατα προσωρινά κατά την άποψή της - τα έκτακτα φορολογικά έσοδα χάρη στον πληθωρισμό (τα φορολογικά έσοδα είχαν αυξηθεί κατά 25% ετησίως μέχρι τον Αύγουστο) για να χρηματοδοτήσει μόνιμες αυξήσεις δαπανών και περικοπές φόρων. Αυτό θα μπορούσε να δυσκολέψει την επίτευξη του στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα της τάξεως του 1% του ΑΕΠ το 2023, το οποίο, με τη σειρά του, θα θέσει σε κίνδυνο τον δεδηλωμένο στόχο της κυβέρνησης να επιτύχει την επιστροφή της Ελλάδας στην επενδυτική βαθμίδα το επόμενο έτος.
Τα καλά νέα είναι ότι η Ελλάδα εξακολουθεί να διαθέτει ένα μεγάλο όγκο ταμειακών διαθεσίμων (περίπου 40 δισ. ευρώ), έχει αποπληρώσει πλήρως τα δάνεια του ΔΝΤ ύψους 28 δισ. ευρώ και πρόσφατα ξεκίνησε και τη διαδικασία για την πρόωρη αποπληρωμή των 52 δισ. ευρώ σε διμερή δάνεια (από άλλες χώρες της Ευρωζώνης), που εκταμιεύθηκαν το 2010 - 2012. Αυτό αναμένεται να συμβάλει στη μείωση του χρέους, αλλά και στην εξομάλυνση του προφίλ αποπληρωμής του.
Βασικός κίνδυνος για μια επί τα χείρω αναθεώρηση, σύμφωνα με την HSBC, είναι η ενεργειακή κρίση. Όπως σημειώνει, η Ελλάδα ζητά εδώ και αρκετό μια κοινή παρέμβαση της Ευρώπης στη χονδρική αγορά για το φυσικό αέριο και την κοινή προμήθεια και αποθήκευση για το φυσικό αέριο και το LNG για να μειωθούν οι τιμές και να εξομαλυνθεί η προσφορά, ωστόσο με περιορισμένη επιτυχία μέχρι σήμερα. Ωστόσο, η ενεργειακή μετάβαση προσφέρει επίσης μια ευκαιρία, ιδιαίτερα σε όρους επενδύσεων σε ΑΠΕ, με πιθανή χρηματοδότηση από το σχέδιο RePowerEU της Κομισιόν ύψους 210 δισ. ευρώ.
Επιπλέον, παρά το πρόσφατο σκάνδαλο των υποκλοπών, η HSBC τονίζει πως ο πολιτικός κίνδυνος παραμένει σχετικά χαμηλός, ενώ ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης απέκλεισε πρόσφατα και τη διενέργεια πρόωωρων εκλογών, με την επόμενη εκλογική αναμέτρηση να σχεδιάζεται για τον επόμενο Μάιο (κοντά στο τέλος της θητείας της κυβέρνησης).