Τα τελευταία επίσημα στατιστικά στοιχεία επιβεβαιώνουν ότι το δημόσιο χρέος στις ΗΠΑ ξεπέρασε τα 31 τρισ. δολ., ήτοι το 121% του ΑΕΠ.
Η εικόνα δεν είναι πολύ διαφορετική στην Ευρωζώνη.
Η τρίτη μεγαλύτερη οικονομική δύναμή της, η Ιταλία έχει ξεπεράσει σε χρέος του 150% του ΑΕΠ, ενώ η Γαλλία έχει ξεπεράσει το 100% του ΑΕΠ και η Γερμανία σε πραγματικούς όρους (κεντρική κυβέρνηση και περιφερειακά κρατίδια) έχει ένα χρέος που ξεπερνά τα 4 τρις ευρώ. Και αυτό με την Γερμανία να μην έχει ακόμα εξηγήσει το πώς θα επηρεάσει το χρέος της το νέο πακέτο των 200 δις ευρώ που ανακοίνωσε για την στήριξη της οικονομίας της έναντι της ενεργειακής κρίσης.
Για μεν τις ΗΠΑ το γεγονός ότι το νόμισμά της είναι ταυτόχρονα και το ισχυρότερο διεθνές αποθεματικό νόμισμα, μπορεί να πει κανείς ότι είναι ένας λόγος για τον οποίο δεν ανησυχούσε πολύ για το χρέος της όταν αυτό κινούνταν στα 20 – 22 τρισ. δολ., με ένα επιτόκιο εξυπηρέτησής του πολύ χαμηλό μέχρι και πρόσφατα.
Για την Ευρωζώνη η κατάσταση κινούταν στα ίδια περίπου πλαίσια με το Ευρώ να είναι το δεύτερο ισχυρότερο διεθνές αποθεματικό νόμισμα και τα επιτόκια της ΕΚΤ να κινούνται σε επίπεδα κάτω από το μηδέν με αποτέλεσμα ακόμα και υπερχρεωμένες οικονομίες όπως η Ιταλική να δανείζονται με μηδενικά ονομαστικά επιτόκια και πολύ – πολύ αρνητικά πραγματικά επιτόκια.
Με άλλα λόγια το υψηλό χρέος μπορούσε να μειώνει σε πραγματικούς όρους το κόστος εξυπηρέτησής του μέσω των χαμηλών, μηδενικών ή και αρνητικών επιτοκίων…
Η μεγάλη ανατροπή
Σήμερα η εικόνα έχει ανατραπεί. Τα υπερ-χρέη των ΗΠΑ αλλά και της Ευρωζώνης «βλέπουν» τις δαπάνες εξυπηρέτησής τους να αυξάνονται καθώς τα επιτόκια αυξάνονται από τις κεντρικές τράπεζες που είναι υπεύθυνες για την έκδοση των νομισμάτων τους.
Για τις ΗΠΑ η «κίνηση» αυτή, η αύξηση των επιτοκίων, έχει ήδη προκαλέσει την ανατίμηση του δολαρίου, καθιστώντας την εξυπηρέτηση του χρέους της στους «ξένους» δανειστές πολύ – πολύ ακριβότερη, με δραματικές συνέπειες στο ισοζύγιο πληρωμών.
Ακριβότερο κόστος εξυπηρέτησης με ακριβότερο δολάριο είναι ένας συνδυασμός που «διαλύει» τον κρατικό ισολογισμό.
Και καταλήγει σε ακόμα μεγαλύτερη διεύρυνση του χρέους της κεντρικής κυβέρνησης, το οποίο έχει ήδη επιβαρυνθεί από τα τεράστια πακέτα στήριξης που έχει δρομολογήσει η κυβέρνηση Μπάιντεν. Πόσο ακόμα μπορεί να αντέξει αυτή η επέκταση των δημοσίων δαπανών της κυβέρνησης; Οι απαντήσεις προφανώς θα αρχίσουν να έρχονται μετά τις ενδιάμεσες εκλογές στις ΗΠΑ τον Νοέμβριο.
Για την Ευρωζώνη οι ίδιες δυνάμεις λειτουργούν αποσταθεροποιητικά για το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, τόσο το συνολικό όσο και των επί μέρους ισχυρών οικονομιών της, όπως της Γερμανίας, της Ιταλίας και της Γαλλίας.
Το γεγονός μάλιστα ότι το 2022 είναι η πρώτη χρονιά που δίπλα στο ελλειμματικό ισοζύγιο πληρωμών έρχεται να «ζευγαρώσει» και το έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο, παράγωγο της ενεργειακής κρίσης, καθιστά την συνολική κατάσταση δραματική.
Το παράδοξο και εδώ είναι ότι η ΕΚΤ, όπως και η Fed, στο διευρυμένο χρέος και στα ελλείμματα του ισοζυγίου απαντούν με αύξηση των επιτοκίων που καθιστά την εξυπηρέτησή τους ακόμα πιο δύσκολη για τις οικονομίες.
Ειδικά στις υπερχρεωμένες οικονομίες, όπως π.χ. η ιταλική, ή ακόμα και η ισπανική ή και η γαλλική, αυτό σημαίνει δραματική επιδείνωση της δημοσιονομικής δαπάνης στο επίπεδο της Γενικής Κυβέρνησης. Αλλά αυτό ισχυροποιεί τις δυνάμεις απόκλισης στο εσωτερικό της Ευρωζώνης, και φέρνει στα όριά τους τις αντοχές των δυνάμεων συνοχής, που αποτελούν την βάση ύπαρξης του Ευρώ…
Και αυτό είναι κάτι που ήδη έχει ήδη αρχίσει να συγκεντρώνει την προσοχή των χρηματαγορών και επηρεάζει για πρώτη φορά με τόσο κρίσιμο τρόπο την συμπεριφορά τους απέναντι στο Ευρώ.