Η άνοδος που κατέγραψε τις προηγούμενες ημέρες η τιμή του πετρελαίου κίνησης αφήνοντας μάλιστα «πίσω» τη βενζίνη επηρεάζει και θα επηρεάσει τους καταναλωτές και την αγορά ασκώντας πληθωριστικές πιέσεις και αυξάνοντας τις ανησυχίες για το κόστος των καυσίμων στο άμεσο μέλλον.
Αν ληφθεί υπ' όψιν η μέση πανελλαδική τιμή, το diesel κίνησης πωλείται στα 2,107 ευρώ το λίτρο ενώ η απλή αμόλυβδη στα 2,031. Και τα δύο καύσιμα έσπασαν και πάλι όπως είχε γράψει το Insider.gr το φράγμα των 2 ευρώ, κάτι που ήταν αναμενόμενο όχι μόνο λόγω των κινήσεων που καταγράφει το Brent αλλά και λόγω της ζήτησης στο εσωτερικό της χώρας.
Η ελληνική αγορά, η οποία καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος των αναγκών της για καύσιμα από εισαγωγές, είναι ευαίσθητη στους κραδασμούς της διεθνούς τιμής του πετρελαίου η οποία τις τελευταίες ημέρες κινείται μεταξύ 92 και 97 δολαρίων και τους τελευταίους μήνες μεταξύ 94 και 120 στέλνοντας για το μεγαλύτερο διάστημα τις εγχώριες τιμές πάνω από τα 2 δολάρια ενώ η όποια πτώση καταγράφεται διεθνώς ελάχιστα επηρεάζει την τιμή της αντλίας. Αυτό συμβαίνει επειδή υπεισέρχονται και άλλοι παράγοντες στη διαμόρφωση της τελικής τιμής όπως είναι η ισοτιμία ευρώ δολαρίου, οι τιμές Platts (π.χ μπορεί οι τιμές του Brent να πέφτουν αλλά οι τιμές των πετρελαϊκών προϊόντων να ανεβαίνουν καθώς καθένα από αυτά είναι διαφορετικό) και οι φόροι και δασμοί και δεύτερον, επειδή μέχρι στιγμής η πτώση της διεθνούς τιμής δεν ήταν τέτοιου μεγέθους ώστε να ασκήσει ουσιαστικές πιέσεις στο ποσοστό της τελικής τιμής που πραγματικά μπορεί να επηρεάσει, δηλαδή περίπου στο 50% αν αφαιρεθούν δασμοί, φόροι και άλλες επιβαρύνσεις.
Η άνοδος των τιμών στα καύσιμα κίνησης τις τελευταίες ημέρες και οι προβλέψεις για περαιτέρω αύξηση στο επόμενο διάστημα – παρά τα σκαμπανεβάσματα που παρατηρούνται- δεν οφείλεται μόνο στους εξωτερικούς παράγοντες. Από τον περασμένο Νοέμβριο, πριν δηλαδή από την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία, όταν άρχισε να αυξάνεται η τιμή του φυσικού αερίου, οι επιχειρήσεις άρχισαν να το αντικαθιστούν με πετρέλαιο. Μετά από τη ρωσική εισβολή, όταν η τιμή του φυσικού αερίου αυξήθηκε ακόμη και κατά 300%, οι επιχειρήσεις που έκαναν ηλεκτροπαραγωγή στράφηκαν και αυτές στο πετρέλαιο. Έτσι, δεδομένου ότι η ζήτηση για πετρέλαιο (και για diesel κίνησης) είναι πιο αυξημένη, η τιμή του ανεβαίνει πολύ πιο γρήγορα από ό,τι εκείνη της βενζίνης. Εάν σε αυτό, συνυπολογιστεί και η κατάργηση της οριζόντιας επιδότησης ύψους 15 λεπτών του πετρελαίου κίνησης στην αντλία από 1η Οκτωβρίου, εύκολα γίνεται αντιληπτό γιατί οι τιμές παραμένουν σε υψηλά επίπεδα.
Η εσωτερική ζήτηση, ειδικά για πετρέλαιο κίνησης, βαίνει αυξανόμενη και αποτελεί τον πρωταρχικό παράγοντα που ασκεί ανοδικές πιέσεις στις τιμές. Και εάν δεν αποκλιμακωθούν, τότε η άνοδος αυτή θα ασκήσει έντονες πληθωριστικές πιέσεις καθώς αυξάνονται τα μεταφορικά και κατ’ επέκταση οι τιμές των προϊόντων στα ράφια των σούπερ μάρκετ, στα καταστήματα ακόμη και στην παροχή υπηρεσιών και μειώνοντας περαιτέρω το διαθέσιμο εισόδημα.
Η πάλη μεταξύ της παγκόσμιας ύφεσης και της σφιχτής αγοράς
Οι τριγμοί στο diesel κίνησης έχουν φτάσει σε υψηλά όλων των εποχών αυτή την εβδομάδα τόσο στην Ευρώπη όσο και στη Βόρεια Αμερική, καθώς η σφιχτή αγορά με τα περιορισμένα αποθέματα πιέζεται από γεγονότα όπως είναι η απεργία στα γαλλικά διυλιστήρια αλλά και η μείωση της αμερικανικής παραγωγής. Με τις πρώτες διακοπές των διυλιστηρίων η ικανότητα διύλισης της Γαλλίας μειώθηκε λίγο κάτω από το 40%, αναγκάζοντας το Παρίσι να απελευθερώσει στρατηγικά αποθέματα. Οι ΗΠΑ, από την πλευρά τους, εξακολουθούν να εξάγουν diesel στην Ευρώπη παρά την πρωτοφανή περιορισμένη φυσική διαθεσιμότητα. Η πετρελαϊκή αγορά προβλέπεται ότι θα παραμείνει σφιχτή τους επόμενους μήνες λόγω και των ονομαστικών περικοπών ύψους 2 εκατ. βαρελιών την ημέρα στις προμήθειες του ΟΠΕΚ+ και των ευρωπαϊκών κυρώσεων στις ρωσικές εισαγωγές.
Από την άλλη, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) προειδοποιεί για προκλήσεις οι οποίες τείνουν να επιδεινώσουν την παγκόσμια χρηματοπιστωτική σταθερότητα ενώ στην ευρωζώνη είναι διάχυτη η ανησυχία για επιβράδυνση της οικονομικής ανάπτυξης λόγω του πληθωρισμού.
Πρόκειται για αντίρροπες δυνάμεις οι οποίες λειτουργούν στην αγορά και πιέζουν τις τιμές του πετρελαίου είτε ανοδικά είτε καθοδικά ενισχύοντας το κλίμα αβεβαιότητας και την αδυναμία πρόβλεψης για το πού θα φθάσουν τελικά οι τιμές των καυσίμων. Ενδεικτικό είναι ότι ενώ μεγάλοι οίκοι πριν από λίγες ημέρες έβλεπαν το πετρέλαιο κοντά στα 100 δολάρια μέχρι το τέλος του χρόνου με προοπτική αύξησης από το νέο έτος, πριν από μία ημέρα, η RBC Capital Markets προειδοποίησε ότι το Brent θα μπορούσε να βυθιστεί στα 60 δολάρια το 2023 σε περίπτωση βαθιάς ύφεσης.