Αμετάβλητη στο «BB+» διατήρησε την πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας ο διεθνής οίκος Standard & Poor's, τόσο σε μακροπρόθεσμο, όσο και σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα. Παράλληλα, διατηρεί σταθερές τις προοπτικές.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την έκθεση του οίκου, η S&P εκτιμά πως μετά από ένα «ισχυρό» 2022, η οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας θα επιβραδυνθεί το 2023 σε ρυθμό κάτω του 2%, με ενδεχόμενες περαιτέρω διαταραχές στο ενεργειακό τοπίο να «θολώνουν» τις προοπτικές. Όσον αφορά τον πληθωρισμό της χώρας στο 12μηνο, διαβλέπει να μετριάζεται από το υψηλό πολλών δεκαετιών του Σεπτεμβρίου, ωθώντας μόλις ελαφρά» προς τα πάνω τους μισθούς (0,9% σε ετήσια βάση στο δεύτερο τρίμηνο του 2022), αλλά δημιουργώντας «ήπια ζήτηση».
Παρά τα μέτρα της ελληνικής κυβέρνησης στον προϋπολογισμό που στοχεύουν στο να «μαλακώσουν» την οικονομική επίδραση του σοκ στις τιμές ενέργειας και τροφίμων, το έλλειμμα του προϋπολογισμού για το 2022 αναμένεται «να συρρικνωθεί στο περί του 4% του ΑΕΠ, με περαιτέρω υποχώρηση το 2023 και θέτοντας σε «καθοδικό δρόμο» το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ».
Όπως αναφέρεται στην έκθεση το βασικό σενάριο για τις προοπτικές, αντανακλά τις προσδοκίες του οίκου πως τα δημοσιονομικά αναχώματα της Ελλάδας και η αποδεδειγμένη αποτελεσματικότητα της πολιτικής της θα επιτρέψουν στη χώρα να απορροφήσει τις έμμεσες επιδράσεις του Ρωσο-ουκρανικού πολέμου στην οικονομία και τα δημόσια χρηματοοικονομικά της. Ο οίκος παρέθεσε και τα δύο εναλλακτικά σενάρια προοπτικών δράσης του οίκου, όσον αφορά μελλοντικές αξιολογήσεις. Η S&P επισημαίνει πως «θα μπορούσαμε να αναθεωρήσουμε ανοδικά την αξιολόγηση μας για την Ελλάδα εάν συνεχιστούν οι μεταρρυθμίσεις, παράλληλα με ισχυρότερης του αναμενομένου επίδοσης της οικονομίας και του προϋπολογισμού». Στον αντίποδα «θα μπορούσαμε να αναθεωρήσουμε καθοδικά την αξιολόγηση μας για την Ελλάδα, εάν υπάρξει σημαντική εξασθένιση της οικονομίας, περισσότερο του αναμενόμενου ή εάν υπάρξει ουσιαστική επιδείνωση στην επίδοση του προϋπολογισμού, κάτω των προβλέψεων μας».
Επιβράδυνση της οικονομίας το 2023
Οι υψηλότερες ενεργειακές τιμές και η επιτάχυνση στον πληθωρισμό θα επιβραδύνουν την ανάπτυξη της Ελλάδας το 2023 κάτω του 2% έναντι εκτιμώμενου 5,8% το 2022. «Πιστεύουμε πως η ελληνική οικονομία θα επωφεληθεί «σημαντικά» από το NextGenerationEU (NGEU)» επισημαίνει ο οίκος στην έκθεση του. Προσθέτει δε πως παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα ενδέχεται να λάβει υποστήριξη μέσω του TPI της ΕΚΤ, «δεν πιστεύουμε πως η χώρα θα χρειαστεί επιπρόσθετη βοήθεια».
Αναλυτικά, «θεωρούμε πως η ελληνική οικονομία θα αναπτυχθεί με ρυθμό κοντά στο 6% το 2022 (7,8% σε ετήσια βάση στο πρώτο μισό του έτος). Ο ρυθμός αυτός είναι πολύ ισχυρότερος από το 3,5% που αναμέναμε στις αρχές του πολέμου στην Ουκρανία, καθώς το αρχικό σοκ στις τιμές ενέργειας και τροφίμων έχει αντισταθμιστεί από την ισχυρή κατανάλωση» και τον υψηλό ρυθμό απασχόλησης (12% σε ετήσια βάση στο πρώτο μισό του έτους). Η επενδυτική δραστηριότητα και η εξωτερική ζήτηση έχει επίσης δράσει υποστηρικτικά στην οικονομική δραστηριότητα, κυρίως στο πρώτο μισό του έτους. Την ίδια στιγμή, η δυναμική επίδοση στον τουριστικό τομέα έχει επεκταθεί και στο τρίτο τρίμηνο και εκτιμούμε πως η σεζόν θα ξεπεράσει τα προ-πανδημικά μεγέθη».
Υποθέτουμε πως η Ελλάδα θα καταφέρει να διαχειριστεί την επίδραση από τον πόλεμο στην Ουκρανία και από τον εκτιμώμενο στασιμοπληθωρισμό στην Ευρωζώνη κατά τη διάρκεια των επόμενων τριών ετών. Αναμένουμε την ανάπτυξη της Ελλάδας να ξεπεράσει το μέσο όρο της Ευρωζώνης, συμπεριλαμβανομένου του πραγματικού κ.κ. ΑΕΠ. Παρόλα αυτά, υπάρχουν μεγάλες αβεβαιότητες αναφορικά με αυτές τις προβλέψεις, κυρίως προς το σενάριο καθοδικής αναθεώρησης, εάν ο πόλεμος παραταθεί και κλιμακωθεί σε επίπεδο μελών της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας ή προκαλέσει πρόσθετες διαταραχές στην προμήθεια ενέργειας.
Ο τουρισμός αναλογεί σε εκτιμώμενο 10% της συνολικής απασχόλησης και μόλις κάτω του 7% σε ακαθάριστη προστιθέμενη αξία. Το 2019 οι καθαρές τουριστικές εξαγωγές της Ελλάδας είχαν ανέλθει σε ιστορικό υψηλό της τάξης των 15,4 δισ. ευρώ, που αντιστοιχεί στο 8,4% του ΑΕΠ. Κατά την περίοδο Ιανουαρίου - Ιουλίου 2022, τα ταξιδιωτικά έσοδα και οι αφίξεις έφθασαν στο 97% και 88% αντίστοιχα του επιπέδου του 2019. Αυτό υποδηλώνει πως η ανάκαμψη του τουρισμού έχει υποστηρίξει σημαντικά την οικονομική ανάπτυξη και θα πρέπει να συμβάλλει στη σταδιακή αποκλιμάκωση στο έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών, όταν υποχωρήσει το σοκ στις τιμές ενέργειας. Η ανάκαμψη στον τουρισμό έχει επίσης ενισχύσει την αγορά εργασίας. Η απασχόληση έχει αυξηθεί κατά 12% σε ετήσια βάση κατά το πρώτο μισό του 2022, ενώ η ανεργία διαμορφώθηκε στο 12,2% τον Αύγουστο. Πρόκειται για το χαμηλότερο σημείο από τον Απρίλιο του 2010. Προς το παρόν, έχει υπάρξει μικρή πίεση ανόδου των μισθών (0,9% σε ετήσια βάση στο δεύτερο μισό του 2022).
Τους τελευταίους μήνες, ωστόσο, οι πληθωριστικές πιέσεις, ιδίως λόγω των υψηλών τιμών της ενέργειας και της ηλεκτρικής ενέργειας, έχουν περιορίσει την εμπιστοσύνη των επιχειρήσεων και των καταναλωτών, καθώς και τις τάσεις στη βιομηχανική παραγωγή. Τα υποστηρικτικά οικονομικά και δημοσιονομικά μέτρα της κυβέρνησης, σε συνδυασμό με τις ισχυρές επιδόσεις της αγοράς εργασίας, έχουν ενισχύσει το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών και την ανάκαμψη της εγχώριας ζήτησης. Ωστόσο, η απότομη άνοδος του πληθωρισμού και των επιτοκίων, παράλληλα με τον στασιμοπληθωρισμό στην Ευρωζώνη, θα επιβαρύνουν την ιδιωτική κατανάλωση και τις επενδύσεις το 2023. Η S&P αναμένει ότι η αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ θα επιβραδυνθεί κάτω από το 2% το 2023 πριν επιταχυνθεί το 2024. Επίσης αρκετές ιδιωτικοποιήσεις βρίσκονται στο τελικό τους στάδιο (ΔΕΠΑ Υποδομών) ή έχουν προχωρήσει αρκετά (περιφερειακά λιμάνια και παραχωρήσεις για την Αττική Οδό και την Εγνατία οδό). Εάν ολοκληρωθούν όπως έχει προγραμματιστεί, τα έργα αυτά, σε συνδυασμό με τη δόση από την σύμβαση παραχώρησης του Ελληνικού, τα έσοδα απο ιδιωτικοποιήσεις θα ανέλθουν φέτος στα 2,2 δισ. ευρώ.
Συνεχίζεται η δημοσιονομική προσαρμογή
Αναλυτικά, η S&P εκτιμά ότι το δημοσιονομικό έλλειμμα θα μειωθεί στο 4% του ΑΕΠ το 2022, λόγω της ανοδικής απόδοσης των εσόδων και της συγκράτησης των δαπανών, πριν μειωθεί περαιτέρω το 2023-2025. Η υψηλή ονομαστική οικονομική ανάπτυξη το 2022, που χαρακτηρίζεται από μια εκτιμώμενη αύξηση σχεδόν 6% του πραγματικού ΑΕΠ - με πλήρη ανάκαμψη του τουριστικού κλάδου, ισχυρή αύξηση της απασχόλησης και υψηλό πληθωρισμό - ενίσχυσε την απόδοση των κρατικών εσόδων. Για παράδειγμα, σε ταμειακή βάση, μεταξύ Ιανουαρίου και Αυγούστου, τα έσοδα της γενικής κυβέρνησης αυξήθηκαν σχεδόν κατά 18% σε σύγκριση με την ίδια περίοδο του 2021, ενώ οι κρατικές δαπάνες περιορίστηκαν στη σταδιακή βάση κατάργησης των πακέτων στήριξης που σχετίζονται με τον κορονοϊό, με μείωση σχεδόν 4% την ίδια περίοδο. Τα ενεργειακά μέτρα το 2022 προβλέπεται να φτάσουν τα 13,2 δισ. ευρώ (ή 6,7% του ΑΕΠ) εκ των οποίων τα 4,3 δισ. ευρώ (ή 2% του ΑΕΠ) με δημοσιονομική επίπτωση. Οι ισχυρές δημοσιονομικές επιδόσεις θα οδηγήσουν, κατά τη Standard & Poor's, σε σημαντική μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος φέτος, σε περίπου 4% του ΑΕΠ.
Το 2023, η κυβέρνηση επιδιώκει πρωτογενές πλεόνασμα 0,7% του ΑΕΠ, με βάση κυρίως τον περαιτέρω περιορισμό των δαπανών που σχετίζεται με την εξάλειψη των υπόλοιπων μέτρων που σχετίζονται με την πανδημία του κορονοϊού και τη μη περαιτέρω ανανέωση ορισμένων μέτρων που σχετίζονται με την ενέργεια στη βάση και του απροσδόκητου φόρου στις ενεργειακές εταιρείες. Το καθαρό δημοσιονομικό κόστος των μέτρων στήριξης σχεδιάζεται να μειωθεί από 2,8% του ΑΕΠ το 2022 σε 1,5% το 2023 (η ακαθάριστη αξία θα μειωθεί λιγότερο, από 13,4 δισ. ευρώ το 2022 σε 10,3 δισ. ευρώ το 2023). Αν και η Standard & Poor's υποθέτει ότι η κυβέρνηση είναι απίθανο να επιτύχει τον δημοσιονομικό της στόχο λόγω της επιδείνωσης της οικονομικής δραστηριότητας και των βουλευτικών εκλογών του 2023, αναμένει ότι η θέση του πρωτογενούς αποτελέσματος θα είναι σχεδόν ισοσκελισμένη, με το έλλειμμα του προϋπολογισμού της γενικής κυβέρνησης να μειώνεται περαιτέρω, θέτοντας σαφώς σε μια πτωτική πορεία το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ. Δεδομένης της προσωρινής αναστολής του δημοσιονομικού πλαισίου του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης της ΕΕ, ανεστάλη η απαίτηση για την Ελλάδα να παρουσιάσει το πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ την περίοδο 2020-2023.
«Βλέπει» μείωση στο ακαθάριστο και καθαρό χρέος
Λαμβάνοντας υπόψη την ονομαστική οικονομική ανάπτυξη και τη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος, η S&P αναμένει ότι το ακαθάριστο χρέος της γενικής κυβέρνησης θα μειωθεί σε περίπου 171% του ΑΕΠ το 2022, από περίπου 193% το 2021, προτού υποχωρήσει περαιτέρω την περίοδο 2023-2025. Εξαιρώντας ταμειακά αποθέματα, η S&P αναμένει μείωση του καθαρού χρέους της γενικής κυβέρνησης κάτω από το 160% του ΑΕΠ το 2022 και σε σχεδόν 152% το 2023 από περίπου 176% του ΑΕΠ το 2021.
Παρά την επιδείνωση του δημοσιονομικού ισοζυγίου που προκλήθηκε από την πανδημία το 2020-2021, η Ελλάδα αντιμετώπισε τις επιπτώσεις της πανδημίας με σημαντικά δημοσιονομικά αποθέματα ασφαλείας. Αυτό αποδεικνύεται από την υποκείμενη προ-πανδημική διαρθρωτική της θέση, καθώς και από την πρόσβασή της σε σημαντικά αποθέματα ρευστότητας, η οποία μείωσε αισθητά τις δανειακές της ανάγκες. Οι επιστροφές από τα SMP/ANFAs από το Ευρωσύστημα θα συνεχιστούν καθώς η Ελλάδα συμμορφώνεται σε γενικές γραμμές με τους σχετικούς δείκτες αναφοράς αναθεώρησης. Επιπλέον, η απόφαση της ΕΚΤ να συνεχίσει να αγοράζει ομόλογα του ελληνικού δημοσίου πέρα από τα rollovers και της λήξεις - καθώς και η πρόσφατη εισαγωγή του TPI - εάν υπάρξει επιδείνωση της μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής στην Ελλάδα αποτελούν το κλειδί για την πρόσβαση της χώρας στις αγορές και σε προσιτές τιμές, κατά την S&P.
Η Standard & Poor's υπολογίζει το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους της Ελλάδας σε περίπου 1,4% στο τέλος του 2022. Αυτό, παρά το μεγάλο χρέος της χώρας, είναι σημαντικά χαμηλότερο από το μέσο κόστος αναχρηματοδότησης για τα περισσότερα κράτη στην κατηγορία αξιολόγησης «BB». Η μέση σταθμισμένη υπολειπόμενη λήξη του δημοσίου χρέους ήταν 18,2 έτη στο τέλος Ιουνίου 2022. Η S&P αναμένει ότι αυτή και οι μελλοντικές πράξεις διαχείρισης του χρέους, συμπεριλαμβανομένων των διμερών δανείων, θα συμβάλουν στην ελάφρυνση του επιτοκιακού φόρτου της κυβέρνησης, ακόμη και αν ληφθεί υπόψη η σημαντική αύξηση στο δημόσιο χρέος λόγω των οικονομικών και δημοσιονομικών επιπτώσεων της πανδημίας καθώς και της συνεχιζόμενης αύξησης των επιτοκίων δανεισμού. Είναι σημαντικό ότι τον Μάρτιο του 2022, η Ελλάδα κινήθηκε σε μια προεξόφληση του υπολοιπόμενου ποσού του δανείου της από το ΔΝΤ (1,86 δισ. ευρώ), δύο χρόνια νωρίτερα από το χρονοδιάγραμμα. Καθώς η Ελλάδα συνεχίζει να αντικαθιστά ένα αυξανόμενο μερίδιο του δημόσιου χρέους της με την έκδοση εμπορεύσιμων ομολόγων, το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους της ως ποσοστό των κρατικών εσόδων μπορεί να αυξηθεί.
«Αγκάθι» συνεχίζει να αποτελεί το ελληνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα
«Αγκάθι» συνεχίζει να αποτελεί το ελληνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα για την Standard & Poor's. Ο υψηλός όγκος των NPEs παρά τις πρόσφατες σημαντικές βελτιώσεις, η αδύναμη ποιότητα στα κεφάλαια των τραπεζών λόγω του υψηλού ποσού αναβαλλόμενων φορολογικών πιστώσεων και αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων ως ποσοστό της ίδιας βάσης των τραπεζών και οι περιορισμένες, αν και βελτιωμένες προοπτικές κερδών, συνεχίζουν να περιορίζουν την πιστοληπτική ικανότητα των ελληνικών τραπεζών. Η συνεχιζόμενη αναδιάρθρωση της Attica Bank - της πέμπτης μεγαλύτερης τράπεζας της χώρας από πλευράς ενεργητικού - είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Η καθυστερημένη εμφάνιση των μεγάλων ζητημάτων ποιότητας του ενεργητικού του και οι επακόλουθες μεγάλες ζημίες και η πρώχευση της το 2021 επέφεραν τη μετατροπή αναβαλλόμενων φορολογικών πιστώσεων, καθιστώντας το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας τον μεγαλύτερο ιδιοκτήτη της μέσω κεφαλαιακής εισφοράς 245 εκατ. ευρώ. Συνεπώς, η S&P θεωρεί αυτό το πρόσφατο περιστατικό ως μεμονωμένο και η Attica Bank δεν είναι συστημικά σημαντική.
Όσον αφορά τα NPEs, οι τέσσερις συστημικές τράπεζες έχουν προχωρήσει σημαντικά στο σκέλος της εξυγίανσης από την εφαμοργή του «Ηρακλή» το 2018. Με τη μόχλευση του Ηρακλή και το αυξημένο αγοραστικό ενδιαφέρον από distressed asset managers, το απόθεμα των NPLs των ελληνικών τραπεζών μειώθηκε κάτω από τα 20 δισ. ευρώ στο τέλος του 2021 από 88 δισ. ευρώ στο τέλος του 2018. Δεδομένων των πολύ μεγάλων όγκων διαθεσίμων NPEs, ο οίκος αξιολόγησης αναμένει ότι ο δείκτης NPLs στο εγχώριο σύστημα θα μειωθεί κοντά στο 8% έως το τέλος του 2022. Ωστόσο, αναμένει ότι οι μετρήσεις ποιότητας ενεργητικού των ελληνικών τραπεζών θα παραμείνουν ασθενέστερες από τον μέσο όρο της ΕΕ.
Κοντά στο να κορυφωθεί ο πληθωρισμός - Η εικόνα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών
Ωστόσο, κατά την S&P, οι διαρθρωτικές οικονομικές αλλαγές τα τελευταία χρόνια έφεραν τον εξαγωγικό τομέα της Ελλάδας σε θέση να επωφεληθεί από την αυξημένη ανταγωνιστικότητά του, την οποία παρατηρεί στις σταθερές εξαγωγικές επιδόσεις των αγαθών. Ωστόσο, με λιγότερο από το 20% του ΑΕΠ, ο τομέας των εξαγωγών εμπορευμάτων της Ελλάδας είναι σημαντικά χαμηλότερα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Γενικότερα, η ανταγωνιστικότητα του κόστους εργασίας έχει βελτιωθεί σε επίπεδα που είχαν καταγραφεί πριν από το 2000 και η εξωτερική ζήτηση κινείται ανοδικά. Κατά συνέπεια, το μερίδιο των εξαγόμενων αγαθών και υπηρεσιών υπερδιπλασιάστηκε στο 51,7% του ΑΕΠ το 2021, σε σύγκριση με 19% του ΑΕΠ το 2009 και αναμένεται να αυξηθεί περαιτέρω έως το 2025. Επιπλέον, μετά από μια προσωρινή πτώση το 2020, οι εισροές ΑΞΕ αυξάνονται από το 2021. Η S&P πιστεύει ότι οι υψηλές επιχορηγήσεις από το Ταμείο Ανάκαμψης θα ωφελήσουν τις εξελίξεις του ισοζυγίου πληρωμών κατά την περίοδο 2022-2026.
Επιπλέον, ο πληθωρισμός στην Ελλάδα φτασε σε υψηλό πολλών δεκαετιών και στο 12% τον Σεπτέμβριο (σύμφωνα με τον Εναρμονισμένο Δείκτη Τιμών Καταναλωτή), αντανακλώντας την άνοδο των τιμών της ενέργειας και των τροφίμων. Τα ευμετάβλητα αποτελέσματα του πληθωρισμού περιπλέκουν τις αποφάσεις για επενδύσεις και δαπάνες για τον ιδιωτικό τομέα της χώρας και θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο την ανάπτυξη. Ωστόσο, μέχρι στιγμής, σε αντίθεση με τις τάσεις στις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο, υπάρχουν ελάχιστα στοιχεία ότι ο υψηλότερος πληθωρισμός αυξάνει τους μισθούς στην ελληνική οικονομία. Η S&P προβλέπει ότι ο ετήσιος πληθωρισμός θα μπορούσε να είναι πολύ κοντά στο ανώτατο σημείο του. Γενικότερα, οι προοπτικές για τον πληθωρισμό εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από γεγονότα εκτός του ελέγχου της ΕΚΤ, και ιδίως περιστρέφονται γύρω από τη διάρκεια του πολέμου στην Ουκρανία και, με τη σειρά τους, τη συμπεριφορά των τιμών των εμπορευμάτων, καθώς και την πιθανότητα κάποιας ανατίμησης του ευρώ έναντι του δολαρίου.