Ο πληθωρισμός στην Ιαπωνία εκτινάχθηκε σε υψηλό 40 ετών τον Οκτώβριο, λόγω της αδυναμίας του γεν και των πιέσεων του κόστους εισαγωγών σε συνδυασμό με την πολιτική των εξαιρετικά χαμηλών επιτοκίων που έχει αποφασίσει να υιοθετήσει η κεντρική τράπεζα.
Ο εθνικός δομικός δείκτης τιμών καταναλωτή σημείωσε άνοδο 3,6% σε σχέση με ένα χρόνο νωρίτερα, υπερβαίνοντας το 3,5% που περίμεναν οι οικονομολόγοι. Αυτό είναι το μεγαλύτερο άλμα που καταγράφεται από τον Φεβρουάριο του 1982, όταν μια κρίση στη Μέση Ανατολή που προήλθε από τον πόλεμο Ιράν-Ιράκ διέκοψε την προσφορά αργού πετρελαίου και προκάλεσε άνοδο στις τιμές ενέργειας.
Τα στοιχεία του Οκτωβρίου έδειξαν αύξηση των τιμών των πρώτων υλών και η αδυναμία του γιεν είχε οδηγήσει σε αύξηση 15,2% στο ενεργειακό κόστος, ενώ τα τρόφιμα αυξήθηκαν κατά 5,9%, στην ταχύτερη άνοδο από τον Μάρτιο του 1981. Μεταξύ των ειδών διατροφής, το 88% ήταν ακριβότερα από ό,τι ένα χρόνο πριν, με πρωταγωνιστή τα αλκοολούχα ποτά, όπως η μπύρα και το σάκε.
«Δεν έχω αλλάξει την άποψή μου ότι η άνοδος θα αρχίσει να επιβραδύνεται σύντομα», δήλωσε ο Τακέσι Μινάμι, επικεφαλής οικονομολόγος στο Ερευνητικό Ινστιτούτο Norinchukin αναμένοντας μείωση στις παγκόσμιες τιμές των σιτηρών. «Περιμένω ότι ο πληθωρισμός θα κορυφωθεί μέχρι το τέλος του έτους και η άνοδος των τιμών θα αρχίσει να μειώνεται το νέο έτος» πρόσθεσε.
Από την πλευρά του, ο διοικητής της Τράπεζας της Ιαπωνίας (BOJ) Χαρούχικο Κουρόντα επανέλαβε την Πέμπτη τη δέσμευσή του για διατήρηση της πολιτική τόνωσης για την επίτευξη αύξησης των μισθών και βιώσιμο και σταθερό πληθωρισμό. Η ιαπωνική οικονομία παραμένει εύθραυστη καθώς ανακάμπτει από την πανδημία της COVID-19. Επίσης, ο πληθωρισμός της Ιαπωνίας παραμένει συγκρατημένος σε σχέση με τα πρότυπα άλλων ανεπτυγμένων χωρών.
Οι οικονομολόγοι δεν αναμένουν ότι η κεντρική τράπεζα της χώρας θα ακολουθήσει την παγκόσμια τάση αύξησης των επιτοκίων, καθώς θεωρεί την επιτάχυνση του πληθωρισμού των τρέχον έτος ως παροδική ώθηση του κόστους που θα εξασθενίσει καθώς θα αμβλυνθεί το κόστος των εισαγωγών.