Ψηλά τοποθετεί τον πήχη του τουρισμού για την επόμενη χρόνια το οικονομικό επιτελείο και οι παράγοντες του κλάδου, μετά και τις φετινές επιδόσεις, που ξεπέρασαν τις αρχικές προβλέψεις για ανάκτηση του 80% του 2019 και προσέγγισαν στο εννεάμηνο το 96,9% των ταξιδιωτικών εισπράξεων της χρυσής χρονιάς. Την ίδια στιγμή βέβαια, η επιφυλακτικότητα παραμένει, χάρη στο ρευστό διεθνές σκηνικό και τις πληθωριστικές πιέσεις που απομυζούν το διαθέσιμο εισόδημα των δυνητικών ταξιδιωτών της χώρας.
Οι προβλέψεις για του χρόνου
Ενδεικτικός της αισιοδοξίας που επικρατεί είναι ο προϋπολογισμός του 2023 τον οποίο κατέθεσε το οικονομικό επιτελείο χθες στην Βουλή. Από αυτόν προκύπτει ότι η φιλοδοξία είναι να διατηρηθεί ο θετικός ρυθμός μεταβολής του ΑΕΠ και την επόμενη χρόνια, με την αρωγή και την ανθεκτικότητα που θα επιδείξει ο τουριστικός κλάδος. Για την ακρίβεια εκτιμάται ότι ο τουρισμός θα ανακτήσει φέτος το 97,4% των επιπέδων του 2019.
Παράλληλα υπολογίζεται να διατηρήσει το 95% των προ πανδημικών εισπράξεων (2019) και το 2023, συνεχίζοντας να αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για την ανάπτυξη, παρά τους όποιους τριγμούς αναμένονται από εξωγενείς παράγοντες - η ανάπτυξη σε επίπεδο ΕΕ υπολογίζεται να ανέλθει σε μόλις 0,3%. Κατ' επέκταση τα έσοδα, τόσο φέτος όσο και του χρόνου, αναμένεται να κινηθούν στην περιοχή των 18 δισ. ευρώ με την οριακή πτώση στις προβλέψεις του επόμενου έτους να οφείλεται στην κάμψη της ζήτησης από βασικές αγορές λόγω πληθωρισμού.
Οι επιφυλάξεις των φορέων
Συγκρατημένη αισιοδοξία εκφράζεται και από τους φορείς του κλάδου, οι οποίοι αναμένουν να διατηρηθεί η ανοδική πορεία των αφιξεων και του χρόνου και να εμπεδωθεί πλέον η επιμήκυνση της σεζόν, στοίχημα που κερδίθηκε για πρώτη φοράς φέτος.
Η «συγκράτηση» εδράζεται και πάλι στις πληθωριστικές πιέσεις, οι οποίες θα μπορούσαν να διατηρήσουν τις διαφορετικές ταχύτητες των προορισμών που παρατηρήθηκαν φέτος - πριμοδοτώντας τις επιχειρήσεις πολλών αστέρων έναντι των μικρομεσαίων που αποτελούν και την μερίδα του λέοντος του τουρισμού. Αφετέρου βέβαια οι εξωγενείς παράγοντες θα μπορούσαν να εκτινάξουν δυσανάλογα και το κόστος των τουριστικών επιχειρήσεων, με αποτέλεσμα το πρόσημο των ισολογισμών τους να καταλήξει αρνητικό.
Οι επιδόσεις μέχρι τώρα
Το σίγουρο είναι ότι σύμφωνα με τις μέχρι σήμερα ενδείξεις, η χώρα παραμένει στις πρώτες προτιμήσεις των ταξιδιωτών. Γεγονός που την φετινή χρονιά είχε ως αποτέλεσμα οι αφίξεις μη κατοίκων ταξιδιωτών και οι σχετικές εισπράξεις να αυξηθούν στο εννεάμηνο κατά 103,9% και κατά 78,3% σε σχέση με πέρυσι, αντιπροσωπεύοντας το 87,9% και το 96,9% του 2019.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδος, ώθηση στις προαναφερθείσες επιδόσεις έδωσε ο Σεπτέμβριος, οι αφίξεις του οποίου αυξήθηκαν κατά 52,3% σε σχέση με το 2021 και ανήλθαν στο 89,2% του 2019 και οι εισπράξεις κατά 35,1% σε σχέση με πέρυσι, φτάνοντας οριακά το αντίστοιχο επίπεδο του 2019 (98,9%).
Ειδικότερα σύμφωνα με τα στοιχεία του Ταξιδιωτικού ισοζυγίου για τον Σεπτέμβριο του τρέχοντος έτους, οι ταξιδιωτικές εισπράξεις κατέγραψαν πτώση κατά 1,1% σε σχέση με το 2019, η μέση δαπάνη ανά ταξίδι αυξήθηκε κατά 11,3% και η εισερχόμενη ταξιδιωτική κίνηση μειώθηκε κατά 10,8%.
Σε σχέση με την περίοδο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου 2019, την περίοδο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου 2022 οι ταξιδιωτικές εισπράξεις παρουσίασαν μείωση κατά 3,1% και η εισερχόμενη ταξιδιωτική κίνηση κατά 12,1%, ενώ η μέση δαπάνη ανά ταξίδι αυξήθηκε κατά 10,7%.
Αντιστοίχως καλά αναμένεται να κινηθεί και ο Οκτώβριος, όπως προκύπτει από τα αποτελέσματα των περιφερειακών αεροδρομίων. Να υπενθυμίσουμε ότι τα περιφερειακά αεροδρόμια που διαχειρίζεται η Fraport, υποδέχτηκαν τον Οκτώβριο 11,5% περισσότερους επιβάτες από την χρονιά ρεκόρ του 2019. Η δυναμική του Οκτωβρίου έδωσε περαιτέρω ώθηση και στα αποτελέσματα δεκαμήνου των αεροδρομίων, με την επιβατική κίνηση Ιανουαρίου - Οκτωβρίου να υπολείπεται μόλις 320.145 επιβάτες από την επιβατική κίνηση που καταγράφηκε στο σύνολο της χρονιάς ρεκόρ του 2019 (Ιανουάριος - Δεκέμβριος). Αντίστοιχα και στον Διεθνή Αερολιμένα Αθηνών, η επιβατική κίνηση τον Οκτώβριο ανήλθε σε 2,29 εκατ., όντας μειωμένη μόλις 0,5% από τα επίπεδα του Οκτωβρίου της χρυσής χρονιάς του 2019.