Ένα «δώρο» ελάφρυνσης του χρέους κατά 6 δισ. ευρώ, εύσημα για επαρκή πρόοδο, αλλά και συστάσεις για στόχευση μέτρων στήριξης και για επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων σε συγκεκριμένα πεδία περιλαμβάνει το πόρισμα των θεσμών (Κομισιόν, ΕΚΤ, ESM) για την Μεταπρογραμματική Εποπτεία της Ελλάδος.
Αποδίδονται εύσημα για την πρόοδο στις μεταρρυθμίσεις, στη δημοσιονομική προσαρμογή και στο Ταμείο Ανάκαμψης από το οποίο αναμένεται στις αρχές του 2023 το επόμενο πακέτο δόσων 3,57 δισ. ευρώ. Επίσης εκτιμάται πως είναι καλυμμένη ενεργειακά η Ελλάδα με βάση τις υφιστάμενες συνθήκες.
Στο ίδιο πόρισμα περιλαμβάνονται αναλύσεις βιωσιμότητας του χρέους που δείχνουν βελτιωμένη εικόνα αλλά με σενάριο για πρωτογενές πλεόνασμα 3,1% μακροχρόνια που κρίνεται πολύ φιλόδοξο και εναλλακτικό σενάριο για πλεόνασμα 1,4%. Επίσης «βλέπει» και σειρά κινδύνων τόσο λόγω πίεσης στα εισοδήματα των τουριστών, αλλά και λόγω των πιθανών γεωπολιτικών εντάσεων. Καταγράφει και πιθανούς κινδύνους στο δημοσιονομικό πεδίο σε σχέση με το φορέα ακινήτων, αλλά και την ΕΤΑΔ, ενώ κρούει τον κώδωνα για διάφορα μέτωπα στο χρηματοπιστωτικό πεδίο.
Το πακέτο δόσεων και η παρέμβαση έως και το 2049
Αναλυτικά, το πόρισμα για την μεταπρογραμματική εποπτεία κάνει σαφές πως δεν οδηγεί μόνο – μέσα από απόφαση του Eurogroup του Δεκεμβρίου - στην αποδέσμευση του τελευταίου πακέτου παρεμβάσεων στο χρέος που συμφωνήθηκε τον Ιούνιο του 2018 (644 εκατ. ευρώ από τα κέρδη ομολόγων και 123 εκατ. ευρώ από την κατάργηση του επιτοκίου 2% του 2ου δανείου), αλλά και σε ένα άλλο «δώρο» που θα προσφέρει συνολικά 5,2 δισ. ευρώ σε όρους ελάφρυνσης του χρέους από την μόνιμη κατάργηση του εν λόγω επιτοκιακού περιθωρίου (δηλαδή από το 2023 έως το 2049).
Συνολικά, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η Ελλάδα έχει λάβει τις απαραίτητες ενέργειες για να ολοκληρώσει τις δεσμεύσεις της «παρά τις δύσκολες συνθήκες λόγω του πολέμου της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας». Οι αρχές, αναφέρεται, τήρησαν τις δεσμεύσεις τους σε διάφορους τομείς, ιδίως στη δημοσιονομική πολιτική, στη φορολογική διοίκηση, στη δικαιοσύνη, στις μεταρρυθμίσεις του χρηματοπιστωτικού τομέα, στο κτηματολόγιο και στις ιδιωτικοποιήσεις. Σε ορισμένους τομείς, έχει σημειωθεί πρόοδος, αλλά «απαιτούνται περαιτέρω βήματα για την πλήρη επίτευξη των στόχων» και αυτό ισχύει κυρίως αναφορικά με την εφαρμογή της μεταρρύθμισης της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας, της κωδικοποίησης του εργατικού δικαίου, καθώς και την εκκαθάριση των ληξιπρόθεσμων οφειλών, αλλά και καθυστερήσεων που σχετίζονται με τη λειτουργία του χρηματοπιστωτικού τομέα.
Η οικονομία
Η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας συνεχίστηκε με σταθερούς ρυθμούς το πρώτο εξάμηνο του 2022, αναφέρεται, αλλά η ανάπτυξη αναμένεται να επιβραδυνθεί τα επόμενα τρίμηνα ως συνέπεια της ενεργειακής κρίσης και του πληθωριστικού σοκ που προκαλεί. Αναφέρει πως «το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών διαβρώνεται από τον πληθωρισμό, το αυξημένο κόστος χρηματοδότησης, οι αβεβαιότητες αναστέλλουν τις επενδύσεις και η εξωτερική ζήτηση αναμένεται να μειωθεί». Γίνεται σαφές πως η εφαρμογή του Σχεδίου Ανάκαμψης «παραμένει ένα σημαντικό όχημα για τη στήριξη της οικονομίας κάτω από αυτές τις δύσκολες συνθήκες».
Γίνεται σαφές πως «επί του παρόντος, η χώρα δεν αναμένεται να αντιμετωπίσει ελλείψεις ενεργειακού εφοδιασμού». Ωστόσο, στο πεδίο των μέτρων στήριξης επισημαίνεται πως «τα περισσότερα από τα μέτρα για την ενεργειακή κρίση δεν φαίνεται να στοχεύουν σε ευάλωτα νοικοκυριά ή επιχειρήσεις», ενώ στη πλειοψηφία τους δεν οδηγούν σε «μείωση της ζήτησης ενέργειας και στην αύξηση της ενεργειακής απόδοσης». Μάλιστα επισημαίνεται πως «οι αρχές κατέβαλαν πρόσφατα προσπάθειες για τη βελτίωση της ποιότητας των ενεργειακών μέτρων, αλλά υπάρχει περιθώριο για περαιτέρω βελτίωση».
Συνολικά για τη δημοσιονομική πολιτική αναφέρεται πως παραμένει υποστηρικτική το 2022, αλλά παρά ορισμένες μόνιμες φορολογικές περικοπές, «αναμένεται να γίνει συσταλτική το 2023». Το «κλείσιμο» του 2022 θα είναι καλύτερο από το αναμενόμενο στο Πρόγραμμα Σταθερότητας, καθώς η αύξηση των κρατικών εσόδων (λόγω της υψηλότερης από την αναμενόμενη ονομαστικής ανάπτυξης), υπεραντιστάθμισε τις υψηλότερες δημοσιονομικές δαπάνες για ενεργειακά μέτρα.
Εύσημα για τα μέτρα στήριξης και το Ταμείο Ανάκαμψης, αρχή 2023 η «δόση» των 3,57 δισ. ευρώ
Πάντως, υπάρχει αποδοχή για την αποτελεσματικότητα των μέτρων: «τα μέτρα πολιτικής συμβάλλουν στον μετριασμό των επιπτώσεων του υψηλού πληθωρισμού στα εισοδήματα των νοικοκυριών. Η επιβράδυνση της αύξησης του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος λόγω του υψηλού πληθωρισμού μετριάζεται από τα μέτρα που έλαβε η Ελλάδα για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης, καθώς και από τις μειώσεις φόρων» αναφέρεται.
Για το Σχέδιο Ανάκαμψης επισημαίνεται επίσης πως παρά τις διεθνείς αντιξοότητες «αναμένεται να στηρίξει την οικονομία σε μια περίοδο αυξημένης αβεβαιότητας και διεθνούς επιβράδυνσης». Η υλοποίηση του σχεδίου «αναμένεται να δώσει αξιοσημείωτη ώθηση τόσο στις ιδιωτικές όσο και στις δημόσιες επενδύσεις σε ολόκληρο τον προβλεπόμενο ορίζοντα», αλλά η αυξημένη αβεβαιότητα, καθώς και οι αυστηρότερες οικονομικές συνθήκες, «αναμένεται να καθυστερήσουν τις επενδύσεις εκτός του Σχεδίου». Το 25% των κονδυλίων έχει ήδη εκταμιευθεί, επισημαίνεται ενώ η 2η δόση 3,57 δισ. ευρώ (1,72 δισ. ευρώ επιχορηγήσεις και 1,85 δισ. ευρώ δάνεια) αναμένεται να εκταμιευθεί στην Ελλάδα στις αρχές του 2023.
Εκτιμάται επίσης πως παρά την επιδείνωση του διεθνούς περιβάλλοντος και την προβλεπόμενη επιβράδυνση της ανάπτυξης, η ανταγωνιστικότητα κόστους προβλέπεται να βελτιωθεί.
Η βιωσιμότητα του χρέους- τα 2 σενάρια για πρωτογενές πλεόνασμα
Για το χρέος, το πόρισμα αναφέρει πως θα μειωθεί ταχύτατα ενώ η Ελλάδα «έχει μεγάλο ταμειακό απόθεμα και έχει διατηρήσει την παρουσία της στην αγορά κρατικών ομολόγων, παρόλο που τα επιτόκια έχουν αυξηθεί σημαντικά τους τελευταίους μήνες». Τα ταμειακά διαθέσιμα αποτιμώνται στα 35 δισεκατομμύρια ευρώ, ενώ στο τέλος Δεκεμβρίου μετά και την πληρωμή του διακρατικού δανείου αναμένεται να μειωθούν κάτω από τα 32 δισ. ευρώ. Στα «συν» αναφέρει πως οι αξιολογήσεις για την πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας παραμένουν αμετάβλητες από τον Απρίλιο του 2022 «παρά τις αυξανόμενες παγκόσμιες αβεβαιότητες και την άνοδο των επιτοκίων».
Μάλιστα, στην ανάλυση βιωσιμότητας η Ελλάδα εκτιμάται ότι αντιμετωπίζει χαμηλούς κινδύνους δημοσιονομικής βιωσιμότητας βραχυπρόθεσμα, υψηλούς κινδύνους μεσοπρόθεσμα, ενώ οι μακροπρόθεσμοι κίνδυνοι φαίνεται να είναι μεσαίας και όχι υψηλής έντασης,
Το δημόσιο χρέος αναμένεται να μειωθεί στο 118% του ΑΕΠ το 2032, αλλά θα αυξηθεί στο 125,4% το 2033 καθώς λήγει η περίοδος «ρύθμισης» των δανείων του EFSF για το σκέλος των αναβαλλόμενων τόκων που θα πρέπει τότε να κεφαλαιοποιηθούν. Το ζήτημα είναι πως το χρέος παραμένει σε αυτήν πτωτική τροχιά σε όλα τα σενάρια, αλλά η βιωσιμότητα εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό από τον στόχο για πρωτογενές πλεόνασμα: το βασικό σενάριο το προβλέπει στο 3,1% του ΑΕΠ «για αρκετές δεκαετίες, κάτι που είναι εξαιρετικά φιλόδοξο» με εναλλακτικό σενάριο 1,4% του ΑΕΠ που οδηγεί όμως σε άλλη, πιο αργή, αποκλιμάκωση χρέους που «αυξάνει σημαντικά τους κινδύνους για τη βιωσιμότητά του» όπως αναφέρεται.
Οι κίνδυνοι για την οικονομία – Πίεση στα εισοδήματα των τουριστών και Γεωπολιτικές εντάσεις
Στο πόρισμα καταγράφονται οι κίνδυνοι για τις προοπτικές ανάπτυξης. Περιλαμβάνουν τις «απρόβλεπτες εξελίξεις σχετικά με τον πόλεμο της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας» και την κρίση στην αγορά ενέργειας που «θα μπορούσαν να τονώσουν περαιτέρω τις πληθωριστικές πιέσεις και να περιορίσουν την οικονομική δραστηριότητα». Αναφέρεται πως επηρεάζουν επίσης τις προοπτικές για την επερχόμενη τουριστική περίοδο, λόγω της χαμηλότερης αγοραστικής δύναμης των δυνητικών τουριστών και της πιθανώς χαμηλότερης ελκυστικότητας της χώρας ως τουριστικού προορισμού «λόγω των αυξημένων γεωπολιτικών εντάσεων στην περιοχή».
Στους δημοσιονομικούς κινδύνους, που «παραμένουν σημαντικοί» αναφέρει πως σχετίζονται κυρίως (και πάλι) με τον πόλεμο καθώς μία «πιο έντονη επιβράδυνση ή ακόμα και ύφεση, θα μπορούσε να υπονομεύσει το σχέδιο για πρωτογενές πλεόνασμα το 2023». Ο πληθωρισμός οδηγεί σε υψηλότερα έσοδα, αλλά ταυτόχρονα δημιουργεί αυξανόμενες πιέσεις από την πλευρά των δαπανών. Οι μισθοί και οι κοινωνικές παροχές στο Δημόσιο δεν αναπροσαρμόζονται ανάλογα με τον πληθωρισμό «γεγονός που περιορίζει εν μέρει την (άμεση) μετάδοση του υψηλότερου πληθωρισμού στις δημόσιες δαπάνες», αλλά «οι πιέσεις για αύξηση των δαπανών για μισθούς και παροχές είναι πιθανό να αυξηθούν εν όψει της πτώσης των πραγματικών διαθέσιμων εισοδημάτων» και έτσι ενδέχεται να οδηγήσουν σε κινήσεις «για την αντιμετώπιση των αυξήσεων των τιμών νωρίτερα ή σε μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι έχει προγραμματιστεί».
Αλλά και η εξέλιξη των τιμών της ηλεκτρικής ενέργειας είναι κρίσιμη για τον προϋπολογισμό του 2023, αφού παρά τον μηχανισμό των υπερεσόδων που τροφοδοτεί τα μέτρα, «μια περαιτέρω αύξηση στις τιμές ηλεκτρικής ενέργειας θα μπορούσε να αυξήσει το δημοσιονομικό κόστος του μηχανισμού». Αλλά δίνει και την εκδοχή μία «μείωση των τιμών της ηλεκτρικής ενέργειας να καταστήσει το μηχανισμό ακόμη και δημοσιονομικά ουδέτερο». Μάλιστα δεν αποκλείει και υψηλότερο πρωτογενές πλεόνασμα.
Κινδύνους στα δημοσιονομικά βλέπει και από το φορέα ακινήτων, «ανάλογα με την τελική του ταξινόμηση», εκκρεμείς δικαστικές υποθέσεις, με κυριότερη αυτή της ΕΤΑΔ, αλλά και με την απόφαση για τα αναδρομικά (με επισήμανση πως μόνο οι συνταξιούχοι που υπέβαλαν αγωγές πριν από τις 31 Ιουλίου 2020 θα δικαιούνται αναδρομική αποζημίωση και έτσι είναι μικρό το κόστος). Σημειώνεται πως δεν υπάρχει καμία επισήμανση για το θέμα του Ηρακλή και της Eurostat.
Στο τραπεζικό πεδίο καταγράφονται, «παρά τη βελτίωση των θεμελιωδών μεγεθών» «προκλήσεις στο μέλλον» με έμφαση σε μία πρώτη αύξησης των νέων καθυστερήσεων αλλά και στο θέμα των πλειστηριασμών.