Το πλαφόν της G7 στο ρωσικό πετρέλαιο δεν είναι αρκετά χαμηλό για να προκαλέσει «αιμορραγία» στα έσοδα του Κρεμλίνου το 2023 με οικονομολόγους να επισημαίνουν πως ακόμη κι αν υπάρξει μείωση της παραγωγούς, ο Βλαντίμιρ Πούτιν διαθέτει αρκετή ρευστότητα για να τροφοδοτήσει την πολεμική του μηχανή τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα.
Με «ταβάνι» στα 60 δολάρια το βαρέλι «το ανώτατο όριο τιμής φαίνεται πολύ γενναιόδωρο», εκτιμά η οικονομολόγος της Renaissance Capital, Σοφία Ντονέτς. «Είναι κοντά σε αυτό που τιμολογήθηκε από την αγορά για το 2023 και στο επίπεδο που προτείνεται στον προϋπολογισμό της Ρωσίας» έσπευσε να συμπληρώσει.
Ο στόχος της Δύσης είναι διττός: αφενός να «στραγγαλίσει» τα ρωσικά έσοδα και αφετέρου να εξασφαλίσει πως δεν θα απορρυθμιστεί η παγκόσμια αγορά ενέργειας με ανεξέλεγκτες τιμές, επομένως το πλαφόν στο πετρέλαιο της Μόσχας θα πρέπει να είναι αρκετά χαμηλό ώστε να οδηγήσει το Κρεμλίνο σε μία ελεγχόμενη μείωση παραγωγής.
Η Ρωσία μέχρι στιγμής δεν έχει ανακοινώσει την απάντησή της, αλλά αξιωματούχοι εκτιμούν ότι σχεδιάζουν να συνεχίσουν να διοχετεύουν τις ροές σε χώρες όπως η Κίνα και η Ινδία που δεν έχουν ταχθεί υπέρ του πλαφόν.
Ωστόσο, και χωρίς το ανώτατο όριο τιμών και τους άλλους δυτικούς περιορισμούς, το Κρεμλίνο περίμενε μείωση σχεδόν 25% στα έσοδά του από πετρέλαιο και φυσικό αέριο καθώς η παραγωγή και οι τιμές πέφτουν. Όμως, ακόμη και με την αύξηση των δαπανών για τον πόλεμο, η Μόσχα μπόρεσε να καλύψει εύκολα το δημοσιονομικό της έλλειμμα αξιοποιώντας το Ρωσικό Ταμείο Εθνικού Πλούτου (σσ: το ταμείο κρατικών επενδύσεων της Ρωσίας) και την αγορά των ομολόγων της.
Το Κρεμλίνο σύμφωνα με την τρέχουσα πρόβλεψή του, αναμένει πτώση σχεδόν 9% της παραγωγής πετρελαίου το 2023. η οποία συνεπάγεται με χαμένα έσοδα από 1 τρισεκατομμύριο ρούβλια έως 1,4 τρισεκατομμύρια ρούβλια, όπως υπογραμμίζει το Bloomberg Economics.
«Συνολικά ο προϋπολογισμός θα έχει έλλειμμα εσόδων περίπου 1% του ΑΕΠ. Πιστεύουμε ότι αυτό θα πιέσει την κυβέρνηση να εφαρμόσει δημοσιονομική λιτότητα, εάν θέλει να διατηρήσει σταθερό τον πληθωρισμό και το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους. Αυτό θα οδηγούσε σε βαθύτερη μείωση κατά -3% του ΑΕΠ» υπογραμμίζει ο Αλεξάντερ Ισάκοφ, Ρώσος οικονομολόγος.
Η Μόσχα μπήκε στον πόλεμο με τα οικονομικά της να είναι σε πολύ καλή κατάσταση μετά από χρόνια προετοιμασίας για τις κυρώσεις που θα έφερνε η εισβολή, ωστόσο, το έλλειμμα φέτος αναμένεται να φτάσει το 3,7% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος, το μεγαλύτερο από την κορύφωση της πανδημίας του COVID-19 το 2020, καθώς τα έσοδα μειώνονται και οι δαπάνες αυξάνονται για την πολεμική επιχείρηση.
Ωστόσο, ο Ολέγκ Βιούγκιν, πρώην ανώτατο στέλεχος του υπουργείου Οικονομικών, προειδοποιεί ότι η δημοσιονομική πίεση θα αυξηθεί.
«Το κύριο πρόβλημα του προϋπολογισμού της Ρωσίας είναι ότι θέλουν να ξοδέψουν πολλά περισσότερα από όσα πραγματικά μπορούν να αντέξουν οικονομικά. Το γεγονός ότι πρέπει να αξιοποιήσουν το Ρωσικό Ταμείο Εθνικού Πλούτου για να καλύψουν το έλλειμμα είναι ένα σαφές σημάδι ότι τα προβλήματα αρχίζουν» υποστήριξε.