Πριν από λίγες ημέρες και πριν κλείσει το 2022, στην ιστοσελίδα της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών (BIS) δημοσιεύθηκε μια ενδιαφέρουσα μελέτη με τίτλο “The burst of high inflation in 2021–22: How and why did we get here?” του Ricardo Reis.
Το ενδιαφέρον την μελέτης έγκειται στο γεγονός ότι καταλήγει μετά από 24 σελίδες ανάλυσης και δύο πολύ ενδιαφέρουσες συζητήσεις στο παράρτημά της στο απλό συμπέρασμα ότι αν φταίει κάποιος για τον πληθωρισμό σήμερα, αυτός δεν είναι άλλος από τις Κεντρικές Τράπεζες.
Όταν αυτό είναι ένα συμπέρασμα μιας απλής μελέτης κάποιου έστω και σημαντικού οικονομολόγου δεν δημιουργεί μεγάλο πρόβλημα.
Όταν αυτό όμως είναι μία μελέτη που κρίνεται τόσο αξιόπιστη ώστε να δημοσιευθεί στην ιστοσελίδα της «Κεντρικής Τράπεζας των Κεντρικών Τραπεζών», όπως συνηθίζεται να αποκαλείται η BIS, τότε μάλλον είναι... μεγάλο πρόβλημα.
Η μελέτη επισημαίνει ότι η άνοδος του πληθωρισμού το 2021-2022 είναι ένα τόσο δραματικό γεγονός που πιθανότατα θα πυροδοτήσει μια μεγάλη
«συζήτηση» στην προσπάθεια να το εξηγήσουμε τα επόμενα πολλά χρόνια.
Ίσως μάλιστα πυροδοτήσει και κάποιες αλλαγές καθεστώτος στον τρόπο άσκησης της νομισματικής πολιτικής, παρατηρεί ο κ. Ricardo Reis.
Βραχυπρόθεσμα, βέβαια το ζήτημα είναι να γίνουν εκείνες οι αλλαγές που είναι αναγκαίες για την επαναφορά του πληθωρισμού στο στόχο του 2%.
Δεν παραλείπει να επιβεβαιώσει ότι για τριάντα χρόνια οι Κεντρικές Τράπεζες κατάφεραν να κρατήσουν τον πληθωρισμό σε πολύ αποδεκτά επίπεδα. Για να προσθέσει στην συνέχεια ότι αυτό άλλαξε στην συνέχεια και ειδικά το 2021 – 2022 με ευθύνη των Κεντρικών Τραπεζών.
Και στην συνέχεια αναλύει τα τέσσερα βασικά αίτια για τα οποία οι Κεντρικές Τράπεζες εκτιμάται ότι είναι οι υπεύθυνες για τον πληθωρισμό σήμερα:
* Η πρώτη από τις αιτίες της αποτυχίας ήταν, σύμφωνα με την μελέτη αυτή, το γεγονός ότι τα ασυνήθιστα και μεγάλα σοκ της περιόδου 2020–22, υποτιμήθηκαν και αντιμετωπίστηκαν με τρόπο που τελικά δικαιολογούσε το να διατηρούν την νομισματική τους πολιτική «χαλαρή», υπερβολικά χαλαρή.
Το γεγονός ότι το 2021 με την εμφάνιση των εμβολίων κατά της πανδημίας υπήρξε μια απότομη ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας αλλά οι Κεντρικές Τράπεζες δεν αντέδρασαν αμέσως και παρέμειναν στην γραμμή της «χαλάρωσης» εστιάζοντας στην πραγματική δραστηριότητα, επέτρεψε να «ξεφύγει» η κατάσταση σε συνδυασμό με την ακόλουθη διαταραχή της προσφοράς. Και όχι μόνο αυτό αλλά αυτή η εμφάνιση του πληθωρισμού έγινε το λάθος να ερμηνευθεί ερμηνεύτηκε ως προσωρινό σοκ σήμανσης σε αντίθεση με τις επίμονες αλλαγές στη δυνητική παραγωγή. Σαν αποτέλεσμα – κατά τον κ. Ricardo Reis. - «το να επιτραπεί σκόπιμα ο πληθωρισμός να υπερβεί τον στόχο του θεωρήθηκε βέλτιστο και επιθυμητό. Δηλαδή μέχρι που έγινε πολύ μεγάλος για να δικαιολογηθεί....».
* Η δεύτερη αιτία ήταν μια ακλόνητη – προφανώς λάθος - πεποίθηση ότι οι προσδοκίες για τον πληθωρισμό θα παραμείνουν σταθερές, όπως ήταν εδώ και δύο δεκαετίες. Αυτή η πεποίθηση, παρατηρεί η μελέτη, οδήγησε στο να βασιστούν σε έρευνες επαγγελματιών και στην προσδοκίες νοικοκυριών που απλώς αντανακλούσαν προηγούμενες «πεποιθήσεις» και όχι τις πραγματικές αποκλίσεις που είχαν αρχίσει να διαμορφώνονται.
* Η τρίτη αιτία ήταν η υπερβολική εξάρτηση από την αξιοπιστία της νομισματικής πολιτικής. Το «κεφάλαιο» αξιοπιστίας που είχε κερδίσει η κεντρική τράπεζα στο παρελθόν θεωρήθηκε ότι θα της επέτρεπε να επικεντρωθεί στην πραγματική οικονομική δραστηριότητα ή άλλα μέρη της εντολής της, παρά το γεγονός ότι βρισκόμαστε σε ένα περιβάλλον μεγάλης αβεβαιότητας. Ωστόσο, είτε από κακή τύχη είτε επειδή βασίσθηκε υπερβολικά στην παλαιότερη αξιοπιστία της μέρος αυτής της αξιοπιστίας χάθηκε, οδηγώντας σε μια ανοδική σπείρα πληθωρισμού όταν η παραγωγή ανέβηκε πάνω από το δυναμικό.
* Η τέταρτη αιτία ήταν η επίδραση των εκτιμήσεων για πτώση και χαμηλό r-star στην αναθεώρηση των πλαισίων για τη νομισματική πολιτική. Αυτά οδήγησαν σε μια αποφασιστικότητα για την καταπολέμηση του (σ.σ. προηγούμενου) χαμηλού πληθωρισμού, δείχνοντας αυξημένη ανοχή στον «(σ.σ. νέο) πληθωρισμό που ανέβηκε πάνω από τον στόχο, καθώς και εστίαση στην τόνωση της οικονομίας μέσω της συνολικής ζήτησης. Όταν ο πληθωρισμός άρχισε να αυξάνεται, αυτό συνέβαλε στο να μην καταπολεμηθεί δυναμικά όπως θα μπορούσε να συνέβαινε διαφορετικά...».
Βέβαια η μελέτη δεν διακηρύσσει ότι κατέχει την απόλυτη αλήθεια όσο αφορά τις αιτίες του πληθωρισμού και που «ταπεινά» τις «πρότεινε αυτές τις αιτίες ως υποθέσεις». Προσθέτει όμως σε συνάρτηση με την αξιοπιστία των στοιχείων της μελέτης και των ευρημάτων της ότι «ενώ υπάρχει ισχυρή υπόθεση ότι αυτοί (σ.σ. οι λόγοι) έπαιξαν κάποιο ρόλο, η μελλοντική έρευνα θα δείξει αν ήταν ποσοτικά οι πιο σχετικές».
Το ενδιαφέρον της όμως της μελέτης του κ. Reis βρίσκεται επίσης και στις προτάσεις που εισηγείται και οι οποίες είναι ενδεικτικές για το οικονομικό «περιβάλλον» των επόμενων ετών, σαν συνέπεια των αλλαγών στις πολιτικές των κεντρικών τραπεζών.
Οι πολιτικές αυτές βραχυπρόθεσμα μπορεί να περιλαμβάνουν:
- αποδοχή χαμηλότερων επιπέδων πραγματικής δραστηριότητας στο μέλλον,
- ενεργώντας δυναμικά και απότομα στο εγγύς μέλλον με αύξηση των επιτοκίων για να εδραιωθούν εκ νέου οι προσδοκίες,
- να δηλωθεί εκ νέου τόσο δυνατά και όσο το δυνατόν πειστικά η υπεροχή της σταθερότητας των τιμών ως στόχου που καθοδηγεί την πολιτική, και
- αναθεώρηση προς τα πάνω του σχετικού κόστους του υψηλού πληθωρισμού, ενώ παράλληλα θα επικεντρώνεται (σ.σ. η οικονομία) εκ νέου στις πολιτικές συνολικής προσφοράς.