Ο πληθωρισμός αναμφίβολα συνεχίζει να «τσακίζει» τις οικονομικές αντοχές της κοινωνίας στην Ελλάδα.
Παρ’ όλα αυτά η ποσοστιαία διολίσθηση της αύξησής του, τους τελευταίους μήνες το 2022 που θα συνεχισθεί πιθανότατα και στο Α δίμηνο του 2023, λογιστικά υποβοηθείται, πέρα από την συγκυριακή λόγω καιρού πτώση των τιμών στην ενέργεια, κυρίως από το γεγονός ότι οι νέες τιμές συγκρίνονται με τις ήδη αυξημένες του τέλους του 2021 και των αρχών του 2022.
Και κατά συνέπεια ο ΔΤΚ εμφανίζεται να συρρικνώνεται, την ίδια στιγμή που ο αντιληπτός στον καταναλωτή πληθωρισμός των πραγματικών τιμών γίνεται ακόμα περισσότερο δυσβάσταχτος.
Παρ’ όλα αυτά ο επίμονος πληθωρισμός που σύμφωνα με τα στελέχη της ΕΚΤ θα δίνει το παρόν τουλάχιστον και το... 2024, έχει και τις δημοσιονομικά «θετικές» του πλευρές.
Η πρώτη «θετική», παρ’ ότι δυσβάστακτη για τους καταναλωτές, πλευρά, έχει να κάνει με το γεγονός ότι με τους συντελεστές των έμμεσων φόρων να παραμένουν σε υψηλά επίπεδα μνημονιακών καιρών, τα φορολογικά έσοδα από τους έμμεσους φόρους, δηλαδή ΦΠΑ και ειδικό φόρο κατανάλωσης καυσίμων, έχουν εκτιναχθεί στα ύψη. Και να τροφοδοτούν έτσι την κάλυψη των ελλειμμάτων και των δημόσιων δαπανών.
Μία άλλη πλευρά έχει να κάνει με το γεγονός ότι ο πληθωρισμός των τιμών έχει «φουσκώσει» το ονομαστικό ΑΕΠ και κατά συνέπεια μειώνει δραστικά το κλάσμα χρέους προς ΑΕΠ.
Αποτέλεσμα αυτού είναι το γεγονός ότι σε ένα εντελώς αρνητικό διεθνές περιβάλλον το ελληνικό δημόσιο εμφανίζεται να περιορίζει δραστικά και περισσότερο από κάθε άλλη ευρωπαϊκή χώρα το ποσοστό χρέους προς ΑΕΠ.
Η «πλευρά» αυτή έχει και παράπλευρες σημαντικά θετικές συνέπειες.
Η δραστική μείωση του χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ (καθώς το ΥΠΟΙΚ έχει ανακοινώσει ότι περιορίζει τον νέο δανεισμό το 2023 στο σχεδόν μηδενικό ποσό των 7 δις ευρώ), σε συνδυασμό με το γεγονός ότι έχει περιοριστεί δραστικά το ετήσιο κόστος εξυπηρέτησης του χρέους τουλάχιστον για την δεκαετία 2023 – 2032 (μέσω της τελευταίας αναδιάρθρωσης του χρέους), σε εξαιρετικά χαμηλό ποσοστό του ΑΕΠ, δημιουργεί πλέον ισχυρές προσδοκίες για αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας του ελληνικού δημοσίου μέσα στο 2023. Ένα τέτοιο γεγονός επιτρέπει την βελτίωση των όρων δανεισμού του ελληνικού δημοσίου από τις αγορές σε ένα περιβάλλον που επιδεινώνεται για όλες τις άλλες χώρες της Ευρωζώνης (!).
Την προσδοκία αυτή ενισχύει περαιτέρω το γεγονός ότι έχει αρχίσει από πέρσι η προαιρετική προεξόφληση τόσο του δανείου ΔΝΤ (ολοκληρώθηκε), όσο και του πρώτου μνημονιακού διακρατικού δανείου του GLF, με πληρωμές οι οποίες στις παρούσες συνθήκες εκλαμβάνονται ως… μάνα εξ ουρανού, από τις κυβερνήσεις που είχαν δανείσει τα χρήματα αυτά το 2012 και τα εισπράττουν τώρα πριν από την ώρα τους.
Η άλλη πλευρά
Εξ ου και οι πρόσφατες διαβεβαιώσεις του κ. Σταϊκούρα ότι η ελληνική οικονομία θα έχει σχεδόν τριπλάσια ανάπτυξη από τον ευρωπαϊκό ΜΟ το 2023.
Βέβαια πίσω από το «θαύμα» αυτό βρίσκεται η πληθωριστική διεύρυνση του ΑΕΠ, το οποίο ακόμα και αν η οικονομία το 2023 παρέμενε στα ίδια μεγέθη με εκείνη του 2022, στα «χαρτιά», δηλαδή στις ονομαστικές της τιμές, θα εμφανιζόταν αυξημένη κατά το ποσοστό της πληθωριστικής διόγκωσης των τιμών που έχει μεσολαβήσει τους τελευταίους 12 – 14 μήνες.
Με άλλα λόγια αν οι προβλέψεις για «ανάπτυξη» το 2023 υλοποιηθούν, αυτό σε πραγματικούς όρους θα ισοδυναμεί με «ύφεση» ίση με την διαφορά του ποσοστού ανάπτυξης και του αποπληθωριστή του ΑΕΠ, ο οποίος διαφέρει κατά τι από τον ετήσιο πληθωρισμό.
Σε πρόσφατη μελέτη που δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα της ΕΚΤ («Fiscal policy from free to affordable lunch», των Othman Bouabdallah, Julian Schumacher και Vilem Valenta), προκύπτει με σαφήνεια αυτή η «διευκρίνιση» της πραγματικής εξέλιξης της οικονομικής δραστηριότητας για το 2023 τόσο για το χρέος όσο και για το ΑΕΠ.
Όπως διευκρινίζεται στις σημειώσεις της μελέτης:
Ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ βασίζεται στο ονομαστικό ΑΕΠ, ενώ το ονομαστικό ΑΕΠ, με τη σειρά του, ορίζεται ως το ΑΕΠ που υπολογίζεται σε τρέχουσες τιμές. Η μέτρηση του πληθωρισμού που είναι ενσωματωμένη στο ονομαστικό ΑΕΠ, ο αποπληθωριστής του ΑΕΠ, είναι διαφορετικός από τον πληθωρισμό του Εναρμονισμένου Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (ΕνΔΤΚ), που είναι ο δείκτης πληθωρισμού τον οποίο στοχεύει η νομισματική πολιτική της ΕΚΤ.
Σύμφωνα με τις προβολές εμπειρογνωμόνων της ΕΚΤ που διενεργήθηκε τον Δεκέμβριο του 2022, ο δείκτης ΕνΔΤΚ αναμένεται, βάσει των προβολών, να αυξηθεί με ρυθμό υψηλότερο από τον αποπληθωριστή ΑΕΠ. Η διαφορά μεταξύ των δύο δεικτών πληθωρισμού μπορεί να αποδοθεί κυρίως στις υψηλότερες τιμές εισαγωγών που επηρεάζουν τον πληθωρισμό (βάσει του ΕνΔΤΚ) πιο άμεσα από ότι τον αποπληθωριστή του ΑΕΠ.
Για να υπογραμμίσει ότι κατά συνέπεια, ο πληθωρισμός έχει σχετικά ασθενέστερη «επίδραση» στον λόγο του ονομαστικού χρέους προς το ΑΕΠ από ό,τι υποδηλώνουν οι ενδείξεις για τον πληθωρισμό (βάσει του ΕνΔΤΚ) και οι Προβλέψεις.
Ανάλογη είναι η «πραγματική» επέκταση της οικονομίας, έναντι εκείνης που «φαίνεται» στην ονομαστική αύξηση του ΑΕΠ.
Και για το 2023 ο αποπληθωριστής του ΑΕΠ είναι μεγαλύτερος από το προσδοκώμενο ρυθμό ονομαστικής ανάπτυξης… Πόσο;
Για το 2022 ο αποπληθωριστής του ΑΕΠ ήταν 9,6% και η αύξηση του ΑΕΠ ήταν 5,6%, ενώ για το 2023 ο αποπληθωριστής του ΑΕΠ προβλέπεται 4,8% δηλαδή υπερδιπλάσιος της ονομαστικής αύξησης του ΑΕΠ που προβλέπεται στο 1,8%... Πραγματικός «μαγικός καθρέπτης».