Σε επί τα χείρω αναθεώρηση των προβλέψεών του για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας το 2023 προχώρησε το ΙΟΒΕ, διατυπώνοντας την ανάγκη η εγχώρια οικονομική δραστηριότητα να προσαρμοστεί ταχύτατα σε ένα πολύ δύσκολο διεθνές περιβάλλον.
Ειδικότερα, όπως ανακοίνωσε το μεσημέρι της Τρίτης ο Γενικός Διευθυντής του ΙΟΒΕ, Νίκος Βέττας, το βασικό σενάριο του Ιδρύματος για την ελληνική οικονομία προβλέπει πλέον ανάπτυξη της τάξης του 1,4% για το 2023, έναντι ανάπτυξης 1,6% που προέβλεπε πριν από τρεις μήνες. Ωστόσο και για την υλοποίηση του νέου κεντρικού σεναρίου της ανάπτυξης 1,4%, βασική προϋπόθεση αποτελεί να ανεβάσουν στροφές οι επενδύσεις και να τρέξουν με ρυθμό κοντά στο 8,5%.
- Διαβάστε ακόμα: Ανοδος 10,2% στο διαθέσιμο εισόδημα και 12,7% στην κατανάλωση νοικοκυριών το 3ο τρίμηνο του 2022
Για τον πληθωρισμό της τρέχουσας χρονιάς, το ΙΟΒΕ τοποθετεί τον πήχη στο 4%, με τον κ. Βέττα να κάνει λόγο για έναν πληθωρισμό αρκετά υψηλό, αλλά χαμηλότερο σε σχέση με το 2022.
«Ο πληθωρισμός δεν θα πρέπει να παγιωθεί σε υψηλά επίπεδα στην Ελλάδα» προειδοποίησε.
- Διαβάστε ακόμα: INESIS για «καλάθι του νοικοκυριού»: Η σταθερότητα στο ελάχιστο κόστος μπορεί να είναι «προάγγελος μελλοντικών αυξήσεων»
Παρουσιάζοντας τη νέα τριμηνιαία έκθεση του ΙΟΒΕ για την ελληνική οικονομία (τεύχος 4ο /2022), ο κ. Βέττας αναγνώρισε πως υπάρχουν προοπτικές εμπέδωσης της θετικής δυναμικής μέσα σε προκλήσεις.
«Η ελληνική οικονομία έχει δυναμισμό, έχει ανθεκτικότητα, έχει πολλές δεξαμενές μεγέθυνσης, αλλά δεν θα κινηθεί σε ένα εύκολο περιβάλλον το 2023» τόνισε, εκφράζοντας την ανάγκη «η Ελλάδα να κινηθεί επιθετικά και ενάντια στο διεθνές περιβάλλον τη νέα χρονιά, ώστε να τα πάει καλύτερα από αυτό. Πρέπει να αποδείξει η ελληνική οικονομία ότι μπορεί να προσαρμοστεί σε αυτό το διεθνές περιβάλλον».
Όπως τόνισε στη συνέχεια ο Γενικός Διευθυντής του ΙΟΒΕ, το 2023 είναι ένα κρίσιμο έτος για την ελληνική οικονομία για δύο λόγους. Αφενός γιατί πρόκειται για ένα εκλογικό έτος και αφετέρου γιατί είναι το πρώτο έτος κατά το οποίο η Ελλάδα βρίσκεται εκτός του καθεστώτος μνημονιακής εποπτείας.
Τα τρία θετικά χαρακτηριστικά για την ελληνική οικονομία και οι δύο πυλώνες ανάπτυξης
Σύμφωνα με τον κ. Βέττα, οι προοπτικές της ελληνικής οικονομίας μπορούν τη δεδομένη στιγμή να στηριχθούν σε τρεις θετικές παραμέτρους, οι οποίες αφορούν α) στο συσσωρευμένο ανθρώπινο και κεφαλαιακό δυναμικό της χώρας, β) στο Ταμείο Ανάκαμψης, το οποίο αποτελεί πιο καθοριστικό παράγοντα για την Ελλάδα σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες και γ) στο δημόσιο χρέος της χώρας, το οποίο αν και παραμένει το υψηλότερο πανευρωπαϊκά, είναι κλειδωμένο σε σταθερό επιτόκιο.
Η μεγέθυνση της ελληνικής οικονομίας θα πρέπει να στηριχθεί σε δύο βασικούς πυλώνες, οι οποίοι δεν είναι άλλοι από τις εξαγωγές και τις επενδύσεις - δύο κλάδοι ωστόσο που δέχονται μεγάλες πιέσεις από το δυσμενές εξωτερικό περιβάλλον.
«Η άνοδος των επιτοκίων, η επιβράδυνση της δραστηριότητας, καθώς και η αβεβαιότητα σε επίπεδο προσδοκιών και μεταβλητότητας αγορών ευθύνονται για αυτές τις πιέσεις στο εξωτερικό περιβάλλον» εξήγησε ο κ. Βέττας.
Τα τρία «αγκάθια» και το στοίχημα της επενδυτικής βαθμίδας
Την ίδια ώρα, ωστόσο, οι βασικές προκλήσεις για την ελληνική οικονομία συνοψίζονται στη χαμηλή ανταγωνιστικότητά της, στον υψηλό δομικό πληθωρισμό, καθώς και στη χαμηλή ένταση σε επίπεδο ανταγωνισμού.
Όπως ανέφερε στη συνέχεια ο Γενικός Διευθυντής του ΙΟΒΕ, υπάρχει προβληματισμός για το εμπορικό ισοζύγιο, ενώ είναι ορατή η πίεση για την παραγωγή πρωτογενούς πλεονάσματος το 2023.
Σε ό,τι αφορά την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, παραδέχθηκε ότι αποτελεί μια κρίσιμη παράμετρο για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, εκτιμώντας ότι είναι μια εξέλιξη που θα πρέπει να αναμένεται προς τα τέλη του τρέχοντος έτους.
«Προσοχή» στο ευρωπαϊκό αίσθημα ασφάλειας
Σε άλλο σημείο της συνέντευξης Τύπου, ο κ. Βέττας εξέφρασε τον προβληματισμό του για το ευρωπαϊκό αίσθημα ασφάλειας μέσα στο οποίο έχει συνηθίσει να δρα η Ελλάδα.
«Όλο το τελευταίο διάστημα και αναφέρομαι πηγαίνοντας πίσω σε δεκαετίες, υπάρχει η αίσθηση στην Ελλάδα ότι πάντοτε θα υπάρχει η ασφάλεια του ευρωπαϊκού περιβάλλοντος. Η Ευρωζώνη στέλνει σαφές σήμα ότι δεν αφήνει πίσω κανένα μέλος της και αυτό το έχει αποδείξει. Όμως θα πρέπει να σκεφτόμαστε ότι αυτή η συνθήκη δεν είναι δεδομένη και για το μέλλον» προειδοποίησε, παρουσιάζοντας τρεις πηγές αβεβαιότητας. «Σε πρώτη φάση αναγνωρίζουμε ότι δεν υπάρχει πάντοτε εύκολος συντονισμός για τις αποφάσεις που λαμβάνονται επί ευρωπαϊκού εδάφους, γεγονός που ενέχει τον κίνδυνο οικονομίες σαν τη δική μας να βρεθούν στη μέση. Δεύτερον δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι το Ταμείο Ανάκαμψης είναι δανεισμός και τέλος, μιλώντας σε όρους ανταγωνιστικότητας, ειδικά σε θέματα βιομηχανίας, η ελληνική οικονομία μπορεί πολύ εύκολα να μείνει πίσω…» σχολίασε.
Θωμόπουλος: Είμαστε στο όριο των παροχών…
Ανοίγοντας τη σημερινή συνέντευξη Τύπου του Ιδρύματος, ο πρόεδρος του ΔΣ του ΙΟΒΕ, Παναγιώτης Θωμόπουλος έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου για τον προεκλογικό κύκλο παροχών της κυβέρνησης προς τους πολίτες. «Είμαστε στο όριο των παροχών» σημείωσε, προσθέτοντας με νόημα πως «η αντιπολίτευση μιλά για ακόμη περισσότερες παροχές αν ανέλθει στην εξουσία. Αυτό μας προκαλεί ένα μειδίαμα, καθώς αν συμβεί, τότε τη δεύτερη μέρα θα πρέπει να έρθει ξανά η τρόικα…».
Σύμφωνα με τον κ. Θωμόπουλο, «σωστά η κυβέρνηση βοηθάει τους πιο ευάλωτους, αν και, όπως όλα δείχνουν, επωφελούνται πολλοί που δεν έχουν ανάγκη». «Όπως προκύπτει από τα τελευταία στοιχεία, το 40% των Ελλήνων δηλώνει ένα εισόδημα της τάξης των 420 ευρώ τον μήνα. Δύσκολα το πιστεύουμε αυτό…» πρόσθεσε.
Εστιάζοντας στο μείζον ζήτημα των μεταρρυθμίσεων, προειδοποίησε ότι στα μεγάλα αγκάθια -που δεν παρατηρούνται πλέον σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες- συγκαταλέγονται η γραφειοκρατία, οι δικαστικές αργοπορίες, καθώς και θέματα φοροδιαφυγής. «Μετά τις δεύτερες εκλογές, πρέπει να μπουν μπροστά οι μεγάλες μεταρρυθμίσεις, ιδίως τώρα που έρχονται επενδύσεις στην Ελλάδα. Ή τα λύνουμε όλα αυτά τα θέματα μέσα στο 2023 και το 2024 ή θα μείνουμε πίσω σε πανευρωπαϊκό επίπεδο» ανέφερε. «Έχω μια αισιοδοξία ότι οι Έλληνες ξυπνάνε και κάνουν κάποια πράγματα σιγά σιγά…» κατέληξε.