Διαδοχικές αυξήσεις των επιτοκίων της κατά 50 μονάδες βάσης προσεγγίζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, της οποίας η μάχη με τον πληθωρισμό θα την οδηγήσει σε ενίσχυση του κόστους δανεισμού μέχρι τον Μάιο, σύμφωνα με έρευνα οικονομολόγων την οποία επικαλείται το Bloomberg.
Οι ερωτηθέντες αναμένουν ότι το επιτόκιο θα διατηρηθεί στη συνέχεια στο 3,25% για περίπου ένα χρόνο έως ότου η επιβράδυνση της οικονομίας επιφέρει μια σειρά περικοπών, που θα ξεκινήσει τον Ιούνιο του 2024.
Παρά τις αυξήσεις των επιτοκίων κατά 250 μονάδες βάσης μέχρι σήμερα, περισσότεροι από τους μισούς αναλυτές εκτιμούν ότι οι αξιωματούχοι της ΕΚΤ εξακολουθούν να βρίσκονται πίσω από την καμπύλη για την αντιμετώπιση της ραγδαίας ανόδου των τιμών. Μόνο το ένα τρίτο ανησυχεί ότι οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θα πάνε ακόμα πιο μακριά.
Η πρώτη συνάντηση νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ για το 2023 είναι την επόμενη εβδομάδα και είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα αποφασίσει την αύξηση κατά μισό βαθμό που υποσχέθηκε η Πρόεδρος Κριστίν Λαγκάρντ τον Δεκέμβριο. Πέρα από τον Φεβρουάριο, τα αποτελέσματα της έρευνας δείχνουν ότι οι αξιωματούχοι δεν θα είναι διατεθειμένοι να χαλαρώσουν, ακόμη και με τον πληθωρισμό σε υποχώρηση, τις τιμές της ενέργειας σε πτώση και με την Fed να σκέφτεται την επιβράδυνση στον δικό της κύκλο αυξήσεων επιτοκίων.
Η Λαγκάρντ και τα πιο «γεράκια» συνάδελφοί της σηματοδοτούν ότι μια παρόμοια κίνηση είναι πράγματι πιθανή τον Μάρτιο, με τις χρηματαγορές να θεωρούν αυτό το πιο πιθανό αποτέλεσμα.
Ορισμένα μέλη του 26μελούς Διοικητικού Συμβουλίου, ωστόσο, λένε ότι θα προτιμούσαν μια πιο σταδιακή προσέγγιση.
Τέσσερις από τους 46 οικονομολόγους που συμμετείχαν στη δημοσκόπηση βλέπουν μόνο ένα βήμα ενός τετάρτου για εκείνο τον μήνα.
Ο πληθωρισμός μπορεί να έχει υποχωρήσει ξανά σε μονοψήφια νούμερα, αλλά παραμένει πολύ πιο κοντά στο 10% από ό,τι στον στόχο του 2% της ΕΚΤ. Οι αξιωματούχοι, εντωμεταξύ, στρέφουν την προσοχή τους στον δομικό πληθωρισμό που εξαιρεί το κόστος τροφίμων και ενέργειας και ο οποίος σημείωσε ρεκόρ τον Δεκέμβριο.
Ενώ η οικονομία τα πάει καλύτερα από ό,τι αναμενόταν στα τέλη του περασμένου έτους, χάρη στη βουτιά των τιμών του φυσικού αερίου, την κρατική βοήθεια για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις και τη χαλάρωση των αναταραχών στην προσφορά - τα δύο τρίτα των ερωτηθέντων εξακολουθούν να αναμένουν ύφεση. Οι εκτιμήσεις για τη συνολική απώλεια κυμαίνονται από 0,3% έως 1,4%.