Αν και η ελληνική οικονομία έχει καταγράψει μια σημαντική πρόοδο, σύμφωνα με τη Scope, υπάρχει ακόμη μια σειρά προκλήσεων που παραμένει, όπως η μέτρια μεσοπρόθεσμη ανάπτυξη της τάξεως του 1%, η υψηλότερη του ευρωπαϊκού μέσου όρου ανεργία που διαμορφώνεται στο 11,6%, η περιορισμένη διαφοροποίηση της οικονομίας, η ανελαστικότητα της αγοράς εργασίας και ο ευάλωτος εξωτερικός τομέας και τα ακόμα υψηλά μη εξυπηρετούμενα δάνεια.
Όσον αφορά τα θεμελιώδη μεγέθη, ο γερμανικός οίκος αναμένει μια επιβράδυνση της αναπτυξιακής δυναμικής στο 1,3% φέτος προτού ανακάμψει στο 2% το επόμενο έτος και κατά μέσο όρο στο 1,4% την περίοδο 2025 - 2027. Η Scope δεν αναμένει ύφεση φέτος. Η τρέχουσα οικονομική επιβράδυνση ακολουθεί την ισχυρή ανάκαμψη μετά την κρίση της πανδημίας – ανάκαμψη 8,4% το 2021 και εκτιμώμενη 4,9% πέρυσι, υπερβαίνοντας τον αντίστοιχο μέσο της Ευρωζώνης.
Ο πληθωρισμός αναμένεται να υποχωρήσει σταδιακά από το εξαιρετικά αυξημένο 9,3% ετήσιο μέγεθος το προηγούμενο έτος στο 3,9% το 2023 και 2,8% το επόμενο έτος. Μια αναμενόμενη διακοπή στις αυξήσεις των επιτοκίων της ΕΚΤ (στο επιτόκιο διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων) στο τουλάχιστον 3% μέχρι το καλοκαίρι αυτού του έτους αναμένεται να προσφέρει μια σημαντική ανακούφιση για τις αγορές και τις οικονομίες της περιφέρειας σύμφωνα με τη Scope.
Παράλληλα, η σημαντικά ενισχυμένη ευρωπαϊκή θεσμική στήριξη για την Ελλάδα από το ξέσπασμα της κρίσης της πανδημίας, η οποία υποστήριξε την αρχική αναβάθμιση της Scope σε BB+, θα είναι ένας θετικός παράγοντας αν συνεχιστεί και μετά τις φετινές εκλογές. Τα ευρωπαϊκά εργαλεία πολιτικής σε νομισματικό και δημοσιονομικό επίπεδο ενισχύουν τη βιωσιμότητα του χρέους, ιδίως των ευάλωτων χωρών με υψηλό χρέος, όπως η Ελλάδα, μέσω αγορών περιουσιακών στοιχείων από την κεντρική τράπεζα και την επανεπένδυση των αποπληρωμών, τη χαλάρωση των απαιτήσεων για εγγυήσεις και τις εκταμιεύσεις του Next Generation EU.
Η Scope επισημαίνει ότι η θετική αξιολόγηση για την Ελλάδα έχει βασικό οδηγό τη μείωση του δημόσιου χρέους. Στο βασικό της σενάριο, η ανάλυση για τη βιωσιμότητα του χρέους δείχνει το χρέος ως προς το ΑΕΠ να υποχωρεί από το 171% το 2022 στο 164,5% το 2023 και στο 150,5% μέχρι το 2027. Αυτό έρχεται μετά το υψηλό του 206,3% το 2020.
Επιπλέον, ο υψηλός πληθωρισμός συμβάλει στη μείωση του χρέους, ωστόσο ενδεχομένως να αποδειχθεί βασικό εμπόδιο στην πορεία της Ελλάδα για την επενδυτική βαθμίδα αν το κόστος δανεισμού αρχίσει να αυξάνεται και πάλι.
Εξαιτίας των υψηλότερων επιτοκίων, το καθαρό επιτοκιακό κόστος ως ποσοστό των συνολικών εσόδων της γενικής κυβέρνησης αναμένεται να αυξηθεί από το 5% το 2021 στο 8,9% έως το 2027, έστω και εάν ο δείκτης του δημόσιου χρέους υποχωρεί.
Παρόλο που η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους στηρίζεται από τη μείωση του δείκτη χρέους, η βραχυπρόθεσμη έως μεσοπρόθεσμη βιωσιμότητά τους αποδυναμώνεται καθώς τα εκκρεμή δάνεια με ευνοϊκούς όρους από τους ευρωπαϊκούς πιστωτές - κυρίως τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας - αντικαθίστανται σταδιακά από την ακριβότερη χρηματοδότηση από τις αγορές.
Η Scope αναμένει πρωτογενή πλεονάσματα 1% του ΑΕΠ από το 2024 - 2027, ελαφρώς πιο συντηρητικά από τον στόχο της κυβέρνησης για 2%. Η διατήρηση συνετών πρωτογενών πλεονασμάτων μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος ενισχυμένης εποπτείας και μετά τις εκλογές του 2023 είναι κρίσιμη για την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας.