Η αναθεώρηση των δημοσιονομικών κανόνων στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το πώς οι νέοι κανόνες που βρίσκονται στο «τραπέζι» επηρεάζουν την Ελλάδα, απασχόλησαν συζήτηση που πραγματοποιήθηκε, σήμερα, στο πλαίσιο του συνεδρίου «Για μια Προοδευτική Ατζέντα της Επόμενης Δεκαετίας: Στόχοι - Προτεραιότητες - Πολιτικές» που διοργάνωσε το Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ.
Τη συζήτηση για τη θεματική ενότητα «Μακροοικονομικό περιβάλλον και δημοσιονομική επίγνωση: Η ιστορική εκκρεμότητα της φορολογικής μεταρρύθμισης» συντόνισε η δημοσιογράφος Δήμητρα Καδδά και τοποθετήθηκαν η Γεωργία Καπλάνογλου, αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Τμήμα Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αθηνών, ο Φραγκίσκος Κουτεντάκης, επίκουρος καθηγητής στο Οικονομικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Κρήτης, Συντονιστής του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή και ο Γιώργος Ιωαννίδης, Ειδικό Επιστημονικό Προσωπικό στο Τμήμα Μελετών του Ελληνικού Δημοσιονομικού Συμβουλίου, διδάσκων στο Τμήμα Οικονομικής και Περιφερειακής Ανάπτυξης του Παντείου Πανεπιστημίου.
Η συζήτηση περιστράφηκε γύρω από από τις διεργασίες που βρίσκονται σε εξέλιξη σε πεδίο ΕΕ για ένα νέο πλαίσιο, μετά την αναστολή που «επέβαλε» η πανδημία, οι δημοσιονομικοί κανόνες επιστρέφουν από το 2024, αλλά και την ανάγκη για αποτελεσματικότερο φορολογικό σύστημα στην Ελλάδα.
- Διαβάστε ακόμα: Τι σημαίνουν για την Ελλάδα οι νέοι κανόνες χρέους της ΕΕ – Δίνουν χρόνο, ευελιξία, αλλά με ενισχυμένο σύστημα επιτήρησης & κυρώσεων
Σε πρώτη φάση, η κυρία Γεωργία Καπλάνογλου έδωσε μία εικόνα σχετικά με το πού βρίσκεται η Ελλάδα ως προς το φορολογικό της σύστημα, παρουσιάζοντας στοιχεία που καταδεικνύουν μία άνιση κατανομή μεταξύ άμεσων και έμμεσων φόρων.
Συγκεκριμένα, αξιοσημείωτο είναι πως αν και η χώρα μας κινείται στα ίδια επίπεδα φορολογίας με τον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ, όσον αφορά στη διάρθρωση (μεταξύ άμεσων και έμμεσων φόρων), παρουσιάζει χειρότερες επιδόσεις από τον μέσο όρο των χωρών εκτός ΟΟΣΑ, με τους έμμεσους φόρους να επιβαρύνουν περισσότερο τους φτωχούς. Παράλληλα, αναφορικά με την άμεση φορολογία, εξετάζοντας στοιχεία για τον φόρο εισοδήματος στα φυσικά πρόσωπα, η Ελλάδα βρίσκεται στην 8η θέση (ανάμεσα στις χώρες του ΟΟΣΑ) ως προς τον ανώτατο φορολογικό συντελεστή, αλλά στην 25η θέση ως προς τα έσοδα που εισπράττει.
Όσο για το τι πρέπει να γίνει για μία πιο αποτελεσματική φορολογική μεταρρύθμιση, η ίδια υπογράμμισε την ανάγκη για «πολύ σοβαρές μελέτες», επισημαίνοντας δύο είδη προβλημάτων: Πρώτον, τις επιλογές πολιτικής και δεύτερον, το πώς θα αντιμετωπιστεί το ζήτημα απόκρυψης εισοδημάτων.
Από την πλευρά του, ο κ. Γιώργος Ιωαννίδης, αναφερόμενος στις αλλαγές που δρομολογούνται σε ό,τι αφορά το ευρωπαϊκό δημοσιονομικό πλαίσιο, εξήγησε ότι η ανάγκη αυτή γεννήθηκε από το γεγονός ότι οι προηγούμενες πολιτικές αποδεικνύονται πλέον οικονομικά αναποτελεσματικές και πολιτικά ανέφικτες, με την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να αποτελεί μια «ευχάριστη έκπληξη». Συγκεκριμένα, όπως τόνισε, διατηρεί του στόχους ως προς τα επίπεδα του ελλείμματος και του χρέους, αλλά προβλέπει και διαπραγμάτευση μεταξύ της Κομισιόν και κάθε κράτους - μέλους σχετικά με το «πόσο γρήγορα θα φθάσουμε στους στόχους», με την προοπτική δηλαδή για έναν πρόσθετο δημοσιονομικό χώρο που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη χρήση δημοσίων επενδύσεων, ενώ επίσης δίνει έμφαση και στην επίτευξη υπόλοιπων στόχων. Όπως είπε, δημιουργεί περισσότερο δημοσιονομικό χώρο και επομένως αποτελεί μια καλή βάση συζήτησης - εξού και οι αντιδράσεις από τις πιο σκληρές χώρες που τίθενται υπέρ της μεγαλύτερης λιτότητας.
- Διαβάστε ακόμα: Μάχη στις Βρυξέλλες για τα «νέα» πλεονάσματα – Η μεταβατική πρόταση και οι διαφωνίες για τους «κανόνες»
Εντούτοις, ο ίδιος έκανε λόγο και για κάποια «θολά σημεία», τα οποία είναι τόσο σημαντικό να αποσαφηνιστούν, καθώς θα μπορούσαν να ανατρέψουν πλήρως της εικόνα γύρω από αυτό το νέο δημοσιονομικό πλαίσιο, μιλώντας για ένα «μισό βήμα» επί της ουσίας, απουσία παράλληλα και οράματος. Ειδικότερα, ανέφερε ως πρόβλημα την απόρριψη της ιδέας για έκδοση κοινού χρέους.
Από την πλευρά του, ο κ. Φραγκίσκος Κουτεντάκης αναγνώρισε επίσης μεγάλη βελτίωση σε σχέση με το προηγούμενο σύστημα,, αλλά και με την τρέχουσα κατάσταση «που δεν υπάρχει κανένας κανόνας».
Όπως επεσήμανε, ο λόγος ύπαρξής τους είναι προκειμένου να διασφαλιστεί ότι μία χώρα θα αποφύγει τη χρεοκοπία, σημειώνοντας στο σημείο αυτό, ότι η στάση της Ελλάδας δεν θα πρέπει να είναι αυτή «ενός φτωχού συγγενή», αλλά αντιθέτως η χώρα θα πρέπει να εκμεταλλευτεί την πλεονεκτική θέση που κατείχε το 2019 (οπότε και κατέγραφε από τα υψηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα μεταξύ των χωρών της Ευρωζώνης).
Σύμφωνα με τον ίδιο, άλλωστε, με βάση την εμπειρία της Ελλάδας - και όσα έχει επιτύχει δημοσιονομικά με μεγάλο κόστος και θυσίες - η χώρα δεν έχει λόγο να ανησυχεί για το ενδεχόμενο μη επίτευξης κάποιου στόχου.