«Φωτιά» για τον δανεισμό των μικρομεσαίων επιχειρήσεων σε Ελλάδα και Ευρωζώνη ήταν η μεγάλη αύξηση στα τραπεζικά επιτόκια καθώς και στις λοιπές χρεώσεις, τέλη και προμήθειες επί των τραπεζικών πιστώσεων, όπως δείχνει η επανάληψη της έρευνας SAFE (Survey on the Access to Finance of Enterprises) για την περίοδο Απριλίου-Σεπτεμβρίου 2022. Μάλιστα, στη ζώνη του ευρώ παρατηρήθηκε η μεγαλύτερη επιδείνωση που έχει καταγραφεί από την έναρξη της έρευνας το 2009.
Ειδικότερα, οι ελληνικές ΜμΕ ανέφεραν αύξηση του κόστους επιτοκίων και των λοιπών χρεώσεων, τελών και προμηθειών σε καθαρό ποσοστό 30% και 46% αντίστοιχα, έναντι 63% και 53% αντίστοιχα, για τις επιχειρήσεις της Ευρωζώνης.
Την ίδια στιγμή, οι τράπεζες της Ευρωζώνης εμφανίστηκαν απρόθυμες να δανείσουν τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, ενώ οι ελληνικές τράπεζες αύξησαν την διαθεσιμότητα τραπεζικών δανείων και την προθυμία τους να χορηγήσουν πιστώσεις, μολονότι, σύμφωνα με τις επιχειρήσεις, οι γενικότερες προοπτικές της οικονομίας επέδρασαν αρνητικά (αν και όχι όσο στη ζώνη του ευρώ). Ειδικότερα, οι επιχειρήσεις στην Ελλάδα συνέχισαν να αναφέρουν θετική επίδραση της προθυμίας των τραπεζών να χορηγήσουν πιστώσεις (12%), ενώ στη ζώνη του ευρώ οι επιχειρήσεις ανέφεραν αρνητική επίδραση (-2%).
Παράλληλα, το ποσοστό των αιτήσεων που ικανοποιήθηκαν πλήρως ή κατά το μεγαλύτερο μέρος τους αυξήθηκε σημαντικά στην Ελλάδα (64%), πλησιάζοντας τα ιστορικώς υψηλά επίπεδα της περιόδου Απριλίου-Σεπτεμβρίου 2010, με αποτέλεσμα να συγκλίνει κοντά στο επίπεδο του ευρωπαϊκού μέσου όρου (70%). Το ποσοστό απόρριψης αιτημάτων ΜμΕ για χρηματοδότηση μειώθηκε στην Ελλάδα (9%) στο χαμηλότερο επίπεδο που έχει καταγραφεί από την έναρξη της έρευνας το 2009, ενώ στη ζώνη του ευρώ αναφέρθηκε μικρή αύξηση (6%).
Στον πλέον πρόσφατο κύκλο της έρευνας SAFE, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις στην Ελλάδα ανέφεραν θετικό καθαρό ποσοστό όσον αφορά την εξέλιξη της διαθεσιμότητας τραπεζικών δανείων προκαθορισμένης λήξης (6%), καθώς και πιστωτικών γραμμών ή υπεραναλήψεων (10%). Αντίθετα, οι επιχειρήσεις στη ζώνη του ευρώ, για πρώτη φορά μετά την περίοδο Απριλίου-Σεπτεμβρίου 2014, ανέφεραν επιδείνωση της διαθεσιμότητας τραπεζικών δανείων (-9%), καθώς και πιστωτικών γραμμών ή υπεραναλήψεων (-5%).
Ως προς την πρόσβασή τους σε λοιπές, μη τραπεζικές, πηγές εξωτερικής χρηματοδότησης, μετά την επιδείνωση της περιόδου Οκτωβρίου 2021-Μαρτίου 2022, στην πλέον πρόσφατη επανάληψη της έρευνας οι επιχειρήσεις στην Ελλάδα ανέφεραν αύξηση της διαθεσιμότητας υπηρεσιών χρηματοδοτικής μίσθωσης (2%) και εμπορικών πιστώσεων (8%). Ταυτόχρονα, στη ζώνη του ευρώ οι επιχειρήσεις ανέφεραν ουδέτερη μεταβολή της διαθεσιμότητας υπηρεσιών χρηματοδοτικής μίσθωσης και επιδείνωση της διαθεσιμότητας εμπορικών πιστώσεων (-3%).
Η έρευνα SAFE δείχνει ότι στην Ελλάδα, σε αντιδιαστολή με την προηγούμενη περίοδο διεξαγωγής της έρευνας, η συνολική επίδραση των παραγόντων που προσδιορίζουν τη φερεγγυότητα των επιχειρήσεων ήταν θετική, ενώ ταυτόχρονα στη ζώνη του ευρώ οι επιχειρήσεις ανέφεραν θετική μεν, αλλά σημαντικά ασθενέστερη επίδραση. Σημειώνεται ότι η φερεγγυότητα των επιχειρήσεων προκύπτει από το άθροισμα των καθαρών ποσοστών τριών παραγόντων: α) του πιστωτικού ιστορικού της επιχείρησης, β) των ιδίων κεφαλαίων της επιχείρησης και γ) των προοπτικών της επιχείρησης. Όλα τα παραπάνω αξιολογήθηκαν θετικά για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις από τις ελληνικές τράπεζες.
Συνολικά, τόσο στην Ελλάδα (-13%) και πολύ περισσότερο στη ζώνη του ευρώ (-44%), οι επιχειρήσεις ανέφεραν αρνητική επίδραση από τις γενικότερες προοπτικές της οικονομίας. Επιπρόσθετα, σε αντιδιαστολή με διαδοχικά προηγούμενα ευρήματα μετά την περίοδο Απριλίου - Σεπτεμβρίου 2020 που υποδείκνυαν τον υποστηρικτικό ρόλο των δημοσιονομικών μέτρων, στην τελευταία επανάληψη της έρευνας οι επιχειρήσεις ανέφεραν ότι τα δημοσιονομικά μέτρα στήριξης είχαν αρνητική επίδραση στη διαθεσιμότητα εξωτερικής χρηματοδότησης (Ελλάδα: -4%, ευρωζώνη: -16%).
Σε ό,τι αφορά τις ανάγκες των μικρομεσαίων επιχειρήσεων για εξωτερική χρηματοδότηση, προκύπτει ότι σε σύγκριση με τα ευρήματα της περιόδου αμέσως μετά την εμφάνιση της πανδημίας CΟVID-19, στον πλέον πρόσφατο κύκλο της έρευνας οι επιχειρήσεις ανέφεραν για τρίτη διαδοχική επανάληψη ασθενέστερες αυξήσεις των αναγκών τους (δηλ. της ζήτησης) για τραπεζικά δάνεια τακτής λήξης (Ελλάδα: 17%, ευρωζώνη: 4%) και για πιστωτικές γραμμές ή υπεραναλήψεις (Ελλάδα: 28%, ευρωζώνη: 11%), καθώς επίσης για εμπορικές πιστώσεις (Ελλάδα: 22%, ευρωζώνη: 13%) και για χρηματοδοτική μίσθωση (Ελλάδα: 11%, ευρωζώνη: 11%).
Η βελτίωση της διαθεσιμότητας τραπεζικών πιστώσεων σε συνδυασμό με τη μείωση των αναγκών των επιχειρήσεων για εξωτερική χρηματοδότηση συνέβαλαν στην υποχώρηση του συνολικού δείκτη κενού εξωτερικής χρηματοδότησης στην Ελλάδα σε επίπεδα παρόμοια με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (Ελλάδα: 8%, ευρωζώνη: 7%), καθώς η σημαντική μείωση της διαθεσιμότητας τραπεζικών δανείων στη ζώνη του ευρώ οδήγησε στην αύξηση του δείκτη. Ταυτόχρονα, οι επιχειρήσεις ανέφεραν ότι ο συνολικός δείκτης εμποδίων για τη λήψη τραπεζικού δανείου μειώθηκε ελαφρά στην Ελλάδα (19%), ενώ στην ευρωζώνη παρέμεινε στα ίδια επίπεδα (8%).
Στο διάστημα του εξαμήνου Απριλίου-Σεπτεμβρίου 2022 που αφορά η επανάληψη της έρευνας SAFE συνεχίστηκε η παρατηρούμενη μετά τις πρώτες φάσεις της πανδημίας αποκλιμάκωση του ποσοστού των επιχειρήσεων που υπέβαλαν αίτηση για τραπεζικό δάνειο (Ελλάδα: 20%, ευρωζώνη: 22%), ενώ διατηρήθηκε σταθερό το ποσοστό εκείνων που αποθαρρύνθηκαν να υποβάλουν αίτηση λόγω πιθανής απόρριψης από την τράπεζα (Ελλάδα: 15%, ευρωζώνη: 5%). Το ποσοστό των επιχειρήσεων που απέφυγαν να υποβάλουν αίτηση λόγω επαρκών εσωτερικών κεφαλαίων αυξήθηκε στην Ελλάδα (38%), ενώ μειώθηκε ελαφρά στη ζώνη του ευρώ (44%). Όσον αφορά το αποτέλεσμα των αιτήσεων για λήψη τραπεζικού δανείου, το ποσοστό των αιτήσεων που ικανοποιήθηκαν πλήρως ή κατά το μεγαλύτερο μέρος τους αυξήθηκε σημαντικά στην Ελλάδα (64%), πλησιάζοντας τα ιστορικώς υψηλά επίπεδα της περιόδου Απριλίου-Σεπτεμβρίου 2010, με αποτέλεσμα να συγκλίνει κοντά στο επίπεδο του ευρωπαϊκού μέσου όρου (70%). Ταυτόχρονα, το ποσοστό απόρριψης μειώθηκε στην Ελλάδα (9%) στο χαμηλότερο επίπεδο που έχει καταγραφεί από την έναρξη της έρευνας το 2009, ενώ στη ζώνη του ευρώ αναφέρθηκε μικρή αύξηση (6%) αλλά παρέμεινε σε χαμηλά επίπεδα.
Στην πλέον πρόσφατη επανάληψη της έρευνας οι περισσότερες μικρομεσαίες επιχειρήσεις του δείγματος θεωρούν ως κυριότερα προβλήματα την εξεύρεση ειδικευμένου προσωπικού (Ελλάδα: 23%, ευρωζώνη: 28%) και την αύξηση του κόστους παραγωγής ή εργασίας (Ελλάδα: 18%, ευρωζώνη: 18%), ενώ ως αμέσως επόμενο σημαντικό πρόβλημα οι επιχειρήσεις στην Ελλάδα αναφέρουν την πρόσβαση σε εξωτερική χρηματοδότηση (14%) και στην ευρωζώνη την εξεύρεση πελατών (12%).