Ένα περίπου μήνα μετά την εκλογή της νέας Κυβέρνησης στην Ελλάδα, στις Βρυξέλλες, στα μέσα του Ιούνη, αρχίζει η «πραγματική» συζήτηση για την αναμόρφωση του Συμφώνου Σταθερότητας.
Η πρώτη αυτή συζήτηση είναι μάλλον δεδομένο ότι θα πραγματοποιηθεί με την συμμετοχή «υπηρεσιακού» ΥΠΟΙΚ από την Αθήνα, καθώς δεν αναμένεται να έχει συγκροτηθεί το νέο κυβερνητικό επιτελείο.
Το σημαντικό αυτής της πρώτης συζήτησης, η οποία πρέπει να έχει ολοκληρωθεί το φθινόπωρο στο Εcofin για να περάσει από το Συμβούλιο Κορυφής πριν από τα τέλη του 2023, είναι ότι θα ορίσει τα περιθώρια των προσαρμογών που θα γίνουν όσον αφορά την αλλαγή στο θέμα της αντιμετώπισης του χρέους.
Μια αλλαγή, η οποία θα αφορά στις πολιτικές των χωρών μελών για τον Προϋπολογισμό του 2024.
- ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Δύο δύσκολες «αλλαγές» για τη νέα κυβέρνηση μετά την 21η Μαΐου
Γιατί είναι τόσο σημαντικό; Μα γιατί στο τέλος του 2024 η ΕΚΤ θα επανεξετάσει την απόφασή της για το «κλείσιμο» του PEPP, ήτοι του προγράμματος με το οποίο στήριξε παράλληλα με το APP, τα κρατικά ομόλογα των χωρών μελών της Ευρωζώνης και ειδικά των υπερχρεωμένων και εκτός investment grade κατηγορίας, όπως το ελληνικό.
Ένας λόγος που αυτό μπορεί να αποβεί καθοριστικό αυτό το κομμάτι των αποφάσεων του Eurogroup και του ECOFIN, είναι ότι η ΕΚΤ διαθέτει στο χαρτοφυλάκιό της περί τα 39 – 40 δισ. ευρώ κρατικά ελληνικά ομόλογα δημοσίου χρέους.
Για να γίνει κατανοητό το πώς αυτό συνδέεται με τις αλλαγές στο Σύμφωνο Σταθερότητας, παραθέτουμε εδώ τα οριακά σημεία στα οποία κινείται η προκαταρκτική συζήτηση για τις αλλαγές στο Σύμφωνο Σταθερότητας.
Η Κομισιόν και οι Γερμανοί
Η Κομισιόν στο πλαίσιο των προτάσεων που έχει καταθέσει, ουσιαστικά καθορίζει την πορεία μείωσης του χρέους, σύμφωνα με την οποία κάθε χώρα θα πρέπει να διαμορφώσει το δικό της μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό-διαρθρωτικό σχέδιο.
Το χρέος της χώρας - μέλους υποχρεούται να ακολουθήσει μια «εύλογη» πτωτική πορεία.
Το περιεχόμενο του «εύλογου» ορίζεται αφενός από τα σενάρια της οικονομικής κατάστασης στην Ευρωζώνη την επόμενη περίοδο και αφετέρου από τα ανάλογα σενάρια προσαρμογής της οικονομίας κάθε χώρας μέσα σ' αυτό το περιβάλλον.
Βέβαια, όπως επισημαίνεται από ορισμένους αναλυτές που παρακολουθούν εξαρχής τις συζητήσεις αυτές «η μεθοδολογία για το πώς θα γίνει αυτό είναι καθορισμένη, αλλά η κατανόησή της απαιτεί σε βάθος γνώση της μακροοικονομικής μοντελοποίησης, καθώς και αποδοχή της εγκυρότητας τέτοιων υποδειγμάτων».
- ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Η πρόταση Κομισιόν για την αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας - Οι νέοι δημοσιονομικοί κανόνες
Και επιπλέον, αυτή η διαδικασία ενσωματώνει υπολογισμούς με την χρήση εννοιών όπως το «διαρθρωτικό ισοζύγιο» και το «παραγωγικό κενό» που προϋποθέτουν διάλογο και διαπραγμάτευσης μεταξύ Κομισιόν και χώρας - μέλους.
Για τις υπερχρεωμένες οικονομίες, υπάρχουν και πρόσθετοι περιορισμοί που προτείνονται, ιδίως το αίτημα για μείωση του χρέους κατά τουλάχιστον 0,5% του ΑΕΠ ετησίως (1% μείωση ζητούν οι Γερμανοί).
Παράλληλα, ελάχιστα ή τίποτα δεν αλλάζει σε σύγκριση με τους προηγούμενους κανόνες όσον αφορά τον υπολογισμό ή όχι των δημοσίων επενδύσεων, ήτοι δημόσιων δαπανών για το έλλειμμα και το χρέος. Ακόμα και οι μεταφορές πόρων από την ΕΕ, όπως για παράδειγμα το NGEU συνυπολογίζονται στο έλλειμμα στο σκέλος το δανειακό και εκπίπτουν μόνο στο σκέλος το επιδοματικό...
Με άλλα λόγια, οι επενδύσεις, ακόμη και όταν είναι σύμφωνες με τους ευρωπαϊκούς στόχους, δηλαδή την «πράσινη» μετάβαση και την «ψηφιοποίηση», επιβαρύνουν και στο νέο καθεστώς έλλειμμα και χρέος και κινητοποιούν τις συνέπειες του «υπερβολικού ελλείμματος»...
Η στροφή άρχισε
Με αυτά τα δεδομένα, είτε στην πιο χαλαρή εκδοχή τους, αυτή της πρότασης της Κομισιόν, είτε στην πιο αυστηρή εκείνη των Γερμανών, το 2024 είναι χρονιά που... επιστρέφουμε στην δημοσιονομική πειθαρχία, ήτοι συρρίκνωσης δημοσίων δαπανών και επιστροφής στην προσήλωση στην μείωσης του χρέους.
Με αυτά τα δεδομένα, για να επιστρέψουμε στο ζήτημα του χρέους στο 2024, το τι ακριβώς θα κάνει η ΕΚΤ και πώς θα συμπεριφερθεί στο ελληνικό χρέος, που έχει αγοράσει, αποκτά καθοριστική σημασία.
Η ΕΚΤ έχει στο χαρτοφυλάκιό της περί τα 40 δισ. ευρώ ελληνικά ομόλογα. Αυτά δεν λήγουν άμεσα και ο μόνος τρόπος να απαλλαγεί η ΕΚΤ από αυτά για να κλείσει το PEPP είναι να αρχίσει να τα πουλάει στην δευτερογενή αγορά.
Τι σημαίνει αυτό; Αυτό σημαίνει μία πλήρη ανατροπή του ισχύοντος περιβάλλοντος στην δευτερογενή αγορά, στην οποία διατίθενται ελάχιστα «ελεύθερα» ομόλογα – λιγότερα από 13 – 15 δισ. ευρώ - και έτσι οι τιμές τους συγκρατούνται σε πολύ καλά επίπεδα παρ' ότι non investment grade προς το παρόν.
Αυτό συμβαίνει επειδή, το ελληνικό δημόσιο έχει περιορίσει δραστικά τις εκδόσεις χρέους σε πρωτοφανή επίπεδα, μόλις 12 -14 δισ. το 2022 και μόλις 7 δισ. το 2023. Τι θα συμβεί όμως αν η ΕΚΤ αντί να «ψάχνει» για να βρει δυσεύρετα ελληνικά χαρτιά, αρχίσει να πουλάει «σωρηδόν» αυτά που έχει αγοράσει στο PEPP, αφού αυτό πρέπει να κλείσει;
- ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Σε 2 μήνες 4 χρεοκοπίες και μία εξαγορά, το... remake του 2008;
Η προφανής απάντηση σ' αυτό είναι ότι η ΕΚΤ, σε καμία περίπτωση δεν πρόκειται να προκαλέσει μια τέτοια καταστροφή στο ευρωπαϊκό σύστημα κρατικού χρέους και μάλιστα στο πλαίσιο της απόσυρσης ενός εργαλείου σαν το PEPP που «φτιάχτηκε» ειδικά για να προστατέψει το ελληνικό δημόσιο χρέος.
Αυτή είναι η μία και ουσιώδης πλευρά της αλήθειας.
Γιατί η άλλη πλευρά επίσης ουσιώδης, είναι ότι η ΕΚΤ μέσα στο πλαίσιο της απόσυρσης του PEPP μπορεί να «διαχειρισθεί» με απόλυτη «νομιμότητα» την άσκηση μια αφόρητης δημοσιονομικής πίεσης. Στην Ελλάδα και σε κάθε άλλη υπερχρεωμένη χώρα, με τις «πωλήσεις» χρέους, εφόσον κρίνει ότι αυτή δεν ακολουθεί μια «εύλογη» τάση μείωσής του με δημοσιονομικά μέτρα...
Μια κίνηση, η οποία θα είναι απολύτως συμβατή με την σχετικά «χαλαρή» πρόταση αναμόρφωσης του Συμφώνου Σταθερότητας όσον αφορά το κριτήριο του χρέους... Αυτές οι εξελίξεις αφορούν στο περιβάλλον που η νέα κυβέρνηση, όποια και αν θα είναι αυτή, θα πρέπει να σχεδιάσει την οικονομική πολιτική για το 2024.