ΕΛΣΤΑΤ: Έρευνα Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης των Νοικοκυριών 2022

Newsroom
Viber Whatsapp Μοιράσου το
ΕΛΣΤΑΤ: Έρευνα Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης των Νοικοκυριών 2022
Στην δημοσιότητα έδωσε η Ελληνική Στατιστική Υπηρεσία τα στοιχεία από την Έρευνα Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης των Νοικοκυριών για το έτος 2022 και με περίοδο αναφοράς εισοδήματος το έτος 2021.

Στην δημοσιότητα έδωσε η Ελληνική Στατιστική Υπηρεσία τα στοιχεία από την Έρευνα Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης των Νοικοκυριών για το έτος 2022 και με περίοδο αναφοράς εισοδήματος το έτος 2021, και με θεματικές κατηγορίες την «Υλική και Κοινωνική Στέρηση και Συνθήκες Διαβίωσης», «Οικονομική Ανισότητα» και «Κίνδυνος Φτώχειας».

Υλική και Κοινωνική Στέρηση και Συνθήκες Διαβίωσης

Α. Υλική και κοινωνική στέρηση

Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, το ποσοστό του πληθυσμού που στερείται τουλάχιστον 7 από έναν κατάλογο 13 αγαθών και υπηρεσιών (δηλαδή ο δείκτης που υπολογίζει το «ποσοστό του πληθυσμού με σοβαρές υλικές και κοινωνικές στερήσεις-Ευρώπη 2030») ανέρχεται σε 13,9%, ενώ το ποσοστό του πληθυσμού που στερείται τουλάχιστον 4 από έναν κατάλογο 9 αγαθών και υπηρεσιών (δηλαδή ο δείκτης που υπολογίζει το «ποσοστό του πληθυσμού με σοβαρές υλικές στερήσεις-Ευρώπη 2020») ανέρχεται σε 15,6%.

Επισημαίνεται πως η υλική και κοινωνική στέρηση το 2022 (δείκτης «Ευρώπη 2030») παραμένει σταθερή σε σχέση με το 2021 (13,9%) στο σύνολο του πληθυσμού.

Από τα στοιχεία της έρευνας προκύπτει σημαντική μείωση της υλικής και κοινωνικής στέρησης για τα παιδιά ηλικίας 0-17 ετών, η οποία ανέρχεται σε 0,6 ποσοστιαίες μονάδες το 2022 (15,5%) σε σχέση με το 2021 (16,1%).

Όσον αφορά στην ηλικιακή ομάδα των ατόμων 65 ετών και άνω, παρατηρείται αύξηση της υλικής και κοινωνικής στέρησης κατά 0,5 ποσοστιαίες μονάδες το 2022 (10,8%) σε σχέση με το 2021 (10,3%).

Στις ηλικίες 18 έως 64 ετών το ποσοστό των ατόμων που στερούνται βασικών αγαθών και υπηρεσιών το 2022 ανέρχεται σε 14,6%, χωρίς μεταβολή σε σχέση με το 2021.

Με βάση τα στοιχεία, διαπιστώνεται κυρίως η οικονομική αδυναμία των νοικοκυριών να αντικαταστήσουν τα φθαρμένα έπιπλα (53,7%), να πληρώσουν για μια εβδομάδα διακοπών (48,6%) καθώς και να καλύψουν έκτακτες αλλά αναγκαίες δαπάνες (43,6%).

Β. Υλική στέρηση αναφορικά με τις βασικές ανάγκες και τις συνθήκες στέγασης

Το ποσοστό του πληθυσμού που διαβιοί σε κατοικία με στενότητα χώρου ανέρχεται σε 28,0% για το σύνολο του πληθυσμού, σε 24,7% για τον μη φτωχό πληθυσμό και σε 42,2% για τον φτωχό πληθυσμό.

Το ποσοστό του πληθυσμού που διαβιοί σε κατοικία με στενότητα χώρου το 2022 είναι μεγαλύτερο στην περίπτωση της ηλικιακής ομάδας έως και 17 ετών και ανέρχεται σε 42,4% για το σύνολο του πληθυσμού, σε 37,4% για τον μη φτωχό πληθυσμό και σε 59,5% για τον φτωχό πληθυσμό.

Το 32,2% των φτωχών νοικοκυριών δηλώνει ότι στερείται διατροφής που περιλαμβάνει κάθε δεύτερη ημέρακοτόπουλο, κρέας, ψάρι ή λαχανικά ίσης θρεπτικής αξίας, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό των μη φτωχών νοικοκυριών εκτιμάται σε 4,9%.

Το 83,9% των φτωχών νοικοκυριών και το 34,2% των μη φτωχών δηλώνει οικονομική δυσκολία να καλύψει έκτακτες, αλλά αναγκαίες δαπάνες ύψους, περίπου, 410 ευρώ.

Το 84,1% των φτωχών νοικοκυριών δηλώνει αδυναμία πληρωμής μίας εβδομάδας διακοπών. Το αντίστοιχο ποσοστό των μη φτωχών νοικοκυριών ανέρχεται σε 40,5%.

Το 38,7% των φτωχών νοικοκυριών δηλώνει οικονομική αδυναμία για ικανοποιητική θέρμανση τον χειμώνα ενώ το αντίστοιχο ποσοστό των μη φτωχών νοικοκυριών ανέρχεται σε 14,1%.

Το ποσοστό των νοικοκυριών που δηλώνουν επιβάρυνση από το κόστος στέγασης ανέρχεται σε 26,7%, ενώ το ποσοστό για τα φτωχά και για τα μη φτωχά νοικοκυριά είναι 84,5% και 13,3%, αντίστοιχα.

Το 30,6% των νοικοκυριών που έχουν λάβει καταναλωτικό δάνειο για αγορά αγαθών και υπηρεσιών, δηλώνει ότι δυσκολεύεται πάρα πολύ στην αποπληρωμή αυτού ή των δόσεων.

Το ποσοστό αυτό διαμορφώνεται σε 60,9% για τα φτωχά νοικοκυριά και σε 24,7% για τα μη φτωχά.

Το 50,7% των φτωχών νοικοκυριών δηλώνει δυσκολία στην έγκαιρη πληρωμή πάγιων λογαριασμών, όπως αυτών του ηλεκτρικού ρεύματος, του νερού, του φυσικού αερίου, κ.λπ., ενώ για τα μη φτωχά νοικοκυριά το ποσοστό αυτό ανέρχεται σε 30,1%.

Το 73,0% των φτωχών νοικοκυριών και το 28,4% των μη φτωχών νοικοκυριών αναφέρει μεγάλη δυσκολία στην αντιμετώπιση των συνήθων αναγκών του με το συνολικό μηνιαίο ή εβδομαδιαίο εισόδημά του.

Γ. Οικονομική δυνατότητα σχετικά με τις κοινωνικές δραστηριότητες πληθυσμού ηλικίας 16 ετών και άνω

Αναφορικά με την υλική στέρηση που σχετίζεται με την οικονομική δυνατότητα κάλυψης βασικών αναγκών σχετικών με κοινωνικές δραστηριότητες - για άτομα ηλικίας 16 ετών και άνω - προέκυψαν τα ακόλουθα ευρήματα:

  • Tο 29,5% του πληθυσμού δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να συμμετέχει τακτικά σε δραστηριότητες αναψυχής, όπως αθλητισμό, σινεμά κ.λπ. Τα αντίστοιχα ποσοστά για τον φτωχό και τον μη φτωχό πληθυσμό ανέρχονται σε 73,5% και 19,7%.
  • Tο 34,9% του πληθυσμού δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να ξοδεύει χρήματα για τον εαυτό του ή για κάποιο χόμπι. Το ποσοστό εκτιμάται στο 79,5% για το φτωχό πληθυσμό και στο 25,0% για το μη φτωχό πληθυσμό.

Οικονομική Ανισότητα

Α. Δείκτες Οικονομικής Ανισότητας

Ο δείκτης S80/S20 σε πεντημόρια εισοδήματος μετρά τη σχετική ανισότητα στη διανομή του εισοδήματος, συγκρίνει το ισοδύναμο διαθέσιμο εισόδημα που κατέχει το 20% των πλουσιότερων ατόμων με αυτό που κατέχει το 20% των φτωχότερων και επηρεάζεται από τις ακραίες τιμές της κατανομής του εισοδήματος.

  • Ο δείκτης S80/S20 το 2022, με περίοδο αναφοράς εισοδήματος το 2021, μειώθηκε κατά 0,5 μονάδες (σε σχέση με την προηγούμενη αντίστοιχη χρονική περίοδο 2020) και ανέρχεται σε 5,3, δηλαδή, το μερίδιο του εισοδήματος του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού είναι 5,3 φορές μεγαλύτερο από το μερίδιο του εισοδήματος του φτωχότερου 20% του πληθυσμού.
  • Η οικονομική ανισότητα μεταξύ των ατόμων ηλικίας 65 ετών και άνω αυξήθηκε κατά 0,1 ποσοστιαίες μονάδες και διαμορφώνεται στο 4,3 έναντι 4,2 το προηγούμενο έτος.

Αντίστοιχα, η οικονομική ανισότητα μεταξύ των ατόμων κάτω των 65 ετών μειώθηκε κατά 0,8 μονάδες και διαμορφώνεται στο 5,6 έναντι 6,4 το προηγούμενο έτος.

Για την καλύτερη αποτύπωση της οικονομικής ανισότητας χρησιμοποιείται συμπληρωματικά ο δείκτης άνισης κατανομής εισοδήματος (συντελεστής Gini), ο οποίος, σε αντίθεση με τον δείκτη κατανομής εισοδήματος (S80/S20) σε πεντημόρια εισοδήματος, δεν επηρεάζεται από τις ακραίες τιμές της κατανομής του εισοδήματος.

Ο δείκτης άνισης κατανομής εισοδήματος (συντελεστής Gini) ορίζεται ως ο λόγος των αθροιστικών μεριδίων του πληθυσμού, κατανεμημένου ανάλογα με το ύψος του εισοδήματος, προς το αθροιστικό μερίδιο του συνολικού εισοδήματος όλου του πληθυσμού. Η τιμή του κυμαίνεται από 0 (ή 0%), που αντιστοιχεί σε πλήρη εισοδηματική ισότητα έως 1 (ή 100%) που αντιστοιχεί σε πλήρη εισοδηματική ανισότητα, και ερμηνεύεται ως η στατιστικά αναμενόμενη διαφορά του αποτελέσματος της σύγκρισης
δύο τυχαίων εισοδημάτων, ως ποσοστό του μέσου όρου. Αν όλο το εθνικό εισόδημα ήταν συγκεντρωμένο σε ένα άτομο, ο συντελεστής θα ήταν 1. Αν ο συντελεστής Gini ήταν π.χ. 30,0%, το εισόδημα 2 τυχαίων ατόμων θα διέφερε κατά 30,0% του μέσου ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος.

  • Ο συντελεστής Gini εκτιμήθηκε το 2022 σε 31,4%, σημειώνοντας μείωση κατά 1,0 ποσοστιαία μονάδα σε σχέση με το 2021. Το παραπάνω ποσοστό ερμηνεύεται ως εξής: αν επιλέξουμε 2 τυχαία άτομα του πληθυσμού, αναμένουμε ότι το εισόδημά τους θα διαφέρει κατά 31,4% του μέσου ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος.
  • Από το 1994, έτος κατά το οποίο άρχισε η συγκεκριμένη έρευνα, η συνολική ανισότητα μειώθηκε κατά 6,0 ποσοστιαίες μονάδες (37,4% το 1994).

B. Μερίδιο εισοδήματος σε τεταρτημόρια

Τα στοιχεία της κατανομής του εισοδήματος σε τεταρτημόρια εκφράζουν το ποσοστό του συνολικού εθνικού εισοδήματος που κατέχει κάθε ένα από τέσσερα (ίσα) τμήματα του πληθυσμού. Συγκεκριμένα, εάν κατατάξουμε τα άτομα του πληθυσμού σε αύξουσα σειρά με βάση το εισόδημά τους (από το μικρότερο στο μεγαλύτερο) και στη συνέχεια χωρίσουμε τον πληθυσμό σε τέσσερα ίσα μέρη (με βάση τον συνολικό αριθμό των ατόμων), προκύπτουν τα εξής:

  • το 25% του πληθυσμού στο 1ο τεταρτημόριο, με το χαμηλότερο εισόδημα, κατέχει το 10,3 % του συνολικού εθνικού διαθέσιμου εισοδήματος, ποσοστό αυξημένο κατά 0,7 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2021.
  • το 25% του πληθυσμού στο 4ο τεταρτημόριο, με το υψηλότερο εισόδημα, κατέχει το 45,3 % του συνολικού εθνικού διαθέσιμου εισοδήματος, ποσοστό μειωμένο κατά 0,4 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2021.
  • το 50% του πληθυσμού στο 2ο και 3ο τεταρτημόριο, με μεσαία εισοδήματα, κατέχουν το 44,4% του εθνικού διαθέσιμου εισοδήματος, ποσοστό μειωμένο κατά 0,2 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2021.
  • το υψηλότερο ατομικό ετήσιο εισόδημα για το 1ο τεταρτημόριο ανέρχεται σε 6.533 ευρώ.
  • το χαμηλότερο ατομικό ετήσιο εισόδημα για το 4ο τεταρτημόριο ανέρχεται σε 13.375 ευρώ.

Κίνδυνος φτώχειας

Α. Κίνδυνος φτώχειας ή σε κοινωνικό αποκλεισμό

Με βάση τα στοιχεία της Έρευνας Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης των Νοικοκυριών 2022, o πληθυσμός που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισμό, σύμφωνα με τον αναθεωρημένο ορισμό ανέρχεται στο 26,3% του πληθυσμού της Χώρας (2.722.000 άτομα), παρουσιάζοντας μείωση κατά 2,0 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2021 (28,3%).

Στο πλαίσιο του προγράμματος «Ευρώπη 2030», αναφορικά με την καταπολέμηση της φτώχειας, έχει τεθεί ως στόχος «να μειωθούν κατά 15 εκατομμύρια τα άτομα που βρίσκονται ή που κινδυνεύουν να βρεθούν σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισμό, εκ των οποίων τα 5 εκατομμύρια να είναι παιδιά», έως το έτος 2030.

Με βάση τον ισχύοντα έως το 2020 ορισμό του παραπάνω δείκτη, o πληθυσμός που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισμό ανέρχεται στο 29,1% (3.006.300 άτομα) του πληθυσμού της Χώρας, παρουσιάζοντας μείωση κατά 0,4 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2021 (29,5%).

Επισημαίνεται ότι, στο πλαίσιο του προγράμματος “Ευρώπη 2020”, αναφορικά με την καταπολέμηση της φτώχειας, ο στόχος ήταν «να μειωθούν κατά 20 εκατομμύρια τα άτομα που βρίσκονται ή που κινδυνεύουν να βρεθούν σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισμό» έως το έτος 2020.

Η μείωση του ποσοστού του κινδύνου φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού (δείκτης που συντίθεται από τους επιμέρους δείκτες του κινδύνου φτώχειας, της υλικής και κοινωνικής στέρησης και της χαμηλής έντασης εργασίας) οφείλεται στη μείωση του ποσοστού του πληθυσμού σε χαμηλή ένταση εργασίας, σε 9,5% το 2022 από 12,1% το 2021, και του πληθυσμού σε κίνδυνο φτώχειας, σε 18,8% το 2022 από 19,6% το 2021.

Ο κίνδυνος φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού είναι υψηλότερος στην περίπτωση των παιδιών ηλικίας 17 ετών και κάτω (28,1%), μειωμένος κατά 3,9 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2021 (32,0%).

Το ποσοστό πληθυσμού ηλικίας 18-64 ετών που διαβιοί σε νοικοκυριά με χαμηλή ένταση εργασίας υπολογίζεται σε 10,9% επί του συνόλου του πληθυσμού αυτής της ομάδας ηλικιών, εμφανίζοντας μείωση κατά 2,7 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το έτος 2021. Το ποσοστό για τους άνδρες ανέρχεται σε 9,9% και για τις γυναίκες σε 12,0%.

Β. Πληθυσμός σε κίνδυνο φτώχειας και κατώφλι κινδύνου φτώχειας μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις

Το κατώφλι της φτώχειας ανέρχεται στο ποσό των 5.712 ευρώ ετησίως για μονοπρόσωπο νοικοκυριό και σε 11.995 ευρώ για νοικοκυριά με δύο ενήλικες και δύο εξαρτώμενα παιδιά ηλικίας κάτω των 14 ετών, και ορίζεται στο 60% του διάμεσου συνολικού ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, το οποίο εκτιμήθηκε σε 9.520 ευρώ, ενώ το μέσο ετήσιο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών της Χώρας εκτιμήθηκε σε 18.563 ευρώ.

Το έτος 2022 (περίοδος αναφοράς εισοδήματος το έτος 2021), το 18,8% του συνολικού πληθυσμού της Χώρας ήταν σε κίνδυνο φτώχειας, σημειώνοντας μείωση κατά 0,8 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Ο δείκτης αυτός, που κατά το έτος 2005 (με περίοδο αναφοράς εισοδήματος το έτος 2004) ανερχόταν στο 19,6%, σημείωσε αυξητική πορεία έως το έτος 2012 όπου εκτιμήθηκε στο 23,1%, ενώ άρχισε να μειώνεται από το έτος 2014, με εξαίρεση το 2021.

Τα νοικοκυριά που βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας εκτιμώνται σε 742.235 σε σύνολο 4.049.102 νοικοκυριών και τα μέλη τους σε 1.945.199 στο σύνολο των 10.399.329 ατόμων του εκτιμώμενου πληθυσμού της Χώρας που διαβιοί σε ιδιωτικά νοικοκυριά.

Ο κίνδυνος φτώχειας μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις, για παιδιά ηλικίας 0-17 ετών (παιδική φτώχεια) ανέρχεται σε 22,4%, σημειώνοντας μείωση κατά 1,3 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2021 (23,7%), ενώ για τις ομάδες ηλικιών 18-64 ετών και 65 ετών και άνω ανέρχεται σε 18,9% (20,6% το 2021) και 15,8% (13,5% το 2021), αντίστοιχα.

Ο κίνδυνος φτώχειας, υπολογιζόμενος με κατώφλια διαφορετικά του 60% του διάμεσου συνολικού διαθέσιμου ισοδύναμου εισοδήματος, ανέρχεται σε:

  • 6,7%, αν το κατώφλι οριστεί στο 40% του διάμεσου συνολικού διαθέσιμου ισοδύναμου εισοδήματος,
  • 11,9%, αν το κατώφλι οριστεί στο 50% του διάμεσου συνολικού διαθέσιμου ισοδύναμου εισοδήματος και,
  • 26,2%, αν το κατώφλι οριστεί στο 70% του διάμεσου συνολικού διαθέσιμου ισοδύναμου εισοδήματος, αντίστοιχα.

Σε πέντε (5) Περιφέρειες (Κρήτη, Αττική, Νότιο Αιγαίο, Ήπειρος και Θεσσαλία) καταγράφονται ποσοστά κινδύνου φτώχειας χαμηλότερα από αυτό του συνόλου της Χώρας, ενώ στις υπόλοιπες οκτώ (8) Περιφέρειες (Ιόνια Νησιά, Βόρειο Αιγαίο, Δυτική Ελλάδα, Πελοπόννησος, Δυτική Μακεδονία, Στερεά Ελλάδα, Κεντρική Μακεδονία και Ανατολική Μακεδονία και Θράκη) τα αντίστοιχα ποσοστά είναι υψηλότερα.

Όσο υψηλότερο είναι το επίπεδο εκπαίδευσης τόσο μικρότερο είναι το ποσοστό του κινδύνου φτώχειας.
Για το έτος 2022, ο κίνδυνος φτώχειας εκτιμάται σε 25,9% για όσους έχουν ολοκληρώσει προσχολική, πρωτοβάθμια και το πρώτο στάδιο της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, σε 18,0% για όσους έχουν ολοκληρώσει το δεύτερο στάδιο της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και μεταδευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, και σε 7,2% για όσους έχουν ολοκληρώσει το πρώτο και το δεύτερο στάδιο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.

Γ. Κοινωνικές μεταβιβάσεις και κίνδυνος φτώχειας

Το ποσοστό κινδύνου φτώχειας πριν από όλες τις κοινωνικές μεταβιβάσεις (δηλαδή μη συμπεριλαμβανομένων των κοινωνικών επιδομάτων και των συντάξεων στο συνολικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών) ανέρχεται σε 46,1% ενώ, όταν περιλαμβάνονται μόνο οι συντάξεις και όχι τα κοινωνικά επιδόματα, μειώνεται στο 23,6%.

Αναφορικά με τα κοινωνικά επιδόματα, επισημαίνεται ότι αυτά περιλαμβάνουν παροχές κοινωνικής βοήθειας (όπως το Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα, το επίδομα στέγασης, το επίδομα θέρμανσης κ.λπ.), οικογενειακά επιδόματα (όπως
επιδόματα τέκνων), καθώς και επιδόματα ή βοηθήματα ανεργίας, ασθένειας, αναπηρίας ή ανικανότητας, ή και εκπαιδευτικές παροχές. Το ποσοστό κινδύνου φτώχειας μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις ανέρχεται σε 18,8%, ως εκ τούτου διαπιστώνεται ότι τα κοινωνικά επιδόματα συμβάλλουν στη μείωση του ποσοστού του κινδύνου φτώχειας κατά 4,8 ποσοστιαίες μονάδες ενώ, εν συνεχεία, οι συντάξεις κατά 22,5 ποσοστιαίες μονάδες. Το σύνολο των κοινωνικών μεταβιβάσεων μειώνει το ποσοστό του κινδύνου φτώχειας κατά 27,3 ποσοστιαίες μονάδες.

Δ. Χαρακτηριστικά πληθυσμού σε κίνδυνο φτώχειας

Το ποσοστό κινδύνου φτώχειας το 2022 είναι υψηλότερο για τις γυναίκες (19,4%) σε σχέση με τους άνδρες
(18,2%).

Το ποσοστό κινδύνου φτώχειας για τους άνδρες και για τις γυναίκες μειώθηκε κατά 0,4 και 1,2 ποσοστιαίες μονάδες αντίστοιχα το 2022 σε σχέση με το 2021.

Ο κίνδυνος φτώχειας για άτομα ηλικίας άνω των 65 ετών εκτιμάται σε 17,6% για τις γυναίκες και σε 13,6%
για τους άνδρες.

Ο κίνδυνος φτώχειας για άτομα ηλικίας άνω των 75 ετών εκτιμάται σε 16,8%, ενώ για άτομα ηλικίας κάτω των 75 ετών σε 19,1%.

Ο κίνδυνος φτώχειας για τις γυναίκες άνω των 75 ετών εκτιμάται σε 19,5%, ενώ για τους άνδρες της αντίστοιχης ηλικιακής ομάδας εκτιμάται σε 13,0%.

Ο κίνδυνος φτώχειας των νοικοκυριών με έναν ενήλικα και τουλάχιστον ένα εξαρτώμενο παιδί ανέρχεται σε 37,7%, ενώ των νοικοκυριών με τρεις ή περισσότερους ενήλικες με εξαρτώμενα παιδιά ανέρχεται σε 21,7% και των νοικοκυριών με δύο ενήλικες και 2 εξαρτώμενα παιδιά σε 18,9%.

Οι εργαζόμενοι 18 ετών και άνω αντιμετωπίζουν χαμηλότερο κίνδυνο φτώχειας σε σύγκριση με τους ανέργους και τους οικονομικά μη ενεργούς (νοικοκυρές κ.λπ.). Το ποσοστό κινδύνου φτώχειας για τους εργαζομένους 18 ετών και άνω ανέρχεται σε 10,6%, σημειώνοντας μείωση κατά 0,7 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το έτος 2021. Μείωση κατά 1,1 ποσοστιαίες μονάδες παρουσίασε το ποσοστό κινδύνου φτώχειας για τις εργαζόμενες γυναίκες 18 ετών και άνω, ενώ μειώθηκε κατά 0,3 ποσοστιαίες μονάδες το αντίστοιχο ποσοστό για τους εργαζόμενους άνδρες, με τα αντίστοιχα ποσοστά να διαμορφώνονται σε 7,7% και 12,7%.

Για τους ανέργους, όπως ήδη αναφέρθηκε, ο κίνδυνος φτώχειας είναι σημαντικά μεγαλύτερος και ανέρχεται σε 43,6%, παρουσιάζοντας σημαντική διαφορά μεταξύ ανδρών και γυναικών (51,8% και 37,0% αντίστοιχα).

Ο κίνδυνος φτώχειας για όσους είναι οικονομικά μη ενεργοί (μη συμπεριλαμβανομένων των συνταξιούχων) αυξήθηκε κατά 1,8 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2021 και ανήλθε σε 29,1 %
.
Το ποσοστό κινδύνου φτώχειας για τους εργαζομένους 18-64 ετών ανέρχεται σε 10,6%, σημειώνοντας μείωση κατά 0,5 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το έτος 2021. Μείωση κατά 0,8 ποσοστιαίες μονάδες παρουσίασε το ποσοστό κινδύνου φτώχειας για τις εργαζόμενες γυναίκες 18-64 ετών, ενώ μειώθηκε κατά 0,2 ποσοστιαίες μονάδες το αντίστοιχο ποσοστό για τους εργαζόμενους άνδρες 18-64 ετών, με τα αντίστοιχα ποσοστά να διαμορφώνονται σε 7,8% και 12,6%.

Ο κίνδυνος φτώχειας για τους εργαζομένους με πλήρη απασχόληση ανέρχεται σε 9,9%, ενώ για τους εργαζομένους με μερική απασχόληση ανέρχεται σε 18,4%.

Στην περίπτωση των νοικοκυριών που διαμένουν σε ιδιόκτητη κατοικία, ο κίνδυνος φτώχειας ανέρχεται σε 18,8%, ενώ για τα νοικοκυριά που διαμένουν σε ενοικιασμένη κατοικία ο κίνδυνος φτώχειας ανέρχεται σε 19,0%. Ο κίνδυνος φτώχειας για παιδιά ηλικίας 0-17 ετών που η κατοικία τους είναι ιδιόκτητη ανέρχεται σε 23,6%, ενώ για τα άτομα της ίδιας ομάδας ηλικιών που η κατοικία τους είναι ενοικιασμένη, ο κίνδυνος ανέρχεται σε 19,9%. Ο κίνδυνος φτώχειας ατόμων ηλικίας 18-64 ετών που η κατοικία τους είναι ιδιόκτητη ανέρχεται σε 19,0%, ενώ για τα άτομα της ίδιας ηλικιακής ομάδας που η κατοικία τους είναι ενοικιασμένη, ο κίνδυνος εκτιμάται σε 18,8%.

Ε. Βάθος (χάσμα) του κινδύνου φτώχειας

Το βάθος (χάσμα) κινδύνου φτώχειας αναφέρεται στην εισοδηματική κατάσταση των ατόμων που βρίσκονται κάτω από το κατώφλι της φτώχειας. Για την εκτίμησή του υπολογίζεται η διαφορά μεταξύ του κατωφλίου του κινδύνου φτώχειας για το σύνολο του πληθυσμού και του διάμεσου ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος του φτωχού πληθυσμού, η οποία εκφράζεται ως ποσοστό επί του κατωφλίου του κινδύνου φτώχειας.

Για το έτος 2022, το βάθος (χάσμα) κινδύνου φτώχειας ανήλθε σε 23,8% του κατωφλίου του κινδύνου φτώχειας, σημειώνοντας μείωση σε σχέση με το προηγούμενο έτος.

Με βάση το ποσοστό αυτό, εκτιμάται ότι το 50% των φτωχών κατέχουν εισόδημα μικρότερο από το 76,2% του
κατωφλίου του κινδύνου φτώχειας (το οποίο ανέρχεται σε 5.712 ευρώ), δηλαδή κάτω από 4.353 ευρώ, ετησίως, ανά άτομο.

Το βάθος (χάσμα) κινδύνου το έτος 2005 ήταν 23,9%, ενώ, σημειώνοντας αυξητική πορεία ανήλθε σε 32,7% το 2013 (μέγιστη τιμή). Έκτοτε, παρουσιάζει αυξομειώσεις, σημειώνοντας τιμή 23,8% για το έτος 2022, δηλαδή μείωση κατά 2,6 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το έτος 2021.

ΣΤ. Κίνδυνος φτώχειας μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις υπολογιζόμενος με το κατώφλι φτώχειας έτους 2008 (εκφρασμένου σε τιμές του έτους 2021 με βάση τον Εναρμονισμένο Δείκτη Τιμών Καταναλωτή)

Ο κίνδυνος φτώχειας μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις υπολογιζόμενος με το κατώφλι φτώχειας σε μια σταθερή χρονική στιγμή ─ και συγκεκριμένα το έτος 2008 ─ αποτελεί ένδειξη για το εάν το επίπεδο διαβίωσης για τα χαμηλότερα εισοδήματα παρουσιάζει βελτίωση με το πέρασμα του χρόνου. Ο σκοπός αυτής της σύγκρισης είναι να καταγράψει πώς μεταβάλλεται ο κίνδυνος φτώχειας σε απόλυτους και όχι σε σχετικούς όρους, δηλαδή όταν το κατώφλι φτώχειας παραμένει διαχρονικά σταθερό σε όρους πραγματικής αγοραστικής δύναμης.

Το ποσοστό του πληθυσμού σε κίνδυνο φτώχειας για το έτος 2022 υπολογιζόμενο με το κατώφλι φτώχειας έτους 2008 (δηλαδή το ποσοστό των ατόμων που ζουν σε νοικοκυριά, των οποίων το συνολικό ισοδύναμο διαθέσιμο εισόδημα κατά το έτος 2022 είναι χαμηλότερο του 60% της διαμέσου του ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος του έτους 2008 εκφρασμένου σε τιμές του έτους 2021 με βάση τον Εναρμονισμένο Δείκτη Τιμών Καταναλωτή), εκτιμάται σε 32,0%. Συμπεραίνεται, λοιπόν, ότι το 32,0% του πληθυσμού του έτους 2022 θα κατατασσόταν ως εκτεθειμένο στον κίνδυνο φτώχειας με βάση τις συνθήκες του έτους 2008.

Οι γυναίκες καταγράφουν υψηλότερο ποσοστό σε σχέση με τους άνδρες (32,9% έναντι 31,1%) ενώ η ηλικιακή ομάδα με το υψηλότερο ποσοστό (37,4%) είναι αυτή των παιδιών έως και 17 ετών.

Ζ. Εξέλιξη του εισοδήματος των νοικοκυριών

Το 14,6% των νοικοκυριών δήλωσε ότι το εισόδημά του αυξήθηκε κατά τους τελευταίους δώδεκα μήνες, το 15,0% των νοικοκυριών δήλωσε ότι μειώθηκε και το 70,4% των νοικοκυριών ότι παρέμεινε το ίδιο. Tο 26,1% δήλωσε ότι ο κύριος λόγος αύξησης ή μείωσης του εισοδήματος ήταν η πανδημία του νέου κορωνοϊού (COVID-19), εκ των οποίων το 6,1% δήλωσε ότι αυξήθηκε το εισόδημά του και το 20,0% ότι μειώθηκε.

Ακολουθήστε το insider.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.

Διαβάστε ακόμη

Αύξηση 5,7% στις ελληνικές εξαγωγές τον Μάρτιο - Στα 2,5 δισ. ευρώ το εμπορικό έλλειμμα

Υποδομές: Πυλώνας «στήριξης» τα ιδιωτικά έργα – Γιατί αποτελούν ευκαιρία αλλά και «στοίχημα» 

Τράπεζες: «Έκρηξη» επιτοκιακών εσόδων το α' τρίμηνο – Αρνητική η καθαρή πιστωτική επέκταση

gazzetta
gazzetta reader insider insider