Το ενδεχόμενο συμφωνίας σήμερα στην συνάντηση Τζο Μπάιντεν – Κέβιν ΜακΚάρθι είναι από μηδαμινό έως... απίθανο. Αυτή είναι η κυρίαρχη εκτίμηση των αναλυτών που παρακολουθούν την συγκεκριμένη διαδικασία στα οικονομικά ΜΜΕ στις ΗΠΑ.
Οι διαφορές μεταξύ της Ρεπουμπλικανικής ομάδας του Κογκρέσου και της κυβέρνησης Μπάιντεν είναι τεράστιες. Οι Ρεπουμπλικανοί θέλουν να μειώσουν το χρέος της χώρας, ύψους 31,4 τρισεκατομμυρίων δολαρίων μέσω περικοπών δημοσίων δαπανών. Η κυβέρνηση Μπάιντεν απορρίπτει αυτή την «λύση» και θεωρεί ότι αν χρειασθούν κάποια μέτρα, αυτά θα πρέπει να είναι αυξήσεις φόρων για τις εταιρείες και τους πλούσιους Αμερικανούς για να ενισχυθούν τα έσοδα και να ελαττωθεί η άνοδος του χρέους.
Η συνάντηση αυτή διεξάγεται, ενώ δημοσιεύονται αυτές οι γραμμές και οι προβλέψεις έδιναν το ενδεχόμενο συμφωνίας σ’ αυτή την πρώτη συνάντηση ως εντελώς απίθανο να συμβεί. Σύμφωνα με την Υπουργό Οικονομικών, κα Γέλεν τα αποθέματα της ομοσπονδιακής κυβέρνησης αρκούν το πολύ για πληρωμές υποχρεώσεων μέχρι την 1η Ιουνίου.
- ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Allianz: Μια νέα «στιγμή Minsky» απειλεί να πνίξει τις αγορές
Ακόμα και αν αυτή η ημερομηνία μετακινηθεί για μερικές ημέρες, το γεγονός ότι πλησιάζει χωρίς ορίζοντα συμφωνίας μεταξύ Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικάνων, αυξάνει κατακόρυφα την οικονομική και πολιτική ένταση. Σύμφωνα με την κα Γέλεν, αν δεν υπάρξει έγκριση για την αύξηση του ορίου, ώστε με έκδοση νέου χρέους να πληρωθούν οι υποχρεώσεις εντός και εκτός ΗΠΑ, οι συνέπειες θα είναι καταστροφικές τόσο στο εσωτερικό των ΗΠΑ όσο και στην διεθνή οικονομία.
Μπορεί αυτό να συμβεί; Κανένας δεν υποστηρίζει ότι αυτό μπορεί τελικά να συμβεί, αλλά και κανείς δεν βλέπει προς το παρόν το πώς θα μπορέσει να υπάρξει συμβιβασμός έστω και την τελευταία στιγμή, ώστε να αποφευχθεί μια καταστροφική «στιγμή» μέχρι να υπάρξει η δυνατότητα υπέρβασης της αδυναμίας...
Ο συμβιβασμός θα ενισχύσει την τάση ύφεσης
Σε κάθε περίπτωση το γεγονός ότι αυτό συμβαίνει ενώ βρίσκεται σε εξέλιξη μια άνευ προηγουμένου χρηματοπιστωτική κρίση στην ευρύτερη περιφέρεια του τραπεζικού συστήματος και μάλιστα σε ένα περιβάλλον που ήδη συμπιέζεται από τις συνέπειες της αύξησης των επιτοκίων από την πλευρά της Fed, καθιστά την δυνατότητα απρόβλεπτου «ατυχήματος» ένα επιπλέον παράγοντα αβεβαιότητας και αναταραχής.
- ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Τι θα γίνει με τα επιτόκια της Fed - Οι εκτιμήσεις από Standard Chartered και Βarclays
Τα αμερικανικά ΜΜΕ δεν έχουν πάψει να υπενθυμίζουν ότι η τελευταία μεγάλη κρίση του ανώτατου ορίου χρέους είχε ταρακουνήσει τα χρηματιστήρια το 2011. Σήμερα, τα χρηματιστήρια, παρά την εγγύτητα της κρίσιμης ημερομηνίας φαίνεται ότι ακόμα δεν υπολογίζουν ένα τέτοιο ενδεχόμενο θεωρώντας ως βέβαιη την έγκαιρη «λύση» του προβλήματος.
Και παρά την τραπεζική κρίση και τους φόβους ύφεσης, ο S&P 500 σημειώνει άνοδο 8% το 2023. Τότε όμως, το 2011, ο S&P 500 «έπεσε» όταν ο οίκος αξιολόγησης S&P υποβάθμισε την πιστοληπτική ικανότητα της χώρας λίγες ημέρες μετά την επίτευξη συμφωνίας μεταξύ της κυβέρνησης Ομπάμα και των Ρεπουμπλικανών.
Το ενδιαφέρον εδώ στοιχείο είναι ότι αν τελικά μια συμβιβαστική συμφωνία καταλήξει με αποδοχή των όρων περικοπής δημοσίων δαπανών από την κυβέρνηση Μπάιντεν, αυτό θα σημαίνει ενδυνάμωση της υφεσιακής τάσης στην αμερικάνικη οικονομία, επιδεινώνοντας την προβλεπόμενη επιβράδυνση του β' εξαμήνου του 2023... Δηλαδή, σε μία περίοδο που οι ΗΠΑ θα αρχίσουν να μπαίνουν σε προεκλογική περίοδο για τις προεδρικές εκλογές του 2024.
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα, είναι προφανές ότι η κυβέρνηση Μπάιντεν δεν θα θελήσει να «αυτοκτονήσει» πολιτικά εισάγοντας ένα πρόγραμμα περικοπών δημοσίων δαπανών λίγο πριν τις εκλογές.