Στην φαινομενικά παράδοξη διαφοροποίηση των ιδιωτικών δαπανών για το Σύστημα Υγείας μεταξύ των πλούσιων και φτωχών νοικοκυριών αναφέρθηκε ο πρόεδρος του Ι.Π.Ο.Κ.Ε. Ερευνητικού Κέντρου και καθηγητής Οικονομικών της Υγείας του Ε.Κ.Π.Α., Γιάννης Υφαντόπουλος.
Παρουσιάζοντας τη μελέτη με τίτλο «Ο αντίκτυπος της υπο-επένδυσης στο Φάρμακο & τις Υπηρεσίες Υγείας», ο καθηγητής, επεσήμανε τις ανισότητες που υπάρχουν στην Υγεία, τονίζοντας μεταξύ άλλων ότι -παρότι κανείς θα περίμενε το αντίθετο- τα φτωχά νοικοκυριά δηλώνουν διπλάσια ιδιωτική δαπάνη για το Σύστημα Υγείας, σε σχέση με τα πλούσια.
Ο πρόεδρος του Ι.Π.Ο.Κ.Ε., παρέθεσε και τους βασικούς λόγους για τους οποίους οι φτωχοί ξοδεύουν περισσότερα για την υγεία τους συγκριτικά με τους πλούσιους, οι οποίοι είναι οι εξής:
- Έχουν χειρότερη υγεία
- Απευθύνονται με μεγάλη καθυστέρηση στο νοσοκομειακό σύστημα, άρα εκτίθενται σε υψηλότερες δαπάνες υγείας
- Δεν έχουν την ενημέρωση, τη φροντίδα και την εκπαίδευση, ώστε να είναι σε θέση να βελτιώσουν τον τρόπο ζωής τους και να προάγουν την πρόληψη
«Η ουσιαστική παρέμβαση του κράτους για την καταπολέμηση αυτών των ανισοτήτων δεν είναι να δώσει περισσότερα χρήματα ή vouchers στους φτωχούς, αλλά να φροντίσει για τη βελτίωση του τρόπου ζωής τους. Να παρέχει την κοινωνική στήριξη και υποστήριξη, με ενημέρωση και εκπαίδευση, στην κατεύθυνση της υιοθέτησης ενός καλύτερου τρόπου ζωής και της πρόληψης, ούτως ώστε όταν οι πολίτες χαμηλού εισοδήματος πηγαίνουν στα νοσοκομεία να μην εκτίθενται σε τόσο υψηλές δαπάνες», εξήγησε ο κ. Υφαντόπουλος.
Σημαντική υποχρηματοδότηση
Η έρευνα βασίστηκε σε συνδυασμό χρονολογικών σειρών, που καλύπτουν την περίοδο 60 χρόνων (από το 1960 μέχρι το 2021), και διακρατικών δεδομένων των Ευρωπαϊκών χωρών. Το σύνολο του δείγματος των χωρών της Ευρώπης ήταν 322.724 άτομα και της Ελλάδας 16.621 άτομα.
Από την ανάλυση προκύπτει ότι η Ελλάδα είναι η χώρα που εμφανίζει τις μεγαλύτερες υποχρηματοδοτήσεις του συστήματος υγείας μεταξύ των ΕΕ-27. Η υποχρηματοδότηση του δημόσιου συστήματος υγείας στη χώρα μας, σε σχέση με τις άλλες χώρες της Νότιας Ευρώπης και του Μέσου Όρου των ΕΕ-27, έχει επιφέρει σημαντικές επιπτώσεις στην υγεία και στην ποιότητα ζωής των Ελλήνων.
«Η δεκαετής οικονομική κρίση, τα 3 μνημόνια και στη συνέχεια η επιδημιολογική κρίση της COVID-19, επηρέασε σημαντικά την υποχρηματοδότηση του συστήματος υγείας στην Ελλάδα.
Εξετάζοντας διαχρονικά το πρότυπο χρηματοδότησης των δαπανών υγείας στη χώρα μας παρατηρείται μια σημαντική συρρίκνωση των δημοσίων δαπανών υγείας, με αντίστοιχη αύξηση των ιδιωτικών δαπανών. Η μετακύληση αυτή της δαπάνης από το δημόσιο τομέα στις τσέπες των Ελλήνων πολιτών έφερε ένα επιπλέον βάρος στα ελληνικά νοικοκυριά, δημιουργώντας σημαντικές καταστροφικές δαπάνες», υπογράμμισε ο καθηγητής.
Αύξηση των ανικανοποίητων αναγκών
Οι παραπάνω μειώσεις των δημόσιων δαπανών επηρέασαν αναπόφευκτα την πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας, αυξάνοντας τις ανικανοποίητες ανάγκες για υγειονομική περίθαλψη. Η Ελλάδα καταγράφεται ως μια από τις χώρες της ΕΕ-27 με τη μεγαλύτερη αύξηση στις ανικανοποίητες υγειονομικές ανάγκες, η οποία αποδίδεται στην υποεπένδυση του δημόσιου τομέα στην υγεία. Συγκρίνοντας τις ανικανοποίητες ανάγκες σε συνδυασμό με τις δημόσιες δαπάνες υγείας στις 27 χώρες της ΕΕ, η Ελλάδα κατατάσσεται στην ομάδα των ανατολικών χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Βουλγαρία, Ρουμανία, Ουγγαρία) με τις χαμηλότερες δαπάνες υγείας και τις υψηλότερες ανικανοποίητες ανάγκες.
Εξετάζοντας την ικανοποίηση των Ευρωπαίων πολιτών από το σύστημα υγείας, προέκυψε ότι οι Έλληνες δηλώνουν τη χαμηλότερη ικανοποίηση. Ειδικότερα ικανοποίηση από το σύστημα υγείας δηλώνουν το 45% των Ελλήνων, έναντι του 96,5% των Ελβετών, του 94% των Δανών και του 91% των Ισπανών. Από περαιτέρω μελέτη των δεδομένων προέκυψε ότι η επένδυση στην υγεία αυξάνει σημαντικά την ευημερία των πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των Ελλήνων.