Μπορεί να χρειαστεί ένας ακόμη μήνας, περίπου, μέχρι τη δεύτερη εκλογική αναμέτρηση, αλλά ο αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας, Κυριάκος Μητσοτάκης, φαίνεται ότι βρίσκεται σε ένα καλό δρόμο ώστε να εξασφαλίσει μια δεύτερη θητεία ως πρωθυπουργός της χώρας, όπως αναφέρει η HSBC.
Η πρώτη του θητεία χαρακτηρίστηκε από μια ισχυρή φιλοεπενδυτική ατζέντα με στόχευση προς την κατεύθυνση της υλοποίησης μεταρρυθμίσεων από την πλευρά της προσφοράς και τη βελτίωση της ελκυστικότητας της χώρας στο σκέλος των άμεσων ξένων επενδύσεων. Kαι παρότι ο σχεδιασμός του πρωθυπουργού εκτροχιάστηκε αρχικώς από την έλευση της πανδημίας, η Ελλάδα κατάφερε να ανακάμψει με έναν εντυπωσιακό τρόπο, όπως αναφέρει ο ανώτερος οικονομολόγος της HSBC για την Ευρώπη Fabio Balboni. Το ΑΕΠ της χώρας αυξήθηκε πέρυσι κατά 6,1%, μετά από το 8,1% το 2021 και πλέον είναι κατά 6,4% υψηλότερο από τα προ πανδημίας επίπεδα, με τις επενδύσεις να είναι σχεδόν 50% υψηλότερες.
Παράλληλα, καθώς ο τουριστικός κλάδος και οι εξαγωγές ευρύτερα συνεχίζουν να ανακάμπτουν, η Ελλάδα αναμένεται να σημειώσει άλλο ένα έτος σταθερής ανάπτυξης. Η ελληνική κυβέρνηση προσβλέπει σε ανάπτυξη 2,3% φέτος, λίγο υψηλότερη από τις εκτιμήσεις της HSBC. Ακόμη πιο εντυπωσιακό - ιδιαίτερα αν αναλογιστεί κανείς την όχι και τόσο μακρινή ιστορία της χώρας - είναι το γεγονός πως η Ελλάδα κατέγραψε ένα οριακό πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα (αφαιρώντας τις πληρωμές τόκων), πολύ χαμηλότερο από το 1,6% του στόχου της κυβέρνησης, ενώ ο δείκτης δημόσιου χρέους μειώθηκε κατά 23 ποσοστιαίες μονάδες στο 171%.
Επιπλέον, σύμφωνα με τις τελευταίες εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η Ελλάδα αναμένεται να έχει το δεύτερο χαμηλότερο δημοσιονομικό έλλειμμα (0,6% του ΑΕΠ) στην Ευρωζώνη, μετά την Πορτογαλία, κατά το επόμενο έτος, κάτι που συνεπάγεται μια αξιοσημείωτη μεταβολή σε σχέση με τα χρόνια της κρίσης δημόσιου χρέους, ενώ το χρέος της αναμένεται να μειωθεί στο 154,4%, πάνω από 50% χαμηλότερα από το υψηλό που κατέγραψε στο 206,3% το 2020.
Η ισχυρή ευρωπαϊκή στήριξη και η ικανότητα της κυβέρνησης να διοχευτεύσει άμεσα προς την οικονομία σημαντικούς πόρους και κεφάλαια συνέβαλε επίσης στην πρόσφατη αναπτυξιακή δυναμικής της χώρας. Η κυβέρνηση σκοπεύει να λάβει επιχορηγήσεις ύψους 1,6% του ΑΕΠ από το Ταμείο Ανάκαμψης το 2023 και 1,5% το 2024 για τη στήριξη των δημόσιων επενδύσεων, ενώ τα δάνεια θα διοχευτευθούν σε εταιρείες και επιχειρήσεις. Συνολικά, η Ελλάδα θα λάβει 31 δισ. ευρώ στο πλαίσιο του Ταμείου Ανάκαμψης (πάνω από το 15% του ΑΕΠ) έως το 2026 και πρόσφατα ζήτησε επιπλέον δάνεια ύψους 5 δισ. ευρώ από το πρόγραμμα REPowerEU (για τη χρηματοδότηση της ενεργειακής μετάβασης). Η βελτιωμένη ικανότητα της Ελλάδας να προσελκύει άμεσες ξένες επενδύσεις, οι οποίες έφθασαν στο ρεκόρ του 3% του ΑΕΠ πέρυσι, έχει επίσης προσφέρει μια ώθηση στην ανάπτυξη, ενώ και η πρόσφατη επιδείνωση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών - από το 6,8% του ΑΕΠ το 2021 στο 9,7% το 2022, αποτελεί μια λιγότερο ανησυχητική κατάσταση εξαιτίας της πιο σταθερής χρηματοδότησης.
Ως προς το πολιτικό σκέλος, η HSBC επισημαίνει πως στο προεκλογικό πρόγραμμά της, η Νέα Δημοκρατία έχει δεσμευτεί να επιτύχει μια ισχυρή ανάπτυξη, διατηρώντας παράλληλα τη δημοσιονομική πειθαρχία. Το κόμμα θέτει ως στόχο την επίτευξη μιας μεσοπρόθεσμης ανάπτυξης της τάξεως του 3% και τη μείωση του δείκτη δημόσιου χρέους στο 120% μέχρι το 2030. Παράλληλα, δεσμεύτηκε να φέρει τους μισθούς πιο κοντά στον ευρωπαϊκό μέσο όρο και να αυξήσει τον κατώτατο μισθό στα 950 ευρώ από 780 ευρώ έως το 2025, ενώ οι συντάξεις θα αυξηθούν κατά 3,4% από τον ερχόμενο Ιανουάριο.
Πέραν αυτών, επιθυμεί να μειώσει τον φόρο για τους αυτοαπασχολούμενους κατά 20% το 2025 και κατά 30% το 2026, προτού καταργηθεί το 2027, ενώ το αφορολόγητο θα αυξηθεί κατά 1 χιλ. ευρώ στις 10 χιλ. ευρώ για τα νοικοκυριά με παιδιά. Σύμφωνα με το προεκλογικό σχέδιο της Νέας Δημοκρατίας, οι ΑΠΕ θα αντιπροσωπεύουν περίπου το 80% της ηλεκτροπαραγωγής έως το 2030, ποσοστό διπλάσιο από το σημερινό.
Κατά συνέπεια, ένας σημαντικός «καταλύτης» από την πλευρά της αγοράς είναι η πιθανότητα της άμεσης ανάκτησης της επενδυτικής βαθμίδας, γεγονός που θα μπορούσε να συμβάλει στη σημαντική διεύρυνση της επενδυτικής βάσης της Ελλάδας. Το υψηλό ταμειακό απόθεμα της κυβέρνησης (ύψους 35 δισ. ευρώ, που είναι αρκετό για να καλύψει τις χρηματοδοτικές ανάγκες για πάνω από τρία χρόνια) και η κάλυψη των αναγκών έκδοσης ομολόγων του τρέχοντος έτους, αποτελούν πρόσθετους παράγοντες που δείχνουν την ισχυρή δημοσιονομική θέση της χώρας. Ως εκ τούτου, μια πιθανή νέα κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας και μια συνέχιση των φιλοεπενδυτικών και φιλομεταρρυθμιστικών πολιτικών που καταγράφονται τα τελευταία τέσσερα χρόνια, θα μπορούσαν να σημαίνουν ότι η Ελλάδα ίσως να μην απέχει πολύ από το να αποκτήσει εκ νέου την επενδυτική βαθμίδα για πρώτη φορά από το 2010, σύμφωνα με την HSBC.