Η «οροφή» στην άνοδο καθαρών πρωτογενών δαπανών το πολύ κατά 2,6% το 2024 που προτάθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την Ελλάδα στο πακέτο των χθεσινών ανακοινώσεων του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου, επιβεβαιώνει και... εγγράφως την επιστροφή σε δημοσιονομική πειθαρχία. Τα αντίστοιχα κείμενα που ανακοινώθηκαν χθες για όλα τα κράτη-μέλη ωστόσο αποκαλύπτουν ότι ο περιορισμός που τίθεται στην Ελλάδα δεν είναι ο πιο αυστηρός ανά την Ευρώπη.
Υπάρχουν πολλά κράτη (με χαμηλότερο προφανώς χρέος από το ελληνικό) που διέπονται από πολύ πιο αυστηρές ρήτρες στο νέο κριτήριο δημοσιονομικής προσαρμογής που διαμορφώνεται. Για παράδειγμα, στην Ιταλία το όριο είναι άνοδος των δαπανών κατά 1,3%, ενώ στο Βέλγιο (σε ένα κράτος με επίσης υψηλό χρέος) το όριο τίθεται στο 2%. Ομοίως, στη Φινλανδία η άνοδος που επιτρέπεται είναι το πολύ 2,2%, στην Πορτογαλία είναι 1,8%, στη Γαλλία είναι 2,3%, στην Ισπανία είναι στο 2,6% όπως και στην Ελλάδα και στη Γερμανία στο 2,5%. Βεβαίως στα υπόλοιπα κράτη το όριο είναι υψηλότερο, ή σε κάποια δεν υπάρχει καν περιορισμός λόγω του χαμηλού τους χρέους…
Επιστροφή σε πειθαρχεία
Ο εν λόγω νέος όρος, ο οποίος καταγράφεται στο πακέτο των συστάσεων που γίνονται σε όλα τα κράτη στο πλαίσιο του λεγόμενου «Ευρωπαϊκού Εξαμήνου» το οποίο ανακοινώθηκε χθες μαζί με το πόρισμα για την Μεταπρογραμματική Εποπτεία στην Ελλάδα, είναι μία πρώτη γεύση για το πως θα παρακολουθείται η Ελλάδα τα επόμενα χρόνια. Καταρχάς να σημειωθεί ότι η σύσταση έγινε με τη λογική ότι η πρόταση της Κομισιόν θα λάβει και την πολιτική επικύρωση των κρατών-μελών έως το τέλος του χρόνου. Παρόλα αυτά δίνει το «σήμα» και έχει δύο... όψεις.
Η μία όψη είναι, όπως εξηγούν αρμόδιες πήγες, ότι με τις παρούσες επιδόσεις η Ελλάδα έχει μεγαλύτερη ευελιξία άσκησης πολιτικής. Η άλλη όψη είναι όμως πως αν ισχύσει η πρόβλεψη για επιβράδυνση του ρυθμού ανάκαμψης τα επόμενα χρόνια και αν δεν υπάρξουν πρόσθετες παρεμβάσεις τόνωσης της εγχώριας δυναμικής ανόδου του ΑΕΠ, τότε φωτογραφίζονται οι κίνδυνοι για (ακόμη) πιο σφιχτή δημοσιονομική πολιτική στο μέλλον...
Να σημειωθεί πως αυτός ο νέος κανόνας των «καθαρών πρωτογενών δαπανών» μετρά τις δαπάνες που μπορεί να κάνει ένα κράτος αν από τη δεξαμενή των 100 δισ. ευρώ ετησίως αφαιρεθεί όχι μόνο το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους αλλά και οι δαπάνες που συνδέονται με κοινοτικά κονδύλια (Ταμείο Ανάκαμψης), αλλά και με άλλες έκτακτες πράξεις όπως για παράδειγμα η παρέμβαση αν υπάρξει μια άνοδος της ανεργίας. Το ύψος του περιθωρίου ανόδου προκύπτει από ένα σύνθετο αλγόριθμο, αλλά πρακτικά έχει μεγάλη σχέση με την αναπτυξιακή δυναμική. Ο νέος δείκτης επιχειρείται να αντικαταστήσει αυτόν των πλεονασμάτων που ισχύει τώρα.
Αν λοιπόν ένα κράτος έχει χαμηλή ανάπτυξη, μοιραία θα πρέπει – με βάση το νέο αυτό προτεινόμενο πλαίσιο - να συγκρατεί πιο πολύ τις δαπάνες του, γιατί θα υπάρχει «οροφή» στο πόσο θα μπορεί να ξοδέψει...
Πιστοποίηση στα δημοσιονομικά μεγέθη
Προς το παρόν μπορούμε να δούμε το «αύριο». Η Ελλάδα, με βάση τα χθεσινά πορίσματα, είναι στη «γωνία» του κάδρου, εν αντιθέσει με κράτη, όπως η Γαλλία ή η Γερμανία και η Ιταλία. Δεν ανήκει στις ομάδες χωρών στις οποίες απευθύνονται ειδικές συστάσεις για δημοσιονομική προσαρμογή γιατί παρεκκλίνουν από τους στόχους που τέθηκαν για τους δημοσιονομικούς κανόνες. Καταγράφεται προφανώς ως κράτος με χρέος υψηλότερο από το 60% του ΑΕΠ το οποίο όμως κατάφερε να πετύχει μεγαλύτερη δημοσιονομική προσαρμογή από αυτή την οποία απαιτούνταν (ο όρος σήμερα είναι μείωση του χρέους κατά 1/20ο ετησίως στο κομμάτι που ξεπερνά το 60% του ΑΕΠ).
Με τη βοήθεια του υψηλού ονομαστικού ΑΕΠ (λόγω του πληθωρισμού) κατέγραψε μία πτώση ρεκόρ στο χρέος. Αντίστοιχα στο κριτήριο του ελλείμματος η προσαρμογή ήταν ικανοποιητική και πιστοποιείται η δυνατότητα επίτευξης αυξανόμενων πρωτογενών πλεονασμάτων τα επόμενα χρόνια.
Οι συστάσεις και οι ρυθμίσεις
Βεβαίως, στις συστάσεις πολιτικής για το 2024 περιλαμβάνεται και η υποχρεωτική απόσυρση των μέτρων στήριξης για την ενεργειακή κρίση με αρχή μάλιστα από αυτά τα οποία δεν είναι στοχευμένα για τα οποία και ασκείται κριτική. Εκτός αν υπάρχει νέα αναζωπύρωση των ενεργειακών πιέσεων.
Συστάσεις υπάρχουν (όπως και στο έγγραφο της ενισχυμένης εποπτείας) και για τις ρυθμίσεις οφειλών οι οποίες τέθηκαν σε ισχύ από την προηγούμενη άνοιξη. Επισημαίνεται πως θα παρακολουθούνται στενά και εκφράζονται αντιρρήσεις για το αν προάγουν τη φορολογική πειθαρχεία...
Καταγράφεται και η παρότρυνση για τη συνέχιση της ταχείας υλοποίησης του ταμείου ανάκαμψης ειδικά τώρα που ωριμάζει και άρα έχει μεγάλη σημασία η επάρκεια των φορέων και σε τοπικό - περιφερειακό επίπεδο. Δίνεται επίσης έμφαση και σε μεταρρυθμίσεις που πρέπει να γίνουν και δεν περιλαμβάνονται στον σχεδιασμό του ταμείου ανάκαμψης....
Το καθαρό δημοσιονομικό κόστος των μέτρων στήριξης προβλέπεται στο 0,2% του ΑΕΠ και τα περισσότερα «δεν φαίνεται να στοχεύουν στα πιο ευάλωτα νοικοκυριά ή επιχειρήσεις και δεν διατηρούν πλήρως το σήμα των τιμών για τη μείωση της ζήτησης ενέργειας και την αύξηση της ενεργειακής απόδοσης» αναφέρεται. Ζητείται λοιπόν η «σταδιακή κατάργηση όλων των μέτρων ενεργειακής στήριξης» έως το 2024 «ξεκινώντας από τα λιγότερο στοχευμένα» και η σχετική εξοικονόμηση θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί για μειώσει το δημόσιο έλλειμμα...