Ολοένα και υψηλότερες, είναι οι προσδοκίες που καλλιεργούνται γύρω από τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, με τη Morgan Stanley να αναμένει μια συνέχιση των υψηλών ρυθμών ανάπτυξης τόσο το 2023 όσο και το 2024.
Συγκεκριμένα, η Chiara Zangarelli, οικονομολόγος του αμερικανικού οίκου αναμένει τη διατήρηση της τάσης υπεραπόδοσης έναντι της οικονομίας της Ευρωζώνης το 2023 και το 2024, τη στιγμή που η πτώση του πληθωρισμού και το θετικό πέρασμα της αύξησης του πραγματικού εισοδήματος αναμένεται να στηρίξουν την ιδιωτική κατανάλωση κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2023. Η περιοριστική νομισματική πολιτική θα επιβαρύνει αρνητικά την οικονομία, αλλά οι επενδύσεις αναμένεται να συνεχίσουν να υποστηρίζονται από την εφαρμογή του πλαισίου του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF) και από τις εισροές - ρεκόρ των άμεσων ξένων επενδύσεων. Υπό αυτό το πρίσμα, η Zangarelli, αναμένει μια αύξηση του ΑΕΠ κατά 2,5% το 2023 και κατά 2,2% το 2024, έναντι 0,7% και 1% για την Ευρωζώνη στο αντίστοιχο χρονικό διάστημα.
Όσον αφορά τις τιμές, όπως και στην υπόλοιπη Ευρωζώνη, μια διόρθωση στις τιμές των τροφίμων και της ενέργειας, αναμένεται να οδηγήσει χαμηλότερα τον πληθωρισμό στην Ελλάδα για φέτος, από το 9,6% το 2022, στο 3,6% και στο 0,5% το 2023, έναντι 5,4% και 2,3% στην Ευρωζώνη, στην αντίστοιχη χρονική περίοδο. Ο δομικός πληθωρισμός θα παραμείνει πιθανότατα αυξημένος, εξαιτίας, κυρίως, των τιμών των υπηρεσιών διασκέδασης και ψυχαγωγίας, καθώς και των ξενοδοχείων και των εστιατορίων, ενόψει μιας ακόμη ισχυρής τουριστικής περιόδου.
Ως προς το σκέλος της δημοσιονομικής προσαρμογής, η Morgan Stanley αναφέρει πως στη βάση της ισχυρής αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ, η Ελλάδα γνώρισε μια από τις πιο άμεσες δημοσιονομικές προσαρμογές στην Ευρώπη. Η χώρα κατάφερε να επιστρέψει σε πρωτογενές πλεόνασμα ήδη το 2022 και να μειώσει το δείκτη δημόσιου χρέους της, κατά 35 ποσοστιαίες μονάδες από το υψηλό του 206% που καταγράφηκε το 2020, ως απάντηση στην πανδημία του κορονοϊού.
Ως προς το τελευταίο, ο αμερικανικός οίκος αναμένει μια περαιτέρω υποχώρηση του δείκτη, έστω και με έναν πιο αργό ρυθμό. Όπως εκτιμά, η σταθερή ανάπτυξη και οι συντηρητικές δημοσιονομικές δαπάνες θα επιτρέψουν στην Ελλάδα να παρουσιάσει ένα πρωτογενές πλεόνασμα της τάξεως του 0,9% περίπου το 2023 και έως 1,5% το 2024. Επιπλέον, με τις πληρωμές τόκων να παραμένουν συγκρατημένες, δεδομένης της δομής του ελληνικού χρέους, η Zangarelli αναμένει ότι ο δείκτης δημόσιου χρέους θα μειωθεί στο 163% το 2023 και στο 153,5% το 2024. Παράλληλα, η ανεργία αναμένεται να υποχωρήσει στο 11,6% για φέτος, από 12,4% το 2022, προτού φτάσει στο 10,9% το 2024, ενώ το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών θα παραμείνει ελλειμματικό μέχρι το 2024, αλλά με δείγματα περαιτέρω αποκλιμάκωσης (6,1% και 3% του ΑΕΠ το 2023 - 2024, από 9,6% του ΑΕΠ το 2022).
Περνώντας στο κομμάτι της εγχώριας πολιτικής σκηνής, η Morgan Stanley δεν προβαίνει σε κάποιο σχολιασμό ή εκτίμηση, αναφέροντας απλώς, πως εάν η Νέα Δημοκρατία συγκεντρώσει ένα παρόμοιο ποσοστό με αυτό του πρώτου γύρου, θα μπορούσε να σχηματιστεί μια σταθερή κυβέρνηση με ισχυρή πλειοψηφία.
Συνεπώς, μια αυτοδύναμη κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας θα συνέχιζε να οδηγεί τη χώρα στην πορεία προς τη δημοσιονομική προσαρμογή και την εφαρμογή των κρίσιμων επενδυτικών και μεταρρυθμιστικών μέτρων που πλαισιώνουν το RRF. Οίκοι αξιολόγησης όπως η Moody's, σχολίασαν το αποτέλεσμα των εκλογών ως «credit positive» (πιστωτικά θετικό), με τη Morgan Stanley να θεωρεί ότι τα θεμελιώδη μεγέθη ευθυγραμμίζονται με την αναβάθμιση της Ελλάδας σε «investment grade» τους επόμενους μήνες, ενώ διατηρεί σταθερή την άποψή της, ότι κάτι τέτοιο θα μπορούσε να επιτευχθεί κατά το πρώτο εξάμηνο του 2024, εντοπίζοντας ωστόσο, μια πιθανότητα πιο άμεσης - πρόωρης ανάκτησης της επενδυτικής βαθμίδας, εάν η ανάπτυξη εκπλήξει ανοδικά σε σύγκριση με τις προσδοκίες της.