Ο Μάιος ήταν ένας μήνας που αν μη τι άλλο, έφερε στο φως ένα πραγματικό πρόβλημα τόσο για τις Κεντρικές Τράπεζες όσο και για τις Κυβερνήσεις, ειδικά στην Ευρώπη: ο ονομαστικός πληθωρισμός, όπως καταγράφεται στον Δείκτη Τιμών Καταναλωτή «πέφτει». Και μάλιστα, σε ορισμένες οικονομίες όπως η ελληνική, πέφτει με ραγδαίους ρυθμούς (2,8%). Το πρόβλημα όμως που... ακολουθεί είναι ότι την ίδια στιγμή οι καταναλωτές (και οι στατιστικές υπηρεσίες) καταγράφουν διψήφια άνοδο των τιμών για τα βασικά καθημερινά καταναλωτικά είδη, ειδικά τα τρόφιμα, τα είδη ένδυσης - υπόδησης, τα οικιακά είδη, ενώ ακολουθούν με υψηλά ποσοστά υγεία, κ.λ.π.
Και αυτό αφορά σε όλες τις βασικές οικονομίες της Ευρωζώνης: Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Ολλανδία και όχι μόνο στην Ελλάδα. Θα μπορούσε να διαπιστώσει εύκολα κανείς ότι το «φαινόμενο» αφορά κατά βάση τις ισχυρές οικονομίες της Ευρωζώνης. Η μεγάλη «πτώση» αναμφίβολα προέρχεται από την κατάρρευση των τιμών στην ενέργεια.
- ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Πληθωρισμός: «Βούλιαξαν» οι τιμές ηλεκτρισμού και φυσικού αερίου
Αλλά σύμφωνα με το στέλεχος της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΕΚΤ, Ιζαμπέλ Σνάμπελ, το «μικρόβιο» που έχει αρχίσει να λειτουργεί πλέον πίσω από αυτή την αντιφατική εμφάνιση του πληθωρισμού, παράγοντας ένα ισχυρό και επίμονο «υποκείμενο πληθωρισμό», που αποκτά διαρθρωτική διάσταση, είναι το τρίπτυχο «κέρδη – μισθοί – τιμές».
Η ερμηνευτική φόρμουλα που εισάγει η κα Σνάμπελ έχει υποκαταστήσει την κλασική φόρμουλα που αφορά την σπείρα «μισθοί – τιμές».
Είναι αξιοπρόσεκτο το ότι η ΕΚΤ είναι αυτή που εισάγει σαν πρώτο συνθετικό αυτής της πληθωριστικής σπείρας τον παράγοντα επιχειρηματικά «κέρδη», γιατί με τον τρόπο αυτό το πρόβλημα του πληθωρισμού «σιωπηρά» αλλάζει κατηγορία και από μία κατάσταση συγκυριακή (πόλεμος, ρήξεις στις αλυσίδες εφοδιασμού, κ.λ.π.), μεταβάλλεται σε διαρθρωτικό παράγοντα της οικονομίας. Βέβαια την «πρωτιά» αυτής της προσέγγισης την είχε το επιτελείο της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών και την είχε στηρίξει σε μία πολύ αξιόπιστη ανάλυση δεδομένων από ένα πολύ εκτεταμένο δείγμα στις ανεπτυγμένες οικονομίες διεθνώς. Δεν είχε όμως τυποποιηθεί σαν «μοντέλο» αναφοράς με την μορφή που το έδωσε η κα Σνάμπελ, με το κύρος της εφαρμοσμένης νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ.
- ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Τι κάνει τον πληθωρισμό που πέφτει, να... ξαναγεννιέται
Η σημασία αυτής της «τυποποίησης» πλέον έχει να κάνει με το γεγονός ότι ορίζεται μια διαφορετική ανάγνωση των κινήσεων των Κεντρικών Τραπεζών και της ΕΚΤ ειδικά. Ο πληθωρισμός σαν «διαρθρωτικό» στοιχείο σημαίνει μια πολύ πιο μακροπρόθεσμη ανάγνωση των μεταβολών στο πεδίο αυτό, σε σχέση με την «συγκυριακή» έστω και επίμονη πληθωριστική παρουσία.
Με απλά λόγια, το ζήτημα στην νομισματική πολιτική μετατίθεται από τις πράξεις αύξησης του ύψους των επιτοκίων, στο θέμα του «χρόνου» που οι οικονομίες θα χρειαστεί να... πορεύονται με αυτά. Η «ανάγνωση» αυτή με ένα διαρθρωτικά επίμονο πληθωρισμό, υποχρεώνει σε μία προσαρμογή των προσδοκιών σε ένα περιβάλλον όπου τα υψηλά επιτόκια θα παραμείνουν για καιρό, μέχρι... να πέσει και πάλι ο πληθωρισμός στο 2%.
- ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Ο ΔΤΚ «πέφτει», αλλά οι τιμές αυξάνονται (πιο αργά) και ο πληθωρισμός τιμών δεν είναι πλέον... παροδικός
Ο Μάριο Ντράγκι «ερμηνεύει» το νέο περιβάλλον
Οι δημόσιες τοποθετήσεις του Μάριο Ντράγκι πάντα αποτελούν ένα σημείο αναφοράς για τις επικείμενες εξελίξεις, πόσο μάλλον όταν πρόκειται για ομιλίες σε εξειδικευμένο κοινό, όπως η πρόσφατη τοποθέτησή του στο MIT στις ΗΠΑ.
Ο κ. Ντράγκι έκανε βασικά μια ανάλυση για το θέμα της τραπεζικής κρίσης αλλά επεκτάθηκε στην πραγματική κατάσταση στις οικονομίες (στην Ευρωζώνη) και προχώρησε στην κατανομή «ευθυνών» για την αντιμετώπιση του πληθωρισμού. Βασικό πλέον, στοιχείο των εκτιμήσεών του, ήταν η ύπαρξη υψηλών επιτοκίων μακροπρόθεσμα...
Υποστήριξε ότι «τα τρέχοντα τραπεζικά προβλήματα, δεν είναι σε καμία περίπτωση συγκρίσιμα με τη χρηματοπιστωτική κρίση (σ.σ. του 2008) και θα πρέπει να αντιμετωπιστούν με ad hoc μέτρα, όπως έχει γίνει μέχρι στιγμής... Δεδομένης της περιορισμένης κλίμακας αυτών των κρίσεων, οι κυβερνήσεις θα πρέπει να χρηματοδοτήσουν κάθε αναγκαία παρέμβαση, αποφεύγοντας τη δημιουργία "τριβών" για τις κεντρικές τράπεζες μεταξύ της επιδίωξης των στόχων της νομισματικής πολιτικής και εκείνων της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας».
Σύμφωνα με τα όσα υποστήριξε «οι κεντρικές τράπεζες θα είναι σε θέση να επαναφέρουν τον πληθωρισμό στους στόχους τους», αλλά «η οικονομία θα είναι πολύ διαφορετική από ό, τι έχουμε συνηθίσει». Οι κυβερνήσεις θα έχουν «μόνιμα υψηλότερα δημοσιονομικά ελλείμματα» καθώς «τα επιτόκια είναι πιθανό να παραμείνουν υψηλότερα μακροπρόθεσμα από ό,τι ήταν την τελευταία δεκαετία». «Ταυτόχρονα, η χαμηλή δυνητική ανάπτυξη, τα υψηλότερα επιτόκια και τα υψηλά επίπεδα χρέους μετά την πανδημία είναι ένα ευμετάβλητο κοκτέιλ και οι ανεκτικές στον πληθωρισμό κεντρικές τράπεζες δεν θα είναι η λύση...». Για να καταλήξει στο ότι «Οι κεντρικές τράπεζες πρέπει σίγουρα να είναι πολύ προσεκτικές στον αντίκτυπό τους στην ανάπτυξη, ώστε να αποφευχθούν περιττά μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Αλλά το καθήκον του ανασχεδιασμού των δημοσιονομικών πολιτικών σε αυτό το νέο πλαίσιο θα εναπόκειται πρωτίστως στις κυβερνήσεις...».
Τόσο με τα λεγόμενα της κας Σνάμπελ, στην τρέχουσα νομισματική πολιτική της ΕΚΤ, όσο και με τις αναλυτικές εκτιμήσεις του κ. Ντράγκι, οι οικονομίες της Ευρωζώνης αντιμετωπίζουν πλέον το πρόβλημα του πληθωρισμού σαν ένα διαρθρωτικό, συστημικό και εγγενές στην ίδια τη φύση των οικονομιών ζήτημα, που έχει παραχθεί σαν ενα αποτέλεσμα της πολυετούς ποσοτικής χαλάρωσης...