Μικρή ενίσχυση κατέγραψε η επιχειρηματική δραστηριότητα για τον κλάδο της ελληνικής μεταποίησης τον Ιούνιο, σύμφωνα με τους σχετικούς δείκτης PMI που καταρτίζει η S&P Global.
Ο σχετικός PMI διαμορφώθηκε στις 51,8 μονάδες έναντι 51,5 μονάδων τον Μάιο, δείχνοντας « Μέτρια ανάκαμψη της υγείας του ελληνικού μεταποιητικού τομέα, και μάλιστα ισχυρότερη από την τάση που έχει καταγραφεί στην ιστορία της έρευνας».
Αναλυτικά, στην έκθεση σημειώνεται πως «η απόδοση του ελληνικού μεταποιητικού τομέα εξακολούθησε να βελτιώνεται τον Ιούνιο.. Η συνολική ανάπτυξη ήταν μέτρια, καθώς η παραγωγή και οι νέες παραγγελίες αυξήθηκαν περαιτέρω. Η άνοδος της ζήτησης διατηρήθηκε μεταξύ των πελατών του εσωτερικού και του εξωτερικού, αλλά οι νέες παραγγελίες εξαγωγών αυξήθηκαν με ηπιότερο ρυθμό. Η μεγαλύτερη εισροή νέων παραγγελιών στήριξε έναν νέο γύρο προσλήψεων τον Ιούνιο, καθώς οι εντονότερες πωλήσεις δυσχέραναν τον ρυθμό με τον οποίο οι κατασκευαστές διεκπεραίωναν τις ανεκτέλεστες εργασίες. Παρότι οι συνθήκες ζήτησης ενισχύθηκαν, οι επιχειρήσεις μείωσαν τις αγορές εισροών τους, καθώς οι εταιρείες επεδίωξαν να χρησιμοποιήσουν τα αποθέματα ασφαλείας.
Εν τω μεταξύ, οι τιμές εισροών και οι χρεώσεις εκροών μειώθηκαν για δεύτερο συνεχή μήνα. Ωστόσο, ορισμένες αναφορές σχετικά με ελλείψεις υλικών και ευοίωνες συνθήκες ζήτησης οδήγησαν στην εξασθένηση των ρυθμών μείωσης.
Στη συνολική ανάπτυξη των Ελλήνων κατασκευαστών συνέβαλε η εντονότερη αύξηση των νέων παραγγελιών στο τέλος του δεύτερου τριμήνου. Ο ρυθμός αύξησης επιταχύνθηκε σε σύγκριση με τον αντίστοιχο που παρατηρήθηκε τον Μάιο, και ήταν, σε γενικές γραμμές, σχετικά έντονος. Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες μέλη του πάνελ ανέφεραν νέες μεγαλύτερες πωλήσεις, αυτό,
σύμφωνα με αναφορές, προήλθε από την αύξηση της ζήτησης μεταξύ των πελατών του εσωτερικού και εξωτερικού.
Οι νέες παραγγελιές εξαγωγών αυξήθηκαν για τέταρτο συνεχή μήνα, μολονότι με μόλις οριακό ρυθμό. Ο ρυθμός αύξησης επηρεάστηκε αρνητικά από ορισμένες αναφορές για διστακτικότητα των πελατών στις ευρωπαϊκές αγορές.
Παρ’ όλα αυτά, η συνεχιζόμενη αύξηση της ζήτησης οδήγησε σε πέμπτη διαδοχική μηνιαία άνοδο της παραγωγής των Ελλήνων κατασκευαστών τον Ιούνιο. Η παραγωγή αυξήθηκε με σταθερό ρυθμό, παρότι ο ρυθμός αύξησης επιβραδύνθηκε καταγράφοντας χαμηλό τεσσάρων μηνών. Ορισμένες εταιρείες απέδωσαν επίσης την αύξηση στη διαφοροποίηση των προϊόντων, η οποία οδήγησε στην απόκτηση νέων πελατών.
Ταυτόχρονα, οι Έλληνες παραγωγοί αγαθών κατέγραψαν περαιτέρω μείωση του κόστους εισροών και των χρεώσεων εκροών τον Ιούνιο. Ωστόσο, οι ρυθμοί μείωσης επιβραδύνθηκαν σε σύγκριση με τους αντίστοιχους που παρατηρήθηκαν τον Μάιο, καθώς κάποια πίεση στην επιβάρυνση κόστους προήλθε από τις ελλείψεις υλικών, οι οποίες, σύμφωνα με αναφορές, ήταν η αιτία της νέας επιδείνωσης της απόδοσης των προμηθευτών. Παρ' όλα αυτά, οι λειτουργικές δαπάνες μειώθηκαν λόγω του χαμηλού κόστους ενέργειας και
μεταφορών. Η μείωση των τιμών πώλησης ήταν οριακή, καθώς το ευνοϊκό περιβάλλον ζήτησης επέτρεψε σε ορισμένες εταιρείες να μετακυλίσουν
προηγούμενες αυξήσεις κόστους στους πελάτες τους.
Λόγω ορισμένων ελλείψεων υλικών που αναφέρθηκαν και μιας νέας μείωσης της απόδοσης των προμηθευτών, οι εταιρείες περιόρισαν τις αγορές εισροών τους τον Ιούνιο. Πολλοί ανέφεραν τις προσπάθειες μείωσης των αποθεμάτων ασφαλείας, καθώς τα αποθέματα προμηθειών και ετοίμων προϊόντων υποχώρησαν με τον ταχύτερο ρυθμό που έχει καταγραφεί σε διάστημα πέντε και οκτώ μηνών, αντίστοιχα.
Οι αυξημένες νέες παραγγελίες προκάλεσαν έναν νέο γύρο δημιουργίας θέσεων εργασίας στις εγκαταστάσεις των Ελλήνων κατασκευαστών τον Ιούνιο. Οι εταιρείες επεδίωξαν να ενισχύσουν την παραγωγική ικανότητα λόγω της βραδύτερης μείωσης του όγκου αδιεκπεραίωτων εργασιών που έχει καταγραφεί σε διάστημα μεγαλύτερο του ενός έτους. Ο ρυθμός αύξησης των επιπέδων απασχόλησης ήταν σε γενικές γραμμές σταθερός και επιταχύνθηκε από τον αντίστοιχο που παρατηρήθηκε τον Μάιο.
Οι προσδοκίες των Ελλήνων κατασκευαστών ως προς την παραγωγή παρέμειναν αισιόδοξες στο τέλος του δεύτερου τριμήνου. Οι προβλέψεις για μεγαλύτερη παραγωγή μέσα στο επόμενο έτος υποστηρίχθηκαν από τις θετικές εξελίξεις σχετικά με τα κυβερνητικά προγράμματα χρηματοδότησης και τις ελπίδες για νέα ενίσχυση των συνθηκών ζήτησης σε παγκόσμιο επίπεδο. Ωστόσο, ο βαθμός εμπιστοσύνης υποχώρησε καταγράφοντας χαμηλό πέντε μηνών, λόγω των ανησυχιών σχετικά με τη ζήτηση από τους πελάτες της Ευρώπης