Ανάπτυξη έως και 2,3% «βλέπει» για το 2023 το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής στα πλαίσια της έκθεσης Α’ τριμήνου, με τον ρυθμό να διαμορφώνεται στο 2,2% στο 2024, καθώς επιστρέφουμε σε φυσιολογικούς ρυθμούς μεγέθυνσης μετά από την διετία των έντονων αναταραχών 2020-2022. Το τέλος της προεκλογικής αβεβαιότητας είναι η απαραίτητη συνθήκη για την επιστροφή στην κανονικότητα με την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας σε συνδυασμό με την αξιοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, σύμφωνα με την έκθεση. Δεν λείπουν ωστόσο οι «αστερίσκοι» και οι επισημάνσεις που χρήζουν προσοχής, και αφορούν κατά κύριο λόγο στις «επιπλοκές» του πληθωρισμού.
Στο βασικό σενάριο της Έκθεσης, αναμένεται ανάπτυξη 2,2% για το 2023 και για το 2024, ενώ στο «θετικό», αυτό της ανάκτησης της επενδυτικής βαθμίδας, η ανάπτυξη 2,3% φέτος μπορεί να αγγίξει ακόμα και το 2,7% στο επόμενο έτος.
Δημοσιονομική βελτίωση
Συνολικά η εικόνα της χώρας στην έκθεση Α’ τριμήνου εμφανίζεται ανθηρή. Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της περιόδου Ιανουαρίου-Απριλίου παρουσίασε αισθητή βελτίωση κατά 3 περίπου δισ. ευρώ σε σχέση με πέρυσι στα 5,6 δισ. από 8,6 δισ., ωστόσο παραμένει υψηλότερο από το 2021, στα 4,9 δισ.
Αντιστοίχως θετική είναι και η εικόνα στην αγορά εργασίας με το ποσοστό ανεργίας του Μαΐου να διαμορφώνεται στο 10,8%, μειωμένο κατά σχεδόν 2 μονάδες σε σχέση με τον Μάιο του 2022 και με την απασχόληση αυξημένη κατά 1,1%. Οι ονομαστικές αμοιβές αυξήθηκαν στο πρώτο τρίμηνο κατά 5,5% σε ετήσια βάση.
Επιπλέον, η δημοσιονομική εικόνα του α’ τετραμήνου του έτους είναι βελτιωμένη σε σχέση με πέρυσι, κατά σχεδόν από 2,5 δισ. ευρώ, κατά κύριο λόγο από την υπέρβαση των φορολογικών εσόδων σε σχέση με τα περσινά επίπεδα και τις προβλέψεις του Προϋπολογισμού.
Στην εικόνα προστίθεται η σημαντική αποκλιμάκωση των αποδόσεων των δεκαετών ομολόγων του ελληνικού δημοσίου, που ξεκίνησε από τα μέσα Απριλίου, οδηγώντας τις αποδόσεις σε 40 μ.β. κάτω από τους ιταλικούς τίτλους και μόλις 35 μ.β. πάνω από τους ισπανικούς.
Ο πληθωριστικός πυρήνας «εμμένει»
Από πλευράς πληθωρισμού, το γραφείο προβλέπει σε κάθε σενάριο ρυθμό αύξησης 4,6% φέτος και 2,3% το 2024, ενώ επισημαίνεται η πρόοδος που επιτυγχάνεται στην αποκλιμάκωση των τιμών.
Ωστόσο, το καμπανάκι χτυπά για τον πυρήνα του πληθωρισμού ο οποίος εμφανίζεται, σε διεθνές επίπεδο, αλλά και στην Ελλάδα, να επιμένει, καθώς ανέρχεται στο 8,1% από 4,8% πέρυσι, φέρνοντας «πιο κοντά» νέες αυξήσεις επιτοκίων.
Έντονη διαφοροποίηση παρουσιάζεται και σε επιμέρους κατηγορίες αγαθών και υπηρεσιών. Ενδεικτικά, στην κατηγορία των τροφίμων η μείωση είναι οριακή, από 12,3% σε 11,4%, στην κατηγορία της ένδυσης και υπόδησης παρουσιάζει αύξηση από 5% σε 12,2% ενώ στην κατηγορία της στέγασης βρίσκεται σε αρνητική περιοχή, στο -13,3% από 36,1% πέρυσι (λόγω της μείωσης των τιμών ενέργειας). Εκτιμάται πως η διατήρηση του υψηλού πληθωρισμού κάποιων βασικών αγαθών, όπως τα τρόφιμα, επιβαρύνει το κόστος διαβίωσης των πιο ευάλωτων νοικοκυριών, καθώς μεγάλο μέρος του εισοδήματός τους δαπανάται σε τρόφιμα, και καθιστά απαραίτητη τη διατήρηση των έκτακτων εισοδηματικών ενισχύσεων με το ανάλογο δημοσιονομικό κόστος.
Διαβάστε επίσης:
- SOS Κομισιόν για πληθωρισμό λόγω κερδών επιχειρήσεων και «εισαγόμενης» ακρίβειας - Αγκάθι η αδύναμη εγχώρια παραγωγή
- Οι καιροί στην οικονομία αλλάζουν γρήγορα
Ο πληθωρισμός «απληστίας»
Με τον πληθωρισμό κατά νου ως καταλύτη για τις εξελίξεις, το Γραφείο υπογραμμίζει τα ευρήματα πρόσφατης έρευνας του ΔΝΤ σύμφωνα με τα οποία ο πληθωρισμός της Ευρωζώνης από τις αρχές του 2022 οφείλεται κατά 45% στα υψηλότερα επιχειρηματικά κέρδη, κατά 40% στις τιμές εισαγωγών και κατά μόλις 25% στην αύξηση των μισθών, ενώ η φορολογία είχε αρνητική επίδραση, ένα φαινόμενο που χαρακτηρίζεται ως greedflation ή πληθωρισμός «απληστίας» και θέτει νέα διλήμματα για την αντιμετώπισή του.
Εν αντιθέσει με τις επικρατούσες ανησυχίες για τις επιδράσεις των μισθολογικών αυξήσεων στον πληθωρισμό και τον φόβο ενός σπιράλ, σύμφωνα με την έκθεση τριμήνου τώρα εμφανίζεται πως αυτό που «αμφισβητεί» περισσότερο την αποτελεσματικότητα της νομισματικής πολιτικής είναι τα υψηλά περιθώρια των επιχειρηματικών κερδών, με το Γραφείο να επισημαίνει πως χωρίς μείωση τους, η επιστροφή του πληθωρισμού στο επίπεδο του 2% θα απαιτήσει περισσότερο χρόνο και υψηλότερα επιτόκια, με τις ανάλογες αρνητικές συνέπειες στην ευρύτερη οικονομική δραστηριότητα.
Οι επιπτώσεις από την αποκλιμάκωση σε χρέος και φορολογικά έσοδα
Επιπλέον, δίπλα στα προφανή θετικά αποτελέσματα από την αποκλιμάκωση των πληθωριστικών πιέσεων, στην Έκθεση σημειώνονται και ενδεχόμενες αρνητικές επιπτώσεις. Και αυτό γιατί στη διάρκεια του προηγούμενου έτους, το δημόσιο χρέος της Γενικής Κυβέρνησης αυξήθηκε οριακά κατά 3 περίπου δισ. ευρώ σε ονομαστικούς όρους (από 353,5 δισ. σε 356,3 δισ.) αλλά μειώθηκε εντυπωσιακά κατά πάνω από 23 ποσοστιαίες μονάδες σαν ποσοστό του ΑΕΠ (από 194,6% σε 171,3%), με την θετική αυτή εξέλιξη να προέρχεται από τη διαφορά μεταξύ του ρυθμού αύξησης του χρέους και του ονομαστικού ρυθμού μεγέθυνσης.
Από το παραπάνω συνάγεται, πως θα είναι σημαντικές οι δημοσιονομικές επιπτώσεις της αποκλιμάκωσης του πληθωρισμού κατά το τρέχον έτος καθώς θα περιοριστεί η ευνοϊκή επίδραση στο δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ, ενώ, επιπρόσθετα, η αποκλιμάκωση του μέσου πληθωρισμού θα επιβραδύνει και την αύξηση των φορολογικών εσόδων, κυρίως εκείνων που ακολουθούν τις αυξήσεις των τιμών, όπως ο ΦΠΑ.