Αντιμέτωπο με μεγάλες «φουρτούνες» βρίσκεται και το 2023 το ελληνικό ψάρι, επιχειρώντας να επιδείξει αντοχές κόντρα στα… θολά νερά πληθώρας προκλήσεων μέσα στα οποία καλείται να κολυμπήσει.
Όπως προκύπτει από τα προσωρινά στοιχεία του πρώτου εξαμήνου του τρέχοντος έτους, τα οποία παρουσιάζονται στην 9η ετήσια έκθεση υδατοκαλλιέργειας την οποία εκδίδει η Ελληνική Οργάνωση Παραγωγών Υδατοκαλλιέργειας (ΕΛΟΠΥ), το 2023 εκτιμάται πως η ελληνική παραγωγή τσιπούρας και λαβρακιού θα κυμανθεί στους 125.000 τόνους. Ωστόσο φέτος έχει γίνει εμφανής η απώλεια της αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών σε βασικές αγορές στην Ε.Ε. και η στροφή τους σε φτηνότερα προϊόντα, επηρεάζοντας την πορεία των ελληνικών εξαγωγών, η οποία παρουσιάζει πτωτική τάση.
Ταυτόχρονα παρατηρούνται διακυμάνσεις στις τιμές, ιδίως για την τσιπούρα, γεγονός που αναμένεται να συγκρατήσει την αναπτυξιακή πορεία του κλάδου. Όπως είχε αποκαλύψει μάλιστα τον Φεβρουάριο του 2023, ο πρόεδρος της Ελληνικής Οργάνωσης Παραγωγών Υδατοκαλλιέργειας, Απόστολος Τουραλιάς, αγορά – στόχος του ελληνικού ψαριού για φέτος έχει οριστεί η αμερικανική αγορά.
Σύμφωνα με την ΕΛΟΠΥ, δεν είναι σαφές πότε θα ισορροπήσει η αγορά και ποιες θα είναι οι επιπτώσεις στην ελληνική ιχθυοκαλλιέργεια καθώς όλα θα εξαρτηθούν από τη διάρκεια και την ένταση της τρέχουσας κρίσης. Ωστόσο, στην παρούσα φάση οι εταιρείες του κλάδου διερευνούν όλες τις πιθανές λύσεις για την συγκράτηση του κόστους παραγωγής και την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και της ανθεκτικότητας τους.
Στα «δίχτυα» των προκλήσεων μπλέχτηκε και το 2022 το ελληνικό ψάρι
Σύμφωνα με την έκθεση, το 2022 ήταν μια ιδιαίτερη χρονιά διότι αν και επανήλθε η κατανάλωση στα επίπεδα προ της πανδημίας, ο κλάδος βρέθηκε απέναντι σε προκλήσεις όπως η πρωτοφανής ενεργειακή κρίση και οι επιπτώσεις της σε όλη την παραγωγική και εφοδιαστική αλυσίδα, ο παρατεταμένος πόλεμος στην Ουκρανία, η ραγδαία αύξηση του κόστους παραγωγής, η αύξηση των επιτοκίων και οι εντονότερες πληθωριστικές πιέσεις που έχουν καταγραφεί από τη δεκαετία του 1970.
Σε αυτό το περιβάλλον, οι εταιρείες του κλάδου κατόρθωσαν να διατηρήσουν την παραγωγή τους και να εφοδιάσουν με επιτυχία τις αγορές.
Αύξηση του κόστους παραγωγής κατά 10% ανά κιλό παραγωγής
Σε βασικό ζήτημα του 2022 αναδείχθηκαν οι ανατιμήσεις οι οποίες συνεχίστηκαν σε όλες τις εισροές της παραγωγικής διαδικασίας με αποτέλεσμα την αύξηση του κόστους παραγωγής ανά κιλό προϊόντος κατά 10%. Η σημαντικότερη επιβάρυνση προέκυψε από την αύξηση της τιμής των πρώτων υλών που χρησιμοποιούνται για την παρασκευή ιχθυοτρόφων η οποία κυμάνθηκε στα 1,45 ευρώ το κιλό.
Σε 137.000 τόνους ανήλθε η παραγωγή
Το 2022 ο όγκος παραγωγής ψαριών μεσογειακής ιχθυοκαλλιέργειας ανήλθε σε 137.000 τόνους αξίας 744 εκατ. ευρώ, παρουσιάζοντας αύξηση 1% ως προς τον όγκο και 14% ως προς την αξία πωλήσεων σε σχέση με το προηγούμενο έτος (135.107 τόνοι αξίας 652,45 εκατ. ευρώ). Η τσιπούρα και το λαβράκι αποτελούν το 92% της παραγωγής και το υπόλοιπο 8% αποτελείται από άλλα μεσογειακά είδη όπως ο κρανιός και το βραχύπτερο φαγκρί.
Πιο συγκεκριμένα, η παραγωγή τσιπούρας και λαβρακιού ανήλθε σε 126.700 τόνους (72.700 τόνοι τσιπούρας και 54.000 τόνοι λαβρακιού) συνολικής αξίας σχεδόν 692 εκατ. ευρώ. Σε σχέση με το 2021 παρατηρείται οριακή αύξηση σχεδόν 1% ως προς τον όγκο παραγωγής και 14,5% ως προς την αξία πωλήσεων. Σε σχέση με το 2021, η παραγωγή τσιπούρας σημείωσε οριακή μείωση 0,5% ως προς τον όγκο αλλά αύξηση 6% ως προς την αξία πωλήσεων ενώ το λαβράκι αύξηση κατά 2,9% ως προς τον όγκο και 24% ως προς την αξία πωλήσεων. Μόνο την τελευταία δεκαετία η παραγωγή τσιπούρας και λαβρακιού αυξήθηκε κατά 9,2%.
Αύξηση 4% των εξαγωγών
Σε επίπεδο πωλήσεων, οι εξαγωγές κατέγραψαν μια ανοδική πορεία το πρώτο εννεάμηνο του έτους, παρουσιάζοντας αύξηση που ξεπερνούσε το 15% σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Τον Σεπτέμβριο όμως ανακόπηκε αυτή η πορεία και ξεκίνησε η καταγραφή μιας οριακής πτώσης των εξαγωγών. Συνολικά το 2022 οι εξαγωγές αυξήθηκαν σχεδόν 4% ξεπερνώντας τους 104.000 τόνους. Το 82% της παραγωγής διατέθηκε στην Ε.Ε. και σε τρίτες χώρες, ενώ το υπόλοιπο 18% στην εγχώρια αγορά. Κυριότερες αγορές για το ελληνικό ψάρι ιχθυοκαλλιέργειας παραμένουν παραδοσιακά η Ιταλία, η Ισπανία και η Γαλλία.
Σύμφωνα πάντα με την ΕΛΟΠΥ και παρά τον αυξημένο ανταγωνισμό, βελτιωμένες ήταν οι τιμές και για τα δυο είδη της ελληνικής υδατοκαλλιέργειας καθ’ όλη την διάρκεια του 2022 καθώς η μέση τιμή για την τσιπούρα διαμορφώθηκε στα 4,8 ευρώ το κιλό (+3%) και για το λαβράκι στα 6,3 ευρώ το κιλό (+19%).
Παραμένει ο ανταγωνισμός από την Τουρκία
Έντονος ήταν και ο ανταγωνισμός από την Τουρκία καθώς εκτός από την σημαντικά αυξημένη παραγωγή της, η υποτίμηση της λίρας κατέστησε πολύ ανταγωνιστικά τα προϊόντα της και βοήθησε στην διείσδυση στις αγορές.
Όπως πολλάκις έχει αναφέρει ο κ. Τουραλιάς, την ώρα που η Ελλάδα παράγει 130 χιλ. τόνους ψαριού ετησίως, τα ποσοστά της Τουρκίας ανέρχονται σε διπλάσια επίπεδα, με την παραγωγή τους να φτάνει σήμερα τις 280 χιλ. τόνους.
Μικρή πρόοδος στις θεσμικές μεταρρυθμίσεις
Ως προς τις θεσμικές μεταρρυθμίσεις και τις στρατηγικές προτεραιότητες που τέθηκαν από το 2014 στο Πολυετές Εθνικό Στρατηγικό Σχέδιο για την ανάπτυξη των υδατοκαλλιεργειών, το 2022 σημειώθηκε μικρή πρόοδος. Σε σχέση με την ολοκλήρωση του ειδικού χωροταξικού σχεδιασμού των υδατοκαλλιεργειών, το 2022 ιδρύθηκε μόλις μια Περιοχή Οργανωμένης Ανάπτυξης των Υδατοκαλλιεργειών (ΠΟΑΥ). Συνολικά έχουν ιδρυθεί από το 2011, μόλις έξι από τις 23 ΠΟΑΥ, περιλαμβανομένης και αυτήν που ιδρύθηκε τον Μάρτιο 2023. Παρά τις διαδοχικές παρατάσεις πουέχουν δοθεί, το χωροταξικό των υδατοκαλλιεργειών εξακολουθεί να παρουσιάζει καθυστερήσεις υποβαθμίζοντας την αναπτυξιακή προοπτική, τον εξορθολογισμό της παραγωγικής διαδικασίας αλλά και την εμπιστοσύνη των επενδυτών.
Όσον αφορά στο καθεστώς αδειοδότησης και λειτουργίας των μονάδων υδατοκαλλιέργειας, παραμένει σε εκκρεμότητα η εκτελεστική πράξη του Ν. 4282/2014 που προβλέπει την διαδικασία ίδρυσης νέων μονάδων εντός των ΠΟΑΥ. Όσο για το Επιχειρησιακό Πρόγραμμα Αλιείας και Θάλασσας 2014 – 2020, το 2022 παρουσίασε βελτιωμένη απορροφητικότητα καθώς πληρώθηκαν συνολικά επιπλέον 68,7 εκατ. ευρώ εκ των οποίων τα 13,2 εκατ. ευρώ κυρίως για την υλοποίηση των σχεδίων παραγωγικών επενδύσεων υδατοκαλλιέργειας. Η απορροφητικότητα του προγράμματος έφτασε το 2022 σχεδόν στο 54%.
Αξίζει επίσης να σημειωθεί πως το 2022 ολοκληρώθηκαν οι διαβουλεύσεις με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και εγκρίθηκαν το Πολυετές Εθνικό Στρατηγικό Σχέδιο για την Ανάπτυξη των Υδατοκαλλιεργειών για τη νέα προγραμματική περίοδο 2021-2030 και το Πρόγραμμα Αλιείας, Θάλασσας και Υδατοκαλλιέργειας 2021 – 2027.
Μικρομεσαίες και οικογενειακές επιχειρήσεις το 63% του κλάδου
Το 2022 δραστηριοποιήθηκαν 73 εταιρείες και όμιλοι με 285 μονάδες (πλωτές εγκαταστάσεις) εκτροφής θαλάσσιων μεσογειακών ιχθύων. Το 63% των εταιρειών είναι μικρομεσαίες και οικογενειακές εταιρείες με παράγωγη έως 500 τόνους ετησίως. Σχεδόν το 78% των μονάδων είναι χωροθετημένες σε τρεις αποκεντρωμένες διοικήσεις και συγκεκριμένα της Πελοποννήσου – Δυτικής Ελλάδας και Ιονίου, της Θεσσαλίας – Στερεάς Ελλάδας και του Αιγαίου. Σε αυτές τις τρεις αντιστοιχεί σχεδόν το 87% των μισθωμένων εκτάσεων και εκτρέφεται σχεδόν το 82% της ελληνικής παραγωγής.
Σε περιφερειακό επίπεδο, ο κλάδος έχει παρουσία στις 11 από τις 13 περιφερειακές ενότητες της χώρας και δημιουργεί χιλιάδες θέσεις εργασίας. Αυτές είναι οι Περιφερειακές Ενότητες Εύβοιας, Δωδεκανήσου, Αιτωλοακαρνανίας, Κεφαλονιάς, Φθιώτιδας, Θεσπρωτίας, Αττικής, Αργολίδας, Κορίνθου, Χίου και Πρέβεζας, καθώς λειτουργούν τοπικά πάνω από 10 μονάδες. Στις υπόλοιπες περιφερειακές ενότητες είναι αδειοδοτημένες λιγότερες από 10 μονάδες. Ωστόσο υπάρχουν περιφερειακές ενότητες όπου αν και οι αδειοδοτημένες μονάδες είναι λιγότερες από 10, ο όγκος παραγωγής είναι μεγάλος (π.χ. Φωκίδα, Μυτιλήνη, κλπ).
Με 23 μέλη η ΕΛΟΠΥ
Με στόχο την αειφόρα ανάπτυξη της ελληνικής ιχθυοκαλλιέργειας και των μελών της, η ιδιωτική μη κερδοσκοπική Ελληνική Οργάνωση Παραγωγών Υδατοκαλλιέργειας (ΕΛΟΠΥ), ιδρύθηκε το 2016, όταν τα πρώτα 21 μέλη αποφάσισαν να ενώσουν τις δυνάμεις τους και να υποστηρίξουν με δικούς τους πόρους τη δημιουργία εθνικής ταυτότητας για τα προϊόντα της παραγωγής τους και την προώθηση τους σε επιλεγμένες αγορές. Σήμερα, η ΕΛΟΠΥ αποτελείται από 23 μέλη η παραγωγή των οποίων αντιπροσωπεύει περίπου το 80% της ελληνικής ιχθυοκαλλιέργειας. Παράλληλα του σύνθετου πλέγματος δράσεων προώθησης, η ΕΛΟΠΥ παρέχει πολύπλευρη υποστήριξη και οφέλη στα μέλη της όσον αφορά στη συνεργασία, υποστήριξη, ενημέρωση, δικτύωση, ανάπτυξη, εκπαίδευση, συλλογικότητα, πρόοδο, επίλυση προβλημάτων, επικοινωνία με τους κρατικούς φορείς και πολλά άλλα. Τα φρέσκα ελληνικά ψάρια που παράγουν τα Μέλη της ΕΛΟΠΥ χαρακτηρίζονται από τη συλλογική σήμανση Fish from Greece.