Κλιμάκια των τραπεζών, του Χρηματιστηρίου, της Κομισιόν, εταιρειών και κυβερνητικούς αξιωματούχους στην Αθήνα, επισκέφθηκαν στελέχη της Bank of America, ώστε να λάβουν και να αποκωδικοποιήσουν τα πρώτα μηνύματα από την πορεία και τις προοπτικές της οικονομίας και της αγοράς.
Σύμφωνα με τους αναλυτές του αμερικανικού οίκου, η οικονομία συνέχισε να υπεραποδίδει έναντι των υπόλοιπων χωρών της Ευρωζώνης, με την αναπτυξιακή δυναμική να υπερβαίνει των εκτιμήσεων του consensus και της κυβέρνησης. Ο οίκος αναμένει ότι η Ελλάδα θα συνεχίσει να αναπτύσσεται ταχύτερα από την Ευρωζώνη, με τους κινδύνους να εξακολουθούν να δείχνουν για υψηλότερα επίπεδα. Μια μακροχρόνια υστέρηση στην ανάκαμψη από την προ - πανδημίας κρίση, σε μια οικονομία λιγότερο ευαίσθητη στα υψηλά επιτόκια, μετά την ισχυρή απομόχλευση κατά την προηγούμενη δεκαετία, η πολιτική σταθερότητα, οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και οι ισχυρές επιδόσεις στον τουρισμό ειδικότερα, συνέβαλαν σε αυτή τη τάση υπεραπόδοσης.
Ως αποτέλεσμα, τα έσοδα του κράτους συνέχισαν επίσης να υπεραποδίδουν, επιτρέποντας στην κυβέρνηση να ξεπεράσει εύκολα τους δημοσιονομικούς της στόχους. Με την ονομαστική αύξηση του ΑΕΠ να υπερβαίνει κατά πολύ των προβλέψεων του προϋπολογισμού, η κυβέρνηση κατάφερε να επιστρέψει σε δημοσιονομικά πρωτογενή πλεονάσματα πέρυσι, με το ισοζύγιο να αναμένεται να συνεχίσει να βελτιώνεται φέτος και το επόμενο έτος.
Αυτό συμβαίνει παρά τις σημαντικές νέες δαπάνες από απροσδόκητα, σοβαρά «σοκ», συμπεριλαμβανομένης της απότομης αύξησης των τιμών ενέργειας πέρυσι και των φυσικών καταστροφών που υπήρξαν από τις πυρκαγιές και τις πλημμύρες σε αρκετές περιοχές φέτος.
Όπως αναφέρει η BofA, η πολιτική σταθερότητα έχει διατηρηθεί και η κυβέρνηση είναι αρκετά ισχυρή μετά την πρόσφατη εκλογική της επικράτηση. Το κυβερνών κόμμα της Νέας Δημοκρατίας τα πήγε πολύ καλύτερα από ότι ανέμεναν οι δημοσκοπήσεις και οι τελευταίες δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι παραμένει το κυρίαρχο κόμμα. Από την άλλη, το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ο ΣΥΡΙΖΑ, εξέλεξε νέο πρόεδρο και σχεδιάζει ένα συνέδριο σύντομα για να καθορίσει τη γραμμή που θα χαράξει.
«Όλοι όσοι συναντήσαμε, καθώς και οι επενδυτές που συμμετείχαν στο ταξίδι μας, ανησυχούσαν για την παγκόσμια οικονομία και τα πιθανά σενάρια «προσγείωσης» της οικονομίας. Η Ελλάδα παραμένει αρκετά εκτεθειμένη στις παγκόσμιες αγορές και τα ελληνικά assets μπορεί να αντιμετωπίσουν ένα «liquidity squeeze» κατά τη διάρκεια ενός ευρύτερου sell off. Αν και δεν είναι το βασικό σενάριο, μια ύφεση στην Ευρωζώνη σε ένα σενάριο στο οποίο τα επιτόκια παραμένουν υψηλά για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος του πληθωρισμού, θα επηρεάσει επίσης την ελληνική οικονομία», όπως τονίζουν οι αναλυτές του οίκου.
Ο εφησυχασμός αποτελεί πάντα έναν κίνδυνο μετά από ένα χρονικό διάστημα ισχυρών επιδόσεων. Η ελληνική κυβέρνηση σε αυτό το σημείο είναι αποφασισμένη να συνεχίσει τις μεταρρυθμιστικές της προσπάθειες και θεωρεί ότι οι τελευταίες εκλογές της έδωσαν μια ισχυρή πολιτική εντολή. Πολλές βασικές και δομικές μεταρρυθμίσεις αποτελούν επίσης προϋπόθεση για την άντληση κεφαλαίων από το RRF. «Παρόλα αυτά, δεδομένης της εμπειρίας της Ελλάδας, θα περιμέναμε ότι οι επενδυτές θα παραμείνουν σε εγρήγορση για τυχόν ενδείξεις ότι η αποφασιστικότητα της πολιτικής μπορεί να εξασθενεί ή, πολύ χειρότερα, να κινείται σε λάθος κατεύθυνση», σύμφωνα με τη BofA.
Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της Ελλάδας παραμένει υψηλό. Αυξήθηκε απότομα από ένα πολύ χαμηλό επίπεδο κατά τη διάρκεια της πανδημίας, στο 10,2% του ΑΕΠ μέχρι το τέλος του 2022. Έχει βελτιωθεί στο 7,9% του ΑΕΠ μέχρι στιγμής φέτος, γεγονός που είναι ενθαρρυντικό. Οι προσανατολισμένες προς τις εξαγωγές επενδύσεις, υπό το πρίσμα του RRF, αναμένεται επίσης να έχουν υποστηρικτικό ρόλο μακροπρόθεσμα, με την Ελλάδα να μην υποφέρει πλέον από την ανταγωνιστικότητα των τιμών, όπως συνέβαινε πριν από την ελληνική κρίση. Το ΔΝΤ αναμένει επίσης μια σταδιακή βελτίωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών τα επόμενα χρόνια. Ωστόσο, είναι απαραίτητες οι διαρκείς μεταρρυθμίσεις για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας μακροπρόθεσμα.
Παράλληλα, η αποχώρηση του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας από τις τράπεζες θα μπορούσε να αποδειχθεί μια πρόκληση. Ο στόχος είναι να ολοκληρωθεί η διαδικασία και να αποχωρήσει το ΤΧΣ μέχρι τα τέλη του 2025. Όπως αναφέρει στη στρατηγική του «το Ταμείο θα καταβάλει όλες τις εύλογες προσπάθειες για να διαθέσει όλες τις θέσεις του στις ελληνικές συστημικές τράπεζες πριν από την ημερομηνία λήξης του, με ομαλό τρόπο, σύμφωνα με τον στόχο του να διατηρήσει τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, ενώ παράλληλα θα διασφαλίζει στην αγορά ότι θα λάβει ένα «fair value». «Συμφωνούμε πλήρως με τη στρατηγική ότι η πώληση των συμμετοχών του Ταμείου θα προσφέρει επίσης σημαντικά οφέλη στην ελληνική οικονομία στο σύνολό της, αυξάνοντας το free float των τραπεζών κάτι που θα ενισχύσει περαιτέρω τη ρευστότητα και την αποτελεσματικότητα των αγορών, παρέχοντας περισσότερες ευκαιρίες για άμεσες ξένες επενδύσεις στον εγχώριο τραπεζικό κλάδο και αποδεικνύοντας την πρόοδο προς την κατεύθυνση της πλήρους ιδιωτικοποίησης. Η αποχώρηση ωστόσο του Ταμείου με «ομαλό τρόπο» θα μπορούσε να αποτελέσει μια πρόκληση αναλόγως και των παγκόσμιων συνθηκών που θα επικρατήσουν στις αγορές» σημειώνουν οι αναλυτές.
Σύμφωνα με τη BofA, παρά το γεγονός ότι οι ελληνικές τράπεζες έχουν μειώσει τους δείκτες NPLs σε χαμηλά ποσοστά, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια παραμένουν στην ελληνική οικονομία και έχουν μεταφερθεί στο μη τραπεζικό χρηματοπιστωτικό σύστημα. Η πρόοδος του κλάδου τα τελευταία χρόνια είναι εντυπωσιακή και ο στόχος είναι η περαιτέρω μείωση των παραπάνω δεικτών, οι οποίοι παραμένουν αρκετά υψηλότερα έναντι των ευρωπαϊκών. Ωστόσο, αυτά τα «κόκκινα δάνεια» παραμένουν στο σύστημα. «Θα χρειαστεί χρόνος για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα, αλλά οι μεταρρυθμίσεις για τη διευκόλυνση αυτής της διαδικασίας θα είναι σημαντικές», όπως σχολιάζει ο οίκος.
Ως προς τα ομόλογα, οι αναλυτές επισημαίνουν πως διαπραγματεύονται αρκετά θετικά σε σχέση με την πιστοληπτική τους διαβάθμιση και την πορεία των υπολοίπων, υποδεικνύοντας ότι οι επενδυτές ήδη προεξοφλούν τα θετικά μακροοικονομικά και τη δυνατότητα για σημαντικές ροές από ξένους θεσμικούς, μόλις η χώρα ανακτήσει το καθεστώς της επενδυτικής βαθμίδας. «Ενθαρρυμένοι από τη μειωμένη ευαισθησία στις παγκόσμιες διακυμάνσεις των on - off κινδύνων, πιστεύουμε ότι υπάρχουν περαιτέρω περιθώρια υπεραπόδοσης των ελληνικών ομολόγων. Το υπουργείο Οικονομικών μπορεί να διατηρήσει την εκδοτική δραστηριότητα καιροσκοπικά, συγχρονίζοντας τα γεγονότα προσφοράς γύρω από περιόδους ισχυρής ζήτησης. Το PEPP της ΕΚΤ και τα έως και 16 δισ. ευρώ ροών από το rebalancing των δεικτών ομολόγων το επόμενο έτος μπορεί να είναι υποστηρικτικά για την εγχώρια καμπύλη των ομολόγων. Η χαμηλή ζήτηση από τις εγχώριες τράπεζες και τα επακόλουθα της αποπληρωμής της γραμμής TLTRO είναι πιθανότατα ο βασικός ορατός κίνδυνος βραχυπρόθεσμα, ιδίως για τις χαμηλότερες διάρκειας λήξεις», σύμφωνα με τη BofA.