Στο «στόχαστρο» της αμερικανικής κυβέρνησης έχουν μπει ναυτιλιακές εταιρείες για τις οποίες υπάρχουν υποψίες πως μεταφέρουν ρωσικό πετρέλαιο, το οποίο πωλείται σε τιμές άνω των 60 δολαρίων το βαρέλι που είναι και το πλαφόν που έχει τεθεί στις ρωσικές εξαγωγές πετρελαίου μέσω θαλάσσης στο πλαίσιο των κυρώσεων για την εισβολή στην Ουκρανία.
Όπως αποκάλυψε το Reuters η αρμόδια υπηρεσία του υπουργείου Οικονομικών των ΗΠΑ έστειλε επιστολές σε 30 εταιρείες που έχουν ή διαχειρίζονται πετρελαιοφόρα ζητώντας εξηγήσεις για περίπου 100 πλοία για τα οποία υπάρχουν ενδείξεις πως σπάνε το πλαφόν. Σύμφωνα με πληροφορίες στους παραλήπτες περιλαμβάνονται και εταιρείες ελληνικών συμφερόντων πράγμα απόλυτα φυσικό όπως εξηγούν στελέχη της αγοράς, καθώς πάνω από οι Έλληνες πλοιοκτήτες ελέγχουν πάνω από το 30% του παγκόσμιου στόλου πετρελαιοφόρων σε όρους χωρητικότητας.
Η ομάδα των G7 με πρωτοβουλία των ΗΠΑ έθεσαν σε ισχύ το πλαφόν των 60 δολαρίων στο ρωσικό πετρέλαιο τον περασμένο Δεκέμβριο με στόχο να μειώσουν τα έσοδα της Ρωσίας, τα οποία κατευθύνονται σε μεγάλο βαθμό στον πόλεμο με την Ουκρανία. Στο πλαίσιο αυτό απαιτούν από τις ναυτιλιακές εταιρείες που μεταφέρουν ρωσικό πετρέλαιο να έχουν βεβαιώσεις για την τιμή πώλησης στον τελικό προορισμό, ενώ αντίστοιχες βεβαιώσεις απαιτούν και οι ασφαλιστικές εταιρείες για να καλύπτουν τα πετρελαιοφόρα.
Αυτό που έγινε στην πραγματικότητα όμως είναι ότι σε πολλές περιπτώσεις βρέθηκαν τρόποι παράκαμψης του πλαφόν, ενώ σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα δημιουργήθηκε ένας «στόλος-φάντασμα» μεταφοράς ρωσικού πετρελαίου κυρίως με γερασμένα πετρελαιοφόρα, τα οποία πωλήθηκαν σε αγνώστων στοιχείων ιδιοκτήτες με εταιρείες σε διάφορους φορολογικούς παραδείσους. Σύμφωνα με τα διεθνή ΜΜΕ, αλλά και όπως παραδέχονται παρατηρητές της αγοράς αρκετά από αυτά τα πλοία ανήκαν σε Έλληνες εφοπλιστές.
Αποτυχία του μέτρου
Οι επιστολές των ΗΠΑ αντιμετωπίζονται από ναυτιλιακούς παράγοντες ως ένα μέσο πίεσης για τη διατήρηση του πλαφόν. Στην πραγματικότητα όμως είναι ιδιαίτερα δύσκολο να γνωρίζουν οι ΗΠΑ ή οποιαδήποτε άλλη χώρα την πραγματική τιμή πώλησης του πετρελαίου, καθώς πολλές φορές αυτή κρύβεται με αυξημένα ναύλα και άλλα κόστη. Πάντως το αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών έχει ανακοινώσει πως εξετάζει περιπτώσεις αδικαιολόγητα υψηλών ναύλων, η ακόμη και πλοία τα οποία αλλάζουν χέρια ή σημαίες.
Στο μεταξύ, χθεσινό δημοσίευμα των Financial Times αναδεικνύει την αποτυχία στην πράξη του πλαφόν, το οποίο παρακάμπτεται σχεδόν στο σύνολο του εμπορίου ρωσικού πετρελαίου μεταφέροντας δηλώσεις ευρωπαίου αξιωματούχου πως «σχεδόν καμία» από τις παραδόσεις ρωσικού αργού τον Οκτώβριο δεν εκτελέστηκε σε τιμή κάτω των 60 δολαρίων το βαρέλι.
Σύμφωνα με τα επίσημα στατιστικά στοιχεία της Ρωσίας η μέση τιμή πώλησης πετρελαίου τον Οκτώβριο ήταν στα 80 δολάρια το βαρέλι. Όπως σημειώνουν οι FT αν και τα ρωσικά στατιστικά αμφισβητούνται λόγω του πολέμου, η μέση τιμή που ανακοινώνεται λειτουργεί και ως βάση για την φορολόγηση των εξαγωγών. Στο πλαίσιο αυτό και η Ευρωπαϊκή Ένωση εξετάζει τους τρόπους με τους οποίους θα μπορέσει να επιβληθεί στην πράξη το πλαφόν.