Δυο εξαιρετικά ενδιαφέρουσες αποφάσεις όσο αφορά την πιστοληπτική διαβάθμιση της Ιταλίας και της Πορτογαλίας από την Moody’s, προετοιμάζουν το έδαφος για το «εύρος» της επικείμενης αναβάθμισης της Ελλάδας από την Fitch την 1η Δεκέμβρη.
Η μεν Ιταλία διατήρησε το Baa3 με βελτιωμένη προοπτική «σταθερή» αντί του «αρνητική» που είχε, τελευταία βαθμίδα πριν από το non investment grade και η Πορτογαλία ανέβηκε κατά δύο βαθμίδες από το Baa2 σε Α3, ήτοι στην πρώτη κατηγορία.
Τόσο η «αποφυγή» υποβάθμισης της Ιταλίας, όσο και η διπλή αναβάθμιση της Πορτογαλίας, είχαν δύο σημεία «κλειδιά» για την ερμηνεία των τελικών αποφάσεων, παρ’ ότι για την Ιταλία είχαν προηγηθεί πολλά σχόλια στον διεθνή οικονομικό τύπο για τον κίνδυνο επικείμενης υποβάθμισης και για την Πορτογαλία προσδοκίες για απλή αναβάθμιση. Και οι δύο αυτές προβλέψεις ξεπεράσθηκαν από τις τελικές αποφάσεις της Moody’s η οποία ας μη ξεχνάμε προειδοποιεί για περαιτέρω υποβάθμιση του αμερικανικού χρέους, που έχει ήδη χάσει την ανώτατη διαβάθμιση του ΑΑΑ.
Ποια είναι τα δύο σημεία «κλειδιά» των αποφάσεων της moody’s; Είναι δύο μέτωπα στα οποία θα κριθεί και το «εύρος» αναβάθμισης της ελληνικής πιστοληπτικής ικανότητας από την Fitch.
Όπως αναφέρει συγκεκριμένα η Moody’s, στην ανακοίνωσή της την Παρασκευή, για την Πορτογαλία αφορά στην βιωσιμότητα του χρέους μεσοπρόθεσμα και έχει να κάνει με «μια σειρά οικονομικών και δημοσιονομικών μεταρρυθμίσεων» με κυρίες «την απομόχλευση του ιδιωτικού τομέα και τη συνεχιζόμενη ενίσχυση του τραπεζικού συστήματος…».
Και για την Ιταλία η αποφυγή της υποβάθμισης σε συνδυασμό με την αναβάθμιση του “outlook” από αρνητικό σε σταθερό, οφείλεται επίσης στην μεσοπρόθεσμη σταθεροποίηση της βιωσιμότητας του χρέους της. Και αυτό παρά το γεγονός ότι το χρέος είναι τεράστιο, τόσο σε απόλυτο μέγεθος όσο και σαν ποσοστό του ΑΕΠ. Παράλληλα με την «σταθεροποίηση» του χρέους στον ιδιωτικό τομέα με άμεση συνέπεια στην «ενίσχυση του τραπεζικού συστήματος».
Στο πλαίσιο αυτό άλλωστε κρίθηκε θετική και για τις δύο πλευρές η πρόσφατη είσοδος της Unicredit στην Alpha.
Πώς λειτουργούν τα κριτήρια αυτά για το ελληνικό χρέος
Και τα δύο αυτά κριτήρια συμπίπτουν με τα δύο μέτωπα «βελτίωσης» τόσο της βιωσιμότητας του μεσοπρόθεσμου χρέους στην Ελλάδα, όσο και με την ραγδαία απαγκίστρωση του εγχώριου τραπεζικού συστήματος από τα κόκκινα δάνεια (Ηρακλής Ι και ΙΙ).
Τα «γεγονότα» μάλιστα αυτά εξελίσσονται παράλληλα και σε συνδυασμό με την επίσης ραγδαία απόσυρση του δημοσίου (ΤΧΣ) από το μετοχικό τους κεφάλαιο, παρά τις επιφυλάξεις που διατυπώνονται από παράγοντες της αγοράς για την σχέση που έχει το κόστους/όφελος αυτής της διαδικασίας για το δημόσιο.
Όσο αφορά το πρώτο σκέλος η δρομολογημένη απομείωση του ελληνικού χρέους μέχρι τα τέλη του 2024 κατά 20 με 25 μονάδες του ΑΕΠ, ήτοι από το 171% του ΑΕΠ στο 146% έως 151% του ΑΕΠ αποτελεί μια χωρίς προηγούμενο συνολική βελτίωση η οποία προκύπτει:
- από την προεξόφληση των διακρατικών δανείων του GLF (που «συνόδευσε» το πρώτο μνημόνιο)
- από την σταδιακή αποπληρωμή του EFSF
- την παράλληλη αναχρηματοδότηση του λήγοντος χρέους από τις αγορές σε βελτιωμένες συνθήκες κόστους λόγω της αναβάθμισης.
Εργαλεία αυτής της συμπίεσης του συνολικού χρέους είναι:
- η χρήση του «μαξιλαριού» των 37 δις ευρώ,
- η συρρίκνωση του προγράμματος εξωτερικού δανεισμού (διασφάλιση πρωτογενών πλεονασμάτων)
- η βέλτιστη ενεργή διαχείριση από τον ΟΔΔΗΧ.
Το δεύτερο σκέλος αφορά την ραγδαία βελτίωση των ισολογισμών των συστημικών τραπεζών μέσω του Ηρακλή Ι και ΙΙ αφ’ ενός και της δευτερογενούς αγοράς δανείων που έχει στο μεταξύ δημιουργηθεί. Βέβαια αναπόσπαστο στοιχείο αξιοπιστίας αυτής της λειτουργίας είναι το εγγυητικό σχήμα που έχει δρομολογήσει ο ΟΔΔΗΧ και το οποίο με τις αναβαθμίσεις του δημόσιου χρέους και την επανάκτηση του investment grade από το δημόσιο χρέος, αποκτά μικρότερο ρόλο για την ενεργητικότητα των τραπεζών στην διαδικασία απαλλαγής τους από τα βάρη των Npls και Npes.
Καθόλου «αόρατη» στην διαδικασία αυτή της ενίσχυσης των ισολογισμών των συστημικών τραπεζών δεν είναι και η ΕΚΤ, η οποία με την αύξηση των επιτοκίων κατά 450 bp σε σχεδόν ένα χρόνο, «μεταφέρει» πολύ σημαντικούς πόρους στις τράπεζες μέσω της τεράστιας διαφοράς επιτοκίων καταθέσεων που διατηρούν σε ημερήσια βάση οι τράπεζες στην ΕΚΤ, σε σχέση με τα επιτόκια που αποδίδουν στους καταθέτες τους…
Με αυτά τα δεδομένα και παρά το γεγονός ότι το ελληνικό χρέος και στα τέλη του 2024 θα παραμένει (με πιθανή εξαίρεση την Ιταλία) το υψηλότερο στην Ευρώπη, το ενδεχόμενο αναβάθμισης κατά περισσότερο από δύο διαβαθμίσεις και της Ελλάδας την 1/12/23 δεν θα πρέπει να αποκλείεται.