Οι τελευταίοι 12 μήνες ήταν οι θερμότεροι που έχουν καταγραφεί, καθώς το 99% του παγκόσμιου πληθυσμού βίωσε ζέστη πάνω από το μέσο όρο ενώ οι μέσες θερμοκρασίες από τις αρχές Νοεμβρίου 2022 έως τον Οκτώβριο του 2023 ήταν 1,32 Κελσίου πάνω από τα προβιομηχανικά επίπεδα, σύμφωνα με ανάλυση του μη κερδοσκοπικού οργανισμού Climate Central. Ο κόσμος βίωσε ένα ασυνήθιστα θερμό καλοκαίρι και το πεντάμηνο Ιουνίου-Οκτωβρίου ήταν από τα πιο θερμά που έχουν καταγραφεί.
Η ξηρασία, οι καταιγίδες, οι πυρκαγιές, οι πλημμύρες και τα κύματα καύσωνα έπληξαν τις οικονομίες των κρατών σε όλες τις ηπείρους και οδήγησαν σε αύξηση των νοσηλειών σε νοσοκομεία σε όλο τον κόσμο. Τα ακραία καιρικά φαινόμενα επιδεινώθηκαν από τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα λόγω της χρήσης ορυκτών καυσίμων ενώ οι θερμοκρασίες ενισχύθηκαν και από το φαινόμενο Ελ Νίνιο του οποίου οι επιπτώσεις θα γίνουν ιδιαίτερα αισθητές το επόμενο έτος, σύμφωνα με τους ερευνητές.
Το Climate Central ανέλυσε τους τελευταίους 12 μήνες χρησιμοποιώντας για την μέτρηση τον δείκτη Climate Shift Index, ο οποίος χρησιμοποιεί μοντέλα και δεδομένα από το πρόσφατο παρελθόν για να εκτιμήσει πόσο συχνά θα εμφανιζόταν μια συγκεκριμένη θερμοκρασία λαμβάνοντας υπ’ όψιν τόσο την εκδοχή της επίδρασης της κλιματικής αλλαγής όσο και χωρίς την επίδρασή της. Σχεδόν όλοι, δηλαδή το 99% του πληθυσμού, βίωσαν υψηλότερες θερμοκρασίες τους τελευταίους 12 μήνες, σε σύγκριση με τους μέσους όρους των προηγούμενων τριών δεκαετιών, σύμφωνα με την σχετική έκθεση.
Εντός των ΗΠΑ, η Χαβάη γνώρισε μερικές από τις χειρότερες φυσικές επιπτώσεις από τη ζέστη που προκλήθηκε από την κλιματική κρίση με τις φονικές δασικές πυρκαγιές τον Αύγουστο. Τα κύματα καύσωνα στην Ευρώπη δημιούργησαν ασφυξία και στα συστήματα υγειονομικής περίθαλψης με την Ιταλία να καταγράφει εισαγωγές στα νοσοκομεία που προσέγγιζαν τα επίπεδα της εποχής του κορονοϊού.
Παγκοσμίως, η επιστημονική κοινότητα κάνει έκκληση για μαζική και άμεση δράση καθώς οι συνέπειες της κλιματικής αλλαγής δεν κάνουν διακρίσεις. Χτυπούν ανεξάρτητα σε όλα τα μήκη και πλάτη ου κόσμου αλλά το διαφοροποιητικό στοιχείο είναι ότι κάποια κράτη είναι σε μεγαλύτερη ετοιμότητα σε σχέση με κάποια άλλα να αντιμετωπίσουν την κλιματική κρίση και να προετοιμαστούν για το μέλλον. Αυτό αντικατοπτρίζεται και στην διεθνή κινητοποίηση για οικονομική ενίσχυση των ασθενέστερων κρατών αν και δεν υπάρχει μέχρι στιγμής ένα σαφές συγκεκριμένο πλαίσιο για τον τρόπο που θα πρέπει να χρηματοδοτηθούν τα σχέδια για την θωράκιση των διαφόρων κρατών έναντι των ακραίων καιρικών φαινομένων και της αύξησης της θερμοκρασίας.
Το κενό προσαρμογής και η δυσκολία εκτίμησης των απαιτούμενων επενδύσεων
Το Περιβαλλοντικό Πρόγραμμα του ΟΗΕ δημοσίευσε πρόσφατα την ετήσια Έκθεσή του για το Κενό Προσαρμογής, εξετάζοντας πόση χρηματοδότηση θα χρειαστούν οι αναπτυσσόμενες χώρες για να αντέξουν τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής. Η έκθεση παρέχει μια περίπλοκη ανάλυση της απαιτούμενης επένδυσης, ξεκινώντας από το μεγάλο έλλειμμα της χρηματοδότησης σήμερα. Σύμφωνα με το UNEP, «οι χρηματοδοτικές ανάγκες προσαρμογής είναι 10 έως 18 φορές μεγαλύτερες από τις τρέχουσες διεθνείς ροές δημόσιας χρηματοδότησης και τουλάχιστον 50% υψηλότερες από ό,τι είχε εκτιμηθεί προηγουμένως».
Ωστόσο, ο υπολογισμός του πραγματικού κόστους των επενδύσεων αποτελεί ένα συγκεχυμένο πεδίο. Στην πραγματικότητα, υπάρχουν δύο προσεγγίσεις οι οποίες παρουσιάζουν μεγάλες διαφοροποιήσεις στα νούμερα. Η πρώτη αφορά στο «μοντελοποιημένο» κόστος προσαρμογής, το οποίο βασίζεται σε μια «ανάλυση της προσαρμογής που απαιτείται για τη μείωση των αυξανόμενων κλιματικών κινδύνων, σε σχέση με μια περίοδο αναφοράς, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ο τρόπος χρηματοδότησης». Σε αυτή την περίπτωση το ύψος της επένδυσης υπολογίζεται σε 215 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως αυτή τη δεκαετία.
Η δεύτερη προσέγγιση αφορά στις «χρηματοδοτικές ανάγκες προσαρμογής της κάθε χώρας», και λαμβάνει υπ’ όψιν τους υπολογισμούς που έχουν κάνει τόσο διεθνείς όσο και εγχώριες πηγές. Αυτή η αξιολόγηση αντικατοπτρίζει την εκτίμηση των ίδιων των χωρών για το κόστος των προγραμμάτων προσαρμογής, καθώς και τις συγκεκριμένες ανάγκες προσαρμογής που έχουν εντοπίσει οι χώρες. Το UNEP υποστηρίζει ότι σε αυτήν την περίπτωση τα κεφάλαια που απαιτούνται είναι σχεδόν διπλάσια σε σχέση με την πρώτη προσέγγιση και φθάνουν στα 387 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως αυτή τη δεκαετία.
Εξετάζοντας τους αριθμούς, η μεγαλύτερη διάκριση μεταξύ μοντελοποιημένου κόστους και χρηματοοικονομικών αναγκών γίνεται σε περιφερειακή βάση. Το μοντελοποιημένο κόστος προσαρμογής της Λατινικής Αμερικής και της Καραϊβικής είναι σχεδόν διπλάσιο από το ποσό που οι χώρες αυτής της περιοχής λένε ότι χρειάζονται. Από την άλλη πλευρά, οι χώρες της Νότιας Ασίας αναφέρουν ότι χρειάζονται περισσότερο από το διπλάσιο από αυτό που δείχνει το μοντελοποιημένο κόστος.
Τόσο το μοντελοποιημένο κόστος όσο και οι χρηματοοικονομικές ανάγκες υποδεικνύουν ότι η Ανατολική Ασία θα απαιτήσει τα περισσότερα, ή περίπου το 40%, όλων των κεφαλαίων των επενδύσεων προσαρμογής μεταξύ 2020 και 2030. Ωστόσο, αυτό διαφέρει σημαντικά από τις ροές χρηματοδότησης προσαρμογής σήμερα. Η υποσαχάρια Αφρική λαμβάνει επί του παρόντος το μεγαλύτερο μερίδιο (περίπου 30%) αυτής της επένδυσης.
Πού βρισκόμαστε αυτήν την στιγμή
Σήμερα οι αναπτυσσόμενες χώρες υποχρηματοδοτούνται και υλοποιούν με βραδύ ρυθμό την πράσινη μετάβαση. Και παρά το γεγονός ότι οι πλούσιες χώρες φαίνεται ότι πέτυχαν τελικά τον πολυπόθητο στόχο της χρηματοδότησης ύψους 100 δις. δολαρίων προς στις φτωχότερες χώρες, ουσιαστικά, τα κεφάλαια αυτά είναι πολύ περιορισμένα σε σύγκριση με τα τρισεκατομμύρια δολάρια που απαιτούνται για την υποστήριξη των φτωχότερων κρατών να απελευθερώσουν τις οικονομίες τους από τον άνθρακα και να αντιμετωπίσουν την κλιματική κρίση.